Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Διδυμιώτες μάλλον χάσατε



Αλλά και δεν το παλέψατε, ούτε καν διαβουλευτήκατε
 Δεν χρειάζεται να είσαι κάτοικος Διδύμων για να καταλάβεις ότι η παράκαμψη των Διδύμων είναι άκρως επιζήμια για το χωριό με ή χωρίς τα σκουπίδια και τον δεματοποιητή. Είναι τώρα που οι Διδυμιώτες ζουν στον νιρβάνα τους χωρίς να ασκούν μεταποιητική ή εμπορική δραστηριότητα. Όταν αλλάξουν οι καιροί και μιμηθούν την Τραχειά και το Κολιάκι, πού θα αναπτύξουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες; Πάνω στο βουνό στην παράκαμψη; Γιατί δεν πρόκειται να αλλάξουν το ρεύμα των αυτοκινήτων προς το χωριό τους. Ας πρόσεχαν.
Τα Δίδυμα δεν είναι χωριό προορισμού όπως είναι το Πορτοχέλι. Είναι χωριό που διέρχονται τα αυτοκίνητα και δίδοντάς τους έναν ευκολότερο δρόμο, πάει έχασες την πελατεία παντοτινά. Παλιά όλοι προς Πόρο ψώνιζαν Κολιάκι, Τραχειά. Τώρα με τον νέο δρόμο σε 5 λεπτά είσαι Κολιάκι, ψωνίζεις, και επιστρέφεις στη πορεία σου σε 4 λεπτά. Όμως κανένας δεν το κάνει.
Αλλά  σε όποιον και αν ανήκει η σύλληψη και ο σχεδιασμός της παράκαμψης, πόσο δε μάλλον και των σηράγγων, σημασία έχει ότι είναι ένα αντιπαραγωγικό έργο των 3 000 000 €, ίσως και πάρα πάνω.

Θα μπορούσε να γίνει με 500 000 € μια σημαντική βελτίωση του παλιού δρόμου.
Στη συνέχεια σε συνεννόηση με τους κατοίκους να αγόραζε γη ο Δήμος δεξιά – αριστερά του δρόμου και να έφτιαχνε ωραιότατα κτήρια που να τα νοίκιαζε για ‘εμπόριο του δρόμου’ , όπως Κολιάκι , Τραχειά. Θα ακολουθούσαν με δικά τους οι Διδυμιώτες και με μεταποίηση των προϊόντων τους, σαν βλέπανε τη πιάτσα αυτή να πιάνει. Έτσι έφτιαξε και ο Καραμανλής (ο θείος για να μη παρεξηγούμαστε) τα δημόσια ΞΕΝΙΑ για να φέρει τον τουρισμό στην χώρα.. με το ζόρι και να ακολουθήσουν μετά οι ιδιώτες. Δεν τα έφτιαξε για να κάνει δημόσιο τουρισμό.
Μη ξεχνάμε πώς άρχισε η Τραχειά. Ένα δύο μαγαζάκια είχε που σταμάταγε το ΚΤΕΛ και κατέβαιναν οι επιβάτες και αγόραζαν ψωμί (μια δυο φέτες) με δυο κομμάτια τυρί για να φάνε στο ταξίδι. Πού λεφτά τότε. Έ, από αυτή τη συνήθεια ακούστηκε το τραχειότικο τυρί και ψωμί.
Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος