120325 by Tellos Filis
Έλλη Βασιλάκη
120325 by Tellos Filis
Έλλη Βασιλάκη
ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΠΡΩΙ
Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή
Θα 'ρθει μια μέρα
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά,
ποιήματα μ' αρέσουν:
που περπατούν κουτσαίνοντας
στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων:
αυτά που τ' αγνοούν οι κριτικοί
κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη,
που τα χτυπούν συχνά
οι μεθυσμένοι οδηγοί
και τ' αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο.
Και τα ποιήματα - παιδάκια,
όμως αγαπώ.
Αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει
ακόμη την αλφάβητο,
μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους,
να σου κολλήσουν την ψυχή
στον τοίχο.
Μ' αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα
κι όμως χαμογελαστά:
τα ποιήματα - συνένοχοι' εκείνα
που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι.
Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα,
δεν σ' απασχολούν μα συνεχίζουνε
το δρόμο τους αδιάφορα:
τα ποιήματα -
''δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε''
αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν,
όπως μ' αρέσουνε και τ' άλλα,
τα χαρούμενα,
που προτιμούνε τα παιχνίδια
απ' το μάθημα,
καθώς και τα ποιήματα - παππούδες,
γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά
το μάταιο της ζωής
εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν μου αρέσουν τα σοφά
που είναι γραμμένα από νέους,
ούτε και τα νεανικά
που τα 'χουν γράψει γέροι.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ.
Μ' αρέσουν μόνο
εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά
που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω.
Γι' αυτό και τα ποιήματα
που ζούνε έξω απ' τα βιβλία αγαπώ:
εκείνα που ποτέ δεν νοιάστηκαν
αν μου αρέσουν.
Αυτά που περπατούν αδιάφορα,
έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες.
Νίκος Χουλιαράς
Έλλη Βασιλάκη
Πηγή φωτογραφίας https://www.hartismag.gr/hartis-4/afierwmata/nikos-xoyliaras
Υπάρχουν άνθρωποι που μόνο περιμένουν
Δεν είναι ποιητές
Δεν έγιναν ποτέ επαναστάτες
Κανένα φως δεν παρασύρουν προς το μέρος τους
Και πού και πού ένα κομμάτι σύννεφο
Περνάει πάνω απ’ την καρδιά τους
Και την κρύβει
Σκέφτηκα πως είχα πεθάνει
Δεν ήξερα πού θα πήγαινα
Αποφάσισα λοιπόν να περιμένω
να σηκώσουν πρώτα το σώμα
να μείνω μόνη μου
Δεν ήμουν πολύ ψηλά
μα κανείς δεν με πρόσεχε
Βάδιζαν ή έτρεχαν
κοιτάζοντας ίσια μπροστά τους
Αστεία υπόθεση
Μ' εκπληκτική ταχύτητα μέσα στο χώρο
πολλαπλασιαζόμουν
Θυμάμαι πως έβλεπα γύρω μου τον ουρανό
να υψώνεται κι άλλο
Δεν πρόσεξα καμία ένταση.
Σημεία Στίξεως, Κέδρος, 1979
Έλλη Βασιλάκη
Αχ θεούλη μου, τι ωραία που θα’ ταν να’ γραφα ένα ποιηματάκι
Ραυμόν Κενώ
Είναι δύσκολο πολύ κανείς
να πιάσει ένα ποίημα
Όλοι το γνωρίζουν
Στα ποιήματα αρέσει
Να μένουν μακριά απ τους ανθρώπους
Από απόσταση τα παρατηρείς και όλα μοιάζουν ήσυχα, μα προσοχή:
Με τις αισθήσεις τεντωμένες,
-ακόμη και τις ώρες που πίνουνε νερό-
Θα αντιληφθούν τον ελάχιστο ήχο,
θα τρέξουνε μακριά από τον θηρευτή
και θα χαθούνε
πίσω απ τη σιωπή.
Τα ποιήματα συνήθως κινούνται κατά μόνας:
Πλάσματα αυτοαναφορικά και εγωιστικά
Μασούν χορτάρι σε σαβάνες και σε μοναξιά.
Το πιο εύκολο:
Να πετύχει κανείς
Ένα σονέτο
Μορφές δυσκίνητες, ανάσες ομοιοκατάλληκτες.
Συνήθως επιλέγουν να μετακινούνται σε αγέλες.
Αφού αιχμαλωτίσεις τα ποιήματα:
Αρχικά τους αφαιρείς το αγκάθι.
Ύστερα τα παραφράζεις
τα επεξηγείς
τα ταξινομείς
Και τ’ αφήνεις να τριγυρνούν
Δίπλα σε βοηθήματα
Και οδηγούς μαγειρικής.
Αν και φιλήσυχα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος:
Όλα τα βιβλία το γράφουν
Πως πάει καιρός από τότε που ένα ποίημα επιτέθηκε σε ανθρώπους
Ναι, πάει καιρός,
από τότε που τα ποιήματα σκοτώνανε ανθρώπους.
«Σέβομαι τα ποιήματα, γι αυτό και τα σκοτώνω»
Εδώ και χρόνια οι άνθρωποι κυνηγούνε τα ποιήματα
Στην μαύρη αγορά
Πληρώνει κανείς όσο όσο
Προσθέτει κύρος
Είναι ζήτημα κυρίως στυλ και ύφους
Το γόητρο
η μόνιμη έκπληξη
η φαντασμαγορία
Μπροστά στο λογοτεχνικό απόκτημα των ημερών:
Ένα σαλόνι στολισμένο με κεφάλια ποιητών.
(στο περιοδικό Θράκα)
Έλλη Βασιλάκη