«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε της αυγής το δροσάτο, ύστερο αστέρι…»
Δ. Σολωμός
Τις μωβ βιολέτες, τις πασχαλιές και την πένθιμη
φτέρη θα αντικαταστήσουν οι ανθοί της νεραντζιάς και της πορτοκαλιάς, τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά. Στις εισόδους
του ναού οι κορδέλες θα έχουν αναστάσιμους χρωματισμούς. Με κόκκινα και άσπρα
χρώματα θα ντυθεί η Αγία Τράπεζα. Στον ιστό του
Ταξιαρχιού θα κυματίζει η ελληνική σημαία και η σημαία της Ανάστασης του
Ιησού, προμήνυμα και της δικής μας ανάστασης…
Στην εκκλησία θα αρχίσει το γιορτινό
«επιστέγασμα» των κατανυκτικών ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Θυμάμαι
τον παπα-Μιχάλη το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, όταν «έμπαινα» στο ιερό,
ντυμένο στα ολόλευκα, τ΄ ανοιξιάτικα άμφιά του, που θα φορούσε στο εξής κάθε
Κυριακή και μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη. Φάνταζαν όμορφα κι εντυπωσιακά στα
παιδικά μου μάτια! Ήταν στολισμένα με τετράγωνα σε τρία διαφορετικά μεγέθη που
διακρίνονταν πάνω στο ύφασμα, όπως ακριβώς τα υδατογραφήματα πάνω στο χαρτί. Στεκόταν
ορθός, στ’ αριστερά, δίπλα από την αγία Πρόθεση, τυλίγοντας «επιμελώς» σε
ολόλευκα, παραλληλόγραμμα χαρτάκια τα υψώματα, που είχε βγάλει με «χειρουργική ακρίβεια»
από τα πρόσφορα, «τα προσκόμιδα», όπως τα λέμε. Τα είχαν φέρει οι πιστοί πρωί
πρωί, πριν ακόμα χτυπήσουν οι καμπάνες, τυλιγμένα σε λινές, κεντητές πετσέτες για
να τα «διαβάσει» και να τους δώσει στη συνέχεια, μετά τη θεία κοινωνία, το
ύψωμα μαζί και το αντίδωρο.
Αξεπέραστος
στην οργάνωση της λειτουργικής ζωής, ο αλησμόνητος ιερέας! Έδινε με την
ψαλμωδία του, τα άμφια που φορούσε, ακόμα και με τον ιδιαίτερο τρόπο που
χτυπούσε τις καμπάνες, το βαθύ νόημα και τη… βαρύτητα της Ημέρας!
Οι
ψάλτες με «ταλαιπωρημένους λαιμούς» από τις καθημερινές πολύωρες ακολουθίες
έψελναν τους πρώτους αναστάσιμους ύμνους σε χαμηλές βάσεις. Η φωνή τους
κουρασμένη, κάποιες φορές βραχνή. Προσπαθούσαν να τη μαλακώσουν με καραμέλες
ευκάλυπτου ή τις πράσινες, του λαιμού, όπως τις λέγαμε στην Ερμιόνη.
«Ανάστα ο Θεός κρίνον την γην!», αναφωνούσε ο
ιερέας διατρέχοντας με γρήγορο βηματισμό το κεντρικό κλίτος του ναού και
σκορπίζοντας δεξιά και αριστερά κλωνάρια με λεμονανθούς που ευωδίαζαν. Οι
πιστοί, σε κλίμα χαράς και συγκίνησης, με υψωμένα χέρια τ’ άρπαζαν στον αέρα, ενώ
οι ψάλτες επαναλάμβαναν πανηγυρικά το νικητήριο παιάνα!
Κατά
τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έπαιρναν την αγία μετάδοση πολλά παιδιά που
συνοδεύονταν από τους γονείς τους φορώντας καμαρωτά τα λευκά, ολοκαίνουργια
παπούτσια, δώρο της «νουνάς». Ακόμα μεταλάμβαναν ασθενείς και ηλικιωμένα άτομα,
που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν τη μεταμεσονύχτια ακολουθία της Λαμπρής.
Μετά
την εκκλησία, οι Ερμιονίτες κατέβαιναν στα μαγαζιά στο Λιμάνι και στις μικρές
πλατείες του Ταξιάρχη και της Παναγίας, για να κάνουν τα τελευταία ψώνια τους,
κυρίως φαγώσιμα.
O χρόνος που απέμενε
για το χαροποιό γεγονός φάνταζε ατελείωτος σε μικρούς και μεγάλους. Οι ώρες
κυλούσαν αργά, βασανιστικά, γεμίζοντάς τους με ανυπομονησία και λαχτάρα.
τις δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο οι
έντονες και γαργαλιστικές μυρουδιές από τις κουζίνες «που είχαν πάρει φωτιά» κι
«έσπαζαν τις μύτες». Oι περισσότεροι αντιστέκονταν στους
«γευστικούς πειρασμούς», όσο προκλητικοί κι αν ήταν, γιατί αυτή η μέρα
«απαιτεί να περιμένουν...».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ! Η Μεγάλη Παρασκευή
στην Ερμιόνη χθες και σήμερα»)
Φωτ: Ο παπα-Μιχάλης