Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερμιόνη οι άνθρωποι και η ιστορία της. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερμιόνη οι άνθρωποι και η ιστορία της. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Το εκκλησάκι της Αγίας Ερμιόνης. Του Γεωργίου Ν. Φασιλή


Αναδημοσίευση

Στο δυτικό άκρο της Ερμιόνης, ακριβώς στη μέση του λόφου Πρωνός, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα ο λόφος των Μύλων, σε ένα όμορφο τοπίο με απεριόριστη θέα, ανάμεσα σε συστάδα πεύκων, δεσπόζει ολόλευκη η μικρή εκκλησία της Αγίας Ερμιόνης. Κτίστηκε με δαπάνη του συμπολίτη μας μακαριστού Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκου, και με θέλησή του αποτελεί ιδιοκτησία και μετόχι της Ι. Μ. Προφήτη Ηλία Βιλίων, του οποίου επίσης είναι ιδρυτής και κτήτορας, όπου μοναχή και αργότερα ηγουμένη ήταν εκεί η αδελφή του Μακρίνα.

Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολιτών μας, που τον γνώριζαν καλά, ο φωτισμένος Ιεράρχης, έτρεφε απεριόριστη αγάπη προς τη γενέτειρά του Ερμιόνη και παρά τη σημαντική ιερατική διαδρομή του μακριά από αυτήν, ποτέ δεν έπαυσε να την επισκέπτεται και να έχει πνευματική επαφή με τους συμπολίτες του. Διακαής πόθος του πάντοτε, ήταν η ανέγερση εκκλησίας αφιερωμένης στην Αγία Ερμιόνη, «Eις Δόξαν Θεού και Τιμήν Αγίας Ερμιόνης», όπως αναγράφει η μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του ναού, ως «αντίδωρο» της ευγνωμοσύνης του στο τόπο, που γεννήθηκε.


Κατάλληλο χώρο γι’ αυτό θεωρούσε το λόφο των Μύλων. Λόγω ησυχίας και έλλειψης υγρασίας πληρούσε τα κριτήρια, για να υλοποιήσει και το δεύτερο μελλοντικό μεγάλο στόχο του, τη δημιουργία ενός γηροκομείου δίπλα στην εκκλησία, για να στεγάσει τους ηλικιωμένους της Ερμιόνης. Το οικόπεδο 2000 τ.μ. στους Μύλους, που είχε στη κατοχή του, ήταν κοντά σε σπίτια και δεν ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Ωστόσο μετά από άοκνες προσπάθειες και κατάλληλες ενέργειες προς την Κοινότητα Ερμιόνης, επί Προεδρίας Μόδεστου Καρακατσάνη, με ομόφωνη απόφαση του Κ.Σ. ο σεβ. Παντελεήμων κατόρθωσε να ανταλλάξει αυτό με άλλο κοινοτικό χώρο δυτικότερα, δίπλα στην τότε δεξαμενή νερού της Ερμιόνης. Η Νομαρχία συμφώνησε και μετά από 2 χρόνια η παραχώρηση πήρε τη μορφή συμβολαίου. Λέγεται, ότι κατά την αρχαιότητα στο ίδιο σημείο υπήρχε ναός προς τιμή της Θεάς Ήρας.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Η ερμιονίτικη οικογένεια του Γιάννη Φασιλή – Τουτούνη | Ήρα Φραγκούλη – Βελλέ

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Αργυρώ και Κατίνα Φασιλή, Πειραιάς περ. 1890. Φωτογραφείο: Γαζιάδη. Αρχείο: Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου. 

Η ερμιονίτικη οικογένεια του Γιάννη Φασιλή – Τουτούνη | Ήρα Φραγκούλη – Βελλέ


Στην Κωνσταντινούπολη

Ήταν περίπου τη 10ετία του 1850, όταν δυο ερμιονίτικα ιστιοφόρα άραξαν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο καραβοκύρηδες έτρεξαν αμέσως στο τελωνείο να δηλώσουν την άφιξή τους και να αναζητήσουν γράμματα και τηλεγραφήματα από την πατρίδα. Και οι δυο έχουν την ίδια αγωνία: Έχουν αφήσει τις γυναίκες τους στην Ερμιόνη σε κατάσταση εγκυμοσύνης και περιμένουν την έκβασή της.

Η χαρά ήταν και για τους δυο: Ο καπεταν – Γιάννης Φασιλής – Τουτούνης απέκτησε τον πρωτότοκο γιο του και ο καπεταν – Βασίλης Μπούρλας ένα κοριτσάκι. Μετά τα αμοιβαία κεράσματα οι δυο άνδρες υποσχέθηκαν ή ονειρεύτηκαν τα νεογέννητα παιδιά τους να ζευγαρώσουν. Η ζωή πραγματοποίησε την επιθυμία τους. Ο Πάνος Γιάννη Φασιλής παντρεύτηκε – από έρωτα – την Θεοδωρούλα Βασιλείου Μπούρλα.[1]

Τον Ιωάννη Φασιλή, τον επονομαζόμενο Τουτούνη, συναντάμε στον εκλογικό κατάλογο ψηφοφόρων Ερμιόνης του 1906, πλοίαρχο, ετών 86 συμπεραίνοντας ότι γεννήθηκε το 1820. Εκτός από τον πρωτότοκο Πάνο απέκτησε δύο ακόμα αγόρια, τον Αγγελή και τον Σπύρο και δύο κορίτσια την Κατερίνα και την Αργυρώ. Αναγνωρίζουμε ακόμα τον Ιωάννη Φασιλή σε ναυλοσύμφωνο του 1874[2] με το οποίο το καΐκι «Πανωραία» των Νικολάου και Ιωάννου Φασιλή μεταφέρει 61000 οκάδες λεμόνια προς Κωνσταντινούπολη. Ο καπεταν-Γιάννης έκτισε το σπίτι του στο νότιο λιμάνι της Ερμιόνης και κατασκεύασε μπροστά του δικό του μαντράκι, που άραζε το πλεούμενό του. Τα εμπορικά του ταξίδια που μετέφεραν αγαθά από την Ερμιόνη και τον Πειραιά σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, τον έφεραν και στην Αλεξάνδρεια, γι’ αυτό βρίσκουμε τους απογόνους του να σταδιοδρομούν στην Αίγυπτο, ωραίοι και καλοζωισμένοι. Διαβάστε τη συνέχεια »

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Οι ιστιοπλοϊκοί αγώνες που γίνονταν την παραμονή των Αγίων Αναργύρων στην Ερμιόνη


Φωτ: Πίνακας της Ανθούλας Λαζαρίδου-Δουρούκου

Οι πίνακες της κας Ανθούλας είναι αφηγηματικοί.
Μνήμες, σκέψεις, γεγονότα γίνονται  οι αφορμές  για κάθε έργο της.  Αυτός  ο υπέροχος πίνακας αναφέρεται στους ιστιοπλοϊκούς  αγώνες που γίνονταν την παραμονή των Αγίων Αναργύρων  στα Μαντράκια, πριν τον πόλεμο. 

«Τα παλιά τα χρόνια όσοι ψαράδες δεν πήγαιναν στη Μπαρμπαριά, ξεκίναγαν   γιαλό-  γιαλό  μετά το Πάσχα με  κουπιά και  πανάκι με προορισμό τη βόρεια Ελλάδα, αφού περνούσαν πριν όλοι από την Παναγίτσα στα Τσελεβίνια να ανάψουν  ένα κεράκι  για να έχουν  την βοήθεια της στο δύσκολο ταξίδι.
Μετά συνέχιζαν  βορειοανατολικά από  Καβοντόρο  και έπαιρναν τον ανήφορο.  Θεσσαλονίκη,  Άγιο Όρος ή όπου έφταναν  γιατί είχαν πάντα  ρυθμισμένο το ταξίδι της επιστροφής ώστε παραμονή των Αγίων να είναι στην Ερμιόνη.
Επιστρέφοντας στην Ερμιόνη ξεκίναγαν να  καινουριέψουν τις βάρκες τους. Τις  καλαφάτιζαν, τις έπλεναν , τις έβαφαν, διόρθωναν τα πανιά και παραμονή των Αγίων κούκλες τις έριχναν στη θάλασσα.
Το μεσημέρι της παραμονής   μόλις άρχιζε να φυσά ο  μπάτης  για να φουσκώνει τα πανιά, τα παιδιά των ψαράδων   έπαιρναν  τις φρεσκοβαμμένες βάρκες των γονιών και μέσα σε  γέλια και φωνές άρχιζαν τους αγώνες σε ταχύτητα και ελιγμούς .
Ήταν η μέρα τους.
Δεν ήταν άμαθα, από την 6η δημοτικού  τα  παίρνανε  μαζί  στο ψάρεμα . Κοκονιτσάκια,  Κολινεκάκια  μαζί με  άλλα παιδιά πρωταγωνιστούσαν.
Αγόρια και κορίτσια  στα βραχάκια παρακολουθούσαν τους αγώνες και από τα καφενεία και τις γύρω ταβέρνες οι γονείς τα καμάρωναν.
Μετά τους αγώνες  γέμιζαν τις βάρκες  με κουβέρτες, κουρελούδες, φαγητά και οικογενειακώς πήγαιναν στο μοναστήρι.
Προσκυνούσαν και μετά κάτω από τις χαρουπιές  μέχρι  κάτω το πηγάδι,  οικογενειακά μπουλούκια όλη την νύχτα έπιναν έτρωγαν γελούσαν και οι ψαράδες εξιστορούσαν τις περιπέτειες του ταξιδιού.

Όλα αυτά τα σταμάτησε ο πόλεμος του ΄40
Οι Γερμανοί  επίταξαν τις βάρκες και πέθανε αυτή η όμορφη  συνήθεια


Για  την καταγραφή  της αφήγησης της Ανθούλας Λαζαρίδου- Δουρούκου
Ρίνα Λουμουσιώτη

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος: Θυμάται κανείς και τα παρακάτω;

  

Bill Papas1

Τη μαγεία του πυροφανιού;
Τότε που με μια μαλαστούπα βουτηγμένη στο πετρέλαιο και την πίσσα που είχαμε τσουρνέψει από το καρνάγιο του μπαρμπα Τάσου του Κοκονάκη, Αύγουστο μήνα, έξω έξω πιάναμε σωρό τα τσιρέλια.
Το πρώτο κανονικό πυροφάνι με λάμπα, όταν τα βράχια, τα βένια και τα πεύκα έτρεχαν σας τεράστιες σκιές, σαν ένα μεγάλο θέατρο σκιών.
Τότε που ξαφνικά πηδούσαν σωρό φρίσσες μέσα στη βάρκα, λες και γινόταν βομβαρδισμός.
Τότε που ξένοιαστοι και τραγουδώντας φεύγαμε από τη λιμνοθάλασσα των Ποτοκιών και πιάναμε την άσπρη άμμο, αλλά ξαφνικά η λάμπα άρχιζε να φέγγει τις μεγάλες κυκλικές φυκιάδες που σαν μαύρα διαστημόπλοια μας πλησίαζαν. Μαρμαρωμένοι από τον φόβο όσοι τις πρωτόβλεπαν.


Κάτι ονειρικές νυχτερινές άπνοιες που ακούγαμε στα Μαντράκια τα βελάσματα και τα κουδούνια των κοπαδιών στον Κάμπο των Αγίων Αναργύρων που πήγαιναν για το μαντρί. Το τραγούδι του Μπαλή που άναβε απέναντι στο Καμίνι του Μαυροβουνιού το πυροφάνι.
Κάτι χειμωνιάτικα πυροφάνια με πολύ κρύο, με γάντια στα χέρια και ξούλες στο κεφάλι, που μετά τα μεσάνυχτα κατέβαζε στα Ποτόκια μια πυκνή χαμηλή ομίχλη και σκέπαζε τη θάλασσα. Χανόταν η στεριά, ο βυθός, η θάλασσα, η λάμπα έμοιαζε σαν μια μπάλα διάχυτου φωτός, η πλώρη έσχιζε την ομίχλη, και χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου νομίζαμε ότι πλέαμε στα σύννεφα.
 
Bill Papas Βεντουρή

 
Τα ψαρέματα στα μαντράκια, το πρώτο αγκίστρι από μια στραβωμένη καρφίτσα για μπαλαδάκια, το τουμπάρισμα της βάρκας, το τράβηγμα της βάρκας, το ξύσιμο και βάψιμο της βάρκας, το ρίξιμο της βάρκας, τις περατζάδες με τη βάρκα.
Το άπλωμα και το νετάρισμα διχτυών.

Τα ναυπηγεία του μπάρμπα Γιάννη Κοτταρά, μετά του Γιώργου και του Δήμου, του Απόστολου, μετά του Γιάννη και του Φάνη, του Λούη, του Νικολού, ακόμη και του μπάρμπα Τάσου, γιατί εκτός από το καρνάγιο που είχε, ήταν και ναυπηγός.

Τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που από του πρωί μέχρι το βράδυ αλώνιζαν τα Μαντράκια και δεν μαζεύονταν σπίτι με τίποτα;

Τα παιχνίδια με τα δεκάδες τσίγκινα καϊκάκια, το θαυμάσιο καϊκάκι του Νάργου του Φασιλή, σημαιοστολισμένο και ολόφωτο με μικρά λαμπάκια και μπαταρία, που βυθίστηκε στη μεγάλη ναυμαχία των Μαντρακιών; Τον πετροπόλεμο που ακολούθησε. Την επομένη που αναζητούσαμε με βουτιές στο βυθό τα ναυαγισμένα ανάμεσα σε φουνταρισμένες γάτες.

Θυμάται κανείς τις μυρουδιές στα Μαντράκια;

Τη μυρουδιά της πίσσας, της μπογιάς, του νεφτιού, του κατραμιού, της μοράβιας, στο καρνάγιο του μπάρμπα Τάσου; Της μούργας και του λαδιού από το λιτρίβι του Λαζαρίδη και μετά του δασκάλου μας αείμνηστου Δημήτρη Δουρούκου.
 
  
Βill Papas ΤΡΟΚΑΝΤΕΡΌ


Του πετικιού που έβραζε στο μεγάλο καζάνι για το βάψιμο των διχτυών.
Τη μυρουδιά της μελάνης και του χταποδιού εκεί που τα κοπανούσαμε.
Τη μυρουδιά της τροκάδας, της πορφύρας, των φυκιών που έμενε στο χώμα όταν νετέρναμε τα δίχτυα.

Τη μυρουδιά των διχτυών απλωμένα στις αντένες.

Της ρετσίνας που θόλωνε για μέρες τη θάλασσα, όταν πλέναμε τα βαρέλια.

Τη μυρουδιά από τις εκατοντάδες πλυμαρίες που ξέβραζε στην αμμουδιά η θάλασσα κατά τον Σεπτέμβρη.

Τη μυρουδιά της ιερής δάφνης του Τροκαντερού δίπλα στη μάντρα της Κούλας και της άλλης της τεράστιας που στεφάνωνε τη μεγάλη μάντρα του σπιτιού του.

Αν θυμάστε αυτά, σίγουρα θα θυμάστε πολύ περισσότερα θαυμαστά που συνέβαιναν στους δύο εγγύς της Ερμιόνης όρμους, του Λιμανιού και της Κάπαρης και στα Μαντράκια. Η θάλασσά μας, η ναυτοσύνη μας, η παράδοση, η ζωή μας, ο τρόπος, οι σχέσεις μας, το  παιχνίδι μας.
Ο Ελύτης είπε πως η Ελλάδα είναι ένα πανί, ένα αμπέλι και μια ελιά. Γιατί οι ωραιότερες παιδικές αναμνήσεις του ήταν τότε που έκανε διακοπές στις Σπέτσες και με άλλα πιτσιρίκια παίρνανε μια βάρκα και με κουπιά και πανί έρχονταν στην απέναντι ακτή για μπάνιο. Έζησε αυτή την απόλυτη ελευθερία στο διάφανο τοπίο της περιοχής μας.

Εκεί στη δεκαετία 1960 - 1970 πιστεύαμε ότι ο επισκέπτης, ο τουρίστας (τότε ήταν ακόμη παραθεριστής και περιηγητής), αναζητούσε στον τόπο μας αυτόν τον παράδεισο, αυτόν τον ελληνικό τρόπο που χάνεται στους αιώνες.
 
Όρμοι Ερμιόνης


Αυτόν τον παράδεισο βρήκε και ο Bill Papas και μας τον έδωσε με το θαυμάσιο έργο του. Περισσότερο όμως ο αδελφός που είχε εγκατασταθεί στην Ερμιόνη πολύ πιο πριν από τον Μπιλλ, ένας εξαίρετος άνθρωπος με το χαμόγελο στα χείλη που σύχναζε καθημερινά στη ταβέρνα του Νικολού, παρέα με τους ψαράδες. Ξεκινούσε μόλις έγερνε ο ήλιος, χαιρετούσε θριαμβευτικά τον "Κόμη Ντε Μαρόκο", τον "Μάστρο Κόγκορο", την κυρά "Φανιώ", τον "Τροκαντερό", τον "Λούη" και τερμάτιζε στην παρέα του μπάρμπα Γιάννη, του μπάρμπα Γιώργη, του μπάρμπα Σταμάτη, του Γύπαρη, του Ντελένια, του Αρώνη, του μπάρμπα Θανάση του χοντρού.

Βλέπετε τρία έργα του Μπιλλ. Αυτή ήταν η Ερμιόνη, αυτά ήταν τα Μαντράκια, αυτοί ήταν οι άνθρωποί της θάλασσας, αυτή ήταν η χαρά και η χάρη του τόπου μας.
Τι ήταν αυτό που μας έκανε να αρνηθούμε τον παράδεισό μας;

Τι είναι αυτό που κάνει τον τουρισμό να προβάλλεται μέσω του χαμένου παραδείσου μας, να κάνει σύμβολό του, το κόκκινο τρεχαντηράκι του Κωσταντή μόνο του στα Μαντράκια, τα απλωμένα στον ήλιο χταπόδια, και την ίδια στιγμή στην πράξη να τα απαρνιέται μπροστά στην προοπτική του κέρδους;


Βασίλης Γκάτσος

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Υδάτινα Ιάματα της Ερμιονίδας του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη

 Υδάτινα Ιάματα της Ερμιονίδας

       του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη

Στη Ν.Δ. άκρη της πεντακάθαρης αυλής της Μονής των Αγίων Αναργύρων βρίσκεται από
πολύ παλιά ένα «υπερυψωμένο» πηγάδι, που εδώ και χρόνια έχει στερέψει. Παλαιότερα
το θυμόμαστε γεμάτο νερό που πίνοντάς το σου άφηνε μια περίεργη ως αηδιαστική γεύση,
που έμοιαζε με εκείνη του …χαλασμένου αβγού! Ωστόσο το νερό αυτό είχε ιαματικές
ιδιότητες και, καθώς έλεγαν, ένα ποτήρι κάθε πρωί θεράπευε τους ανθρώπους που
έπασχαν από στομάχι, νεφρά ή αρθριτικά. Η θαυματουργή δύναμη της πηγής βοήθησε να
εξαπλωθεί η φήμη του Μοναστηριού. Μάλιστα ο περίφημος γιατρός και χημικός Ξαβιέ
Λάνδερερ έστειλε στον τότε ηγούμενο της Μονής τη χημική ανάλυση και τις θεραπευτικές
ιδιότητες του νερού. Σύμφωνα με διασωθείσα λαϊκή παράδοση τον προπερασμένο αιώνα
οι καλόγεροι της Μονής επιχείρησαν να εμπορευτούν το ίαμα μα «ως εκ θαύματος» το
πηγάδι …στέρεψε! Αντιλαμβανόμενοι το λάθος τους, προσευχήθηκαν στους Αγίους
Αναργύρους οι οποίοι, γιατροί όντας, θεράπευαν τους αρρώστους δωρεάν,
εισακούσθηκαν και το πηγάδι ξαναγέμισε νερό. Όποιοι επιθυμούσαν μπορούσαν πλέον να
πηγαίνουν ελεύθερα στη Μονή και να γεμίζουν γαλόνια, «πεντογάλονα» και νταμιτζάνες με
το ίαμα.
Ιαματικό, όμως, θεωρείται και το νερό που σταλάζει από την οροφή του Αγίου Γεωργίου.
Πρόκειται για το παμπάλαιο εκκλησάκι που βρίσκεται στη νότια πλευρά της σπηλιάς των
Διδύμων με χαραγμένη χρονολογία 1483. Οι πιστοί με το νερό αυτό βρέχουν το μέρος του
σώματός τους που νοσεί και πιστεύουν πως θεραπεύονται.
Υδάτινο ίαμα (αγίασμα) ανάβλυζε, επίσης, κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου, που
βρίσκεται στον δρόμο προς τον Δαμαλά. Σύμφωνα με την τοπική μας παράδοση ο Άγιος
Επιφάνιος, «ο άγιος για τα μάτια», θεράπευε τις παθήσεις των ματιών. Οι πιστοί με το
αγίασμα αυτό ξέπλεναν τα μάτια τους και θεραπεύονταν.
Σημειώσεις
Περισσότερες πληροφορίες στα βιβλία:
Γκάτσος Α. - Προκοπίου Γ. - Γκερέκος Ι.: «Το προσκύνημα της Ερμιονίδας»
Παπαβασιλείου Μιχ.: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης»
Σπετσιώτης Γ.: «Των Αγίων Αναργύρων»
και στο άρθρο που αναρτήθηκε στους τοπικούς ιστότοπους:

Σπετσιώτης Γ.: «Του Αγίου Επιφανίου».

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος : Θυμάται κανείς το σύρτια στο Γκουριμέσι ;;;;

 


Κατά τα τέλη Αυγούστου οι ψαράδες έδεναν 2-3 δεμάτια κλαριά και τα πόντιζαν με μία άγκυρα και ένα καλαδούρι 100 μέτρα περίπου από τη σκάλα του Λευκόλιθου στο Γκουριμέσι. Τα πόντιζαν έτσι, ώστε τα κλαριά να στέκουν περί τα 7-8 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα σύρτια αρέσει να πηγαίνουν στη σκιά που κάνουν τα κλαριά και, κατά μερικούς ψαράδες, να γλύφουν τη γλίτσα που με τον καιρό πιάνουν τα κλαριά.

Ο Σεπτέμβριος λοιπόν ήταν αφιερωμένος στο ψάρεμα των συρτιών αλλά για τα πιτσιρίκια το πρόβλημα ήταν πού θα βρούμε βάρκα. Το 1960 - 1965 η σταθερή παρέα μας που "όργωνε" τα Μαντράκια ήταν ο αείμνηστος φίλος Νάργος Φασιλής, Κωσταντής Νίκας, Γιώργος Μουρμούρης, Αγγελής Αραπάκης και ο γράφων, με πιο μαγγιώρο στο ψάρεμα τον Γιώργο. Είχαμε το προνόμιο να

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος : Θυμάται κανείς τις πέρκες στο Μπίστι;;;;

 


Σωρό. Θα ήταν το 1964 που είχαμε πάρει μια βάρκα, μια παρέα πιτσιρικάδων και είχαμε ρίξει το σίδερο στα ρηχά κοντά στον πύργο με τους ογκόλιθους, στη βορειοανατολική άκρη του Μπιστιού. Ψαρεύαμε σε μια έκταση όχι πάνω από μισό στρέμμα, όσο έφερνε βόλτα η βάρκα γύρω από το σίδερο, με καθετές και δόλο καρτσίνες. Πρέπει να πιάσαμε πάνω από 3 κιλά πέρκες και τι πέρκες! Χώρια οι γύλοι και οι χείβες!

Άλλα χρόνια τότε .......

Βασίλης Γκάτσος

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Θυμάται κανείς τις στήρες στον παλιό μώλο του Λιμανιού ;;;; Τους ροφούς και τις στήρες στον Αγιογιάννη ;;;;;

 


Περί το 1960 - 1965 μπροστά στον παλαιό μώλο υπήρχαν, μάλλον εκ κατασκευής του ριγμένα, λίγα μπλόκια και μεγάλες πέτρες. Εκεί μπαινόβγαιναν μικρές στήρες που ξαφνικά ορμούσαν στο δόλωμα. Και άντε να τις ανεβάσεις με το καλάμι και το μικρό αγκίστρι.

Στον Αγιογιάννη, μπροστά από το σπίτι της Μαρκώς (παλιό οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου) υπάρχει μια αποχή που έχει σχηματιστεί από τα αρχαία τείχη που έχουν διαλυθεί μέσα στη θάλασσα. Αν βουτήξεις με μασκα θα  διαπιστώσεις ότι σχηματίζονται σπηλιές μικρές που το στόμιό τους είναι συνήθως μια σχισμή. Αυτό σε βάθος περί τα 5 μέτρα. Δεν φαίνονται στην επιφάνεια της αποχής. Πρέπει να βουτήξεις βαθύτερα και, ερχόμενος σύριζα με τον βυθό προς την αποχή, θα τις εντοπίσεις.



Βλέπαμε λοιπόν ξαφνικά να βγαίνει αργά αργά μια στήρα ή ροφός πάνω από 10 κιλά και να χάνεται στα βαθιά. Άλλοτε ερχόταν από τα βαθιά, πλησίαζε και ζύγιαζε το σώμα της να περάσει πλαγιαστά από τη μικρή σχισμή - στόμιο της σπηλιάς της. Το ίδιο συνέβαινε και στην βαθύτερη αποχή στη πρώτη μπανιέρα του Μπιστιού με δύο τρεις ροφούς. Όνειρο να τις πιάσουμε με το πρωτόγονο τότε ψαροντούφεκο που όμως ποτέ δεν το καταφέραμε. Θυμάμαι όταν το έλεγα του Λούη και μου έλεγε γελώντας: "Ποιες; Τις στήρες του Αγιαννιού; Τις γνωρίζω .... προσωπικώς πάππου προς πάππου!".
Άλλα χρόνια τότε .....

Βασίλης Γκάτσος

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος: Θυμάται κανείς τα κοπάδια μουρμούρας στο Λιμάνι ;;;;

 

 Δεκαετία 1960: Όταν έπιανε το κρύο, μετά τον Νοέμβρη, κοπάδια μουρμούρες έμπαιναν στο κόλπο του Λιμανιού. Με πεταχτάρι, αγκίστρι ζογκάκι, και δόλωμα γαριδάκι ψαρεύαμε μικροί και μεγάλοι από τη μέσα μεριά του παλιού μώλου, εκει που ρίχνουμε τον Σταυρό στη Θάλασσα. Πιάναμε τη μία πάνω στην άλλη. Όσο περισσότεροι ψαρεύαμε τόσο περισσότερο μαλαγρώνονταν οι μουρμούρες. Και τι μουρμούρες! Μέχρι και μισό κιλό η μία.

Άλλα χρόνια τοτε ....

Βασίλης Γκάτσος

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος :Θυμάται κανείς τα κοπάδια των σπάρων στο Λιμάνι ;;;;

 


Περί το 1962: Από τη γλύφα στο Κρόθι μέχρι τον παλιό μώλο, στα ρηχά, υπήρχαν χιλιάδες σπάροι. Όταν ο ήλιος έγερνε, κατά κοπάδια έτρωγαν στον βυθό και λαμπύριζαν σαν μικρά καθρεφτάκια. Με τον αγαπητό φίλο Γιώργο Μουρμούρη με τα καλάμια, πότε στο Κρόθι - όπου πιάναμε και μικρά λιγδάκια - κυρίως όμως στο κρηπίδωμα κοντά στη στροφή προς Κρανίδι - φέρναμε πάνω τον ένα σπάρο μετά τον άλλο, με δόλο απλό προζύμι. Και δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας άλλα πιτσιρίκια με τα καλάμια και οι σπάροι ατέλειωτοι.

Άλλα χρόνια τότε .....
 
Βασίλης Γκάτσος 

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος : Θυμάται κανείς το γαριδάκι στους μώλους του Λιμανιού ;;;; Τις καρτσίνες στα Μαντράκια;;;;

 


Δεκαετία 1960: Στα φύκια και την πράσινη γλίτσα που έπιαναν τα μπλόκια του κρηπιδώματος και ιδιαίτερα τα μπλόκια του παλιού μώλου, μιλιούνια η μικρές γαρίδες. Σέρνοντας στα γρήγορα μία απόχη, λοξά ως προς τα μπλόκια και λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας  κάθε τόσο την αναποδογύριζες και μέσα από ένα μικρό σωρό φύκια πηδούσαν να φύγουν σωρό οι γαρίδες, μερικές φορές περισσότερες από τα φύκια. Το καλύτερο δόλωμα για όλα τα ψάρια.

Για τους Λιμανιώτες, γιατί οι Μαντρακιώτες είχαμε σωρό τις καρτσίνες που πρωί πρωί ή λίγο πριν δύσει ο ήλιος ανέβαιναν πάνω στις μισο βυθισμένες πέτρες των μαντρακιών να λιαστούν. Τόσες πολλές που πολλές φορές δεν έβλεπες τίποτα από την επιφάνεια της πέτρας.
Άλλα χρόνια τότε  ....

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος : Θυμάται κανείς το κοπάδι των λαυρακιών στο Λιμάνι ;;;;



 Ήταν μια Κυριακή γύρω στο 1964. Μετά την εκκλησία, γύρω στις έντεκα πήγαμε με τον Κωσταντή, ποιον άλλονε τον Νίκα, να πάρουμε τη βάρκα του πατέρα του από το Λιμάνι να την φέρουμε στα Μαντράκια. Ο καιρός κάλμα, καθρέφτης η θάλασσα. Βάλαμε τη Φάρμαν στο ρελαντί να κάνουμε και τη βόλτα μας. 

Είχαμε απομακρυνθεί καμιά πενηνταριά μέτρα από το μώλο που πιάνουν τα καράβια της γραμμής και ξαφνικά πέφτουμε σε ένα τεράστιο κοπάδι, θα ήταν πάνω από 500 κομμάτια, λαυρακιών που αμέριμνα είχαν ανέβει στον αφρό και κινούνταν νωχελικά σαν κεφαλόπουλα. Μόλις πλησίασε η βάρκα βούτηξαν όλα ήσυχα ήσυχα, έπιασαν βυθό και άλλαξαν πορεία. Είχαμε ακούσει για τα λαυράκια του Λιμανιού, αλλά ποτέ δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο. Το καθένα ήταν από τρία ως δέκα κιλά! Μιλάμε για θηρία!
Πολλοί ψάρευαν το βράδυ για λαυράκια μα ο πιο φανατικός ήταν ο κυρ Παναγιώτης ο Φασιλής, ο κουρέας. Όταν πήρε σύνταξη, ψάρευε στην άκρη του μώλου, εκεί που πιάνει το πλοίο της γραμμής, αλλά ξεχνιόταν απορροφημένος, γι' αυτό έβαζε ένα ξυπνητήρι - καμπάνα που ακουγότανε σ' όλο το λιμάνι.
Άλλα χρόνια τότε ......

Βασίλης Γκάτσος

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος: Θυμάται κανείς το μουγγριά των Μαντρακίων ;;;;


 Δεκαετία 1950:  Το βράδυ ρίχναμε μια πετονιά με χοντρή τρίχα, παλιά σπάγκο, και μεγάλο αγκίστρι. Εμείς βάζαμε δόλωμα ένα κομμάτι σάπιας ρέγκας, αν και το σύνηθες ήταν ζώρες και μελάνια χταποδιών.

Η κατανάλωση ρέγκας και σαρδέλας ήταν παλιά πολύ μεγάλη. Ήταν φυσικό στο μαγαζί μας να ξέμεναν ένα δύο κιβώτια ρέγκας που λόγω ζέστης το καλοκαίρι και μικρής κατανάλωσης να μην ήταν για πούλημα. Ήταν περιζήτητες από τους ψαράδες για δόλωμα στους κιούρτους και για μαλάγρα για όσους ρίχνανε δυναμίτια.
Πετάγαμε την πετονιά στα βαθιά και την δέναμε στους πασσάλους που είχαν για δέστρες τα μαντράκια, ιδιαίτερα του Τροκαντερού. Πρωί πρωί σηκώναμε και μια στις τρεις πιάναμε μεγάλο μουγγρί, από 2 έως και 5 κιλά.
Αυτό το ψάρεμα δεν το έκαναν οι ψαράδες ούτε τα παιδιά. Το έκαναν από παράδοση ορισμένα σπίτια που είχαν το κέφι, γιατί το μουγγρί το έκαναν πηχτή και το έβαζαν για να κρυώσει στα πάνω παράθυρα του σπιτιού τον χειμώνα. Πού ψυγεία τότε. Την πηχτή με μουγγρί ή σφυρίδα, την θεωρούσαν επίσημο εκλεκτό φαΐ και το ετοίμαζαν για επισκέπτη εκλεκτό, ή άνθρωπο που ερχόταν για να κλείσει μια σοβαρή συμφωνία, έμπορο σφουγγαριών, ναυπηγό κ.λ.π. Συνήθεια πολύ πολύ παλιά.
Τελευταίος "ψαράς" η αγαπητή Γιάννα Κομμά, η νοσοκόμα. Το Ιατρείο περί το 1970 ήταν στα Μαντράκια και η Γιάννα έριχνε κάθε τόσο την πετονιά της το βράδυ και όταν έπιανε μουγγρί το έφερνε θριαμβευτικά στην αυλή μας προς επίδειξη .... κατορθώματος!
Άλλα χρόνια τότε......

Βασίλης Γκάτσος

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866/7-1955)

 

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Δημοσιεύεται στο: «Μνημεία Αθηνών», Εκδόσεις Ιστορίας και Τέχνης, Αθήνα 1994 (10η έκδοση).

Ήταν το έτος 1909 όταν ο σπουδαίος αρχαιολόγος και Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) ζήτησε την άδεια, καθώς ο ίδιος γράφει, από την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει ανασκαφές στα πανάρχαια εδάφη της Ερμιονίδας. Πράγματι οι ανασκαφές του ξεκίνησαν στις 25 Ιουνίου στο Μπίστι «ήτις (θέσις) ακατοίκητος κατά το πλείστον ούσα περιέχει πλείστα αρχαία τε και μεσαιωνικά ερείπια».

Ο μεγαλύτερος αριθμός αρχαίων ερειπίων, καθώς ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς αναφέρει, βρίσκεται γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, από όπου και ξεκίνησε η ανασκαφή. Εκεί ανακαλύφθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανασκαφής ένα τείχος και πολλές τετραγωνικές βάσεις αγαλμάτων με επιγραφές του τρίτου και δεύτερου π.Χ. αιώνα.

Για την αποκάλυψη ολόκληρου σχεδόν του τείχους οι εργασίες διήρκεσαν περισσότερο από έναν μήνα. Μετά την ανασκαφή του τείχους ερευνήθηκε το αρχαιότατο κτήριο που «ομοιάζει προς δρόμον μυκηναϊκού τάφου», τη γνωστή Σπηλιά της Βιτόριζας. Μάλιστα φαινόταν πως το μέρος αυτό είχε προ πολλών ετών ανασκαφεί και δεν είναι καθόλου απίθανο να ήταν εκεί τάφος αρχαιότατος, ίσως προϊστορικός και να είχε συληθεί.

Περισσότερα: :https://argolikivivliothiki.gr/2025/05/27/the-archaeologist-alexander-philadelphus/

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΤΟ ΜΑΝΤΡΑΚΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΠΡΟΚΟΠΗ ΦΟΛΩΚΑ

Έγινε κι αυτό  φωτογραφία του χθες..

 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ (ΑΠΟ ΤΟ 2019)
 
Το μαντράκι του μπαρμπά Προκόπη Φολώκα.

Το τελευταίο μαντράκι που είχε απομείνει στα Μαντράκια. Όλα τα άλλα θάφτηκαν κάτω από τη σταμπωτή ταφόπλακα του εξωραϊσμού και της ανάπτυξης.
Ήταν το μικρότερο μαντράκι, τελευταίο προς τη δύση.
Χρόνια έβαζε κει τη βαρκούλα του ο μπαρμπα Προκόπης, ναυτικός από τους λίγους. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα έβγαινε με το πανί και το κουπί, μηχανή δεν ήθελε ούτε να την βλέπει. Πάντα με το ναυτικό του κασκέτο, έκανε πανί για κολπάδα προς τον όρμο Κουβέρτα, άραζε ακόμη και μισοπέλαγα για να ξεκουραστεί, κι έπαιρνε κάναν ύπνο στ΄ αμπάρι. Ξέχναγε να μαζέψει καμιά φορά το πανί, φουνταρισμένο το σίδερο, έβαζε αέρα, τέζα το πανί, κόντρα το σίδερο, τούμπα η βάρκα! Ο εγγονός του ο Προκόπης τού είχε την έγνοια, κι άμα αργούσε να φανεί το πανί, αμόλαγε να τον βρει.
Το βράδυ στην ταβέρνα του πατέρα μου έλεγε γελώντας τις περιπέτειες: με ψαρέψανε πάλι, αλλά τους είπα: μυαλό δε βάζω, κι ας πνιγώ!
Ένα μεσημέρι, ήρθε να πιει ένα ποτήρι κρασί στο μαγαζί, κι έμεινε ακίνητος στην καρέκλα. Δεν τον πήρε η θάλασσα.
Τη ναυτοσύνη του την πήρε ο γαμπρός του, ο μπάρμπα Αργύρης Καισαρέας. Άφησε τη βάρκα, όταν δεν μπορούσε να μπει πια μέσα. Την πήρε στη συνέχεια ο Ησαΐας, ο Προκόπης κι ο Τάξης. Δεν μπόρεσαν, δεν μπορούν χωρίς τη θάλασσα. Του Τάξη είναι το προτελευταίο σκαρί που εξανάγκασαν να φύγει από τα Μαντράκια για να χωρέσει ένα ακόμη κότερο. Τελευταίο, μετά από αγώνες, το κόκκινο τρεχαντηράκι του Κωσταντή του Νίκα, που αράζει στη θέση που άραζαν οι πρόγονοί του. Το τελευταίο ίχνος του μαγικού κόσμου των Μαντρακιών.
Γέρος ο μπαρμπα Προκόπης ώρες παιδευότανε να σηκώνει και να βάζει στη θέση τους τις πέτρες μετά από σοροκάδα. Αγόγγυστα. Θυμόταν ακριβώς που πάει η κάθε μία. Στην αμμουδιά ήταν μπηγμένη μια μικρή αρχαία κολόνα από κοκκινωπό μάρμαρο. "Η κολόνα του μπάρμπα Προκόπη" που έδενε πριμάτσα στη βάρκα, όταν φύσαγε για να την κρατάει στη μέση της λεκάνης. Μάντρα που φύλαγε τη βάρκα ήταν το μαντράκι. Και ήταν ιερό. Ούτε μεις τα πιτσιρίκια, που δεν αφήναμε πέτρα πάνω στην πέτρα δεν τολμούσαμε να πειράξουμε μαντράκι.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

ΓΙΑΛΑ ΓΙΑΛΑ: Το έθιμο που καταφέραμε να το διατηρήσουμε ζωντανό στο πέρασμα των χρόνων


Πίνακας της  Ανθούλας Λαζαρίδου - Δουρούκου.

Το μοναδικό αυτό  έθιμο που καταφέραμε να το διατηρήσουμε ζωντανό στο πέρασμα των χρόνων θα το ζήσουμε ξανά.

   


Η παλαιότερη φωτογραφία του (πριν το 1920) από το αρχείο της οικογένειας της   Καίτης ΠαπαμιχαήλΠηγή: Δημοτική Βιβλιοθήκη Ερμιόνης.


..Όσο για το ωραιότατο αυτό έθιμο, με τις παλιές γραφικές συνήθειες που το συντροφεύουν, θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση ώστε να μην ξεθωριάσει και σβήσει, γιατί τότε θα χαθούνε για πάντα οι Λαϊκές μας Παραδόσεις, οι οποίες με το συχνό ποτίσμά τους κρατάνε ακόμα θαλερό το αιωνόβιο της Φυλής μας Δέντρο..

Απόσπασμα από το βιβλίο του ΜΙΧ. ΑΓΓ. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ "ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΗΣ" Έκδοση 1988.


Ερμιόνη 1983 το αφιέρωμα της ΕΡΤ στο «Γιάλα Γιάλα»



Θεοφάνια 1983

Το μοναδικό μας έθιμο κατέγραψε με ένα  εξαιρετικό της αφιέρωμα η Ε.Ρ.Τ.. 
1983 η Ερμιόνη του ΛΑΣΟΥ, της κιθάρας.




.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ρόλος (ο) Απο το βιβλίο των Γιάννη Σπετσιώτη – Τζένης Ντεστάκου

 Ρόλος (ο) 

«… δημοτ.: κορώνα ή γράμματα, είδος τυχερού παιχνιδιού, καθ΄ ο αναρρίπτεται στροφηδόν (εξού «στριφτό») εις τον αέρα νόμισμα τι». 

Λεξικό Δημητράκου

Έτσι και ξεστόμιζε τη λέξη ρόλος ο/η Ερμιονίτης/τισσα καταλάβαινες, από το πρώτο κιόλας γράμμα που έλεγε, τη διάθεσή του/της, καθώς και την ψυχική κατάσταση που βρισκόταν, όταν αντιμετώπιζε, όσους το έπαιζαν και ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για κοντινά του πρόσωπα. Διαπίστωνες, αμέσως, αν ενέκρινε το παιχνίδι ή το απέρριπτε, μιλώντας απαξιωτικά για τους παίχτες του. 

− Πού είναι καλέ ο Ν.;
− Πού να είναι, να εκεί κάτω! Παίζει ρόλο!

Μ’ ένα (ρ) τόσο παχύ, συνεχόμενο και δυνατό που ξεχείλιζε από θυμό, αγανάκτηση και απαξίωση.1 Κι άλλες φορές στο ίδιο μοτίβο:

− Βρε, δε ντρέπεσαι να παίζεις στριφτό -η πρώτη συλλαβή συνοδευόταν από ένα υποτιμητικό μορφασμό, με όλους εκείνους! Βρε, είναι παιδιά σου! Θα σε πιάσουν οι πατεράδες τους και αλίμονό σου! Τι θα τους πεις; 

Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη:

− Εσύ να μην ανακατεύεσαι! Να μη μιλάς! Να κάνεις τη δουλειά σου! Ξέρω εγώ τι κάνω!
− Ξεράδια ξέρεις! Αν ήξερες, δε θα τα έκανες αυτά!
− Σκας τώρα ή θα…
− Εγώ σκάω! Εσύ να μην ξαναπαίξεις!

Και κάπου εδώ, τις περισσότερες φορές, τελείωνε η κουβέντα. Αν υπήρχε συνέχεια, τα πράγματα δυσκόλευαν. 

Θυμάμαι, παντρεμένες γυναίκες που είχαν τα κότσια να κατεβαίνουν «στον τόπο» των συνάξεων και να ξεμπροστιάζουν τους άντρες τους.

− Σα δεν έχεις φιλότιμο ολόκληρος άντρας να παίζεις λεφτά με το Ν., που δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του! Έχεις φύγει από το σπίτι 10 ώρες! Αυτή είναι η δουλειά που μου είπες ότι είχες;

Άλλες πάλι τους κοίταζαν από μακριά και όταν τα βλέμματά τους ανταμώνανε έβαζαν μαζεμένο το δάχτυλο (δείχτη) στο στόμα, κουνώντας, απειλητικά, το κεφάλι, χωρίς να πουν κάτι περισσότερο. Ένα απειλητικό αχ! έβγαινε ή η φράση «Έλα στο σπίτι και θα τα πούμε!», αλλά τόσο σιγά, μέσα από τα δόντια, που ούτε καν ακουγόταν. Οι μόνοι που είχαν «ασυλία» ήσαν οι γεροντότεροι, όπως ο Α.Μ., που έπαιζαν, καθώς έλεγαν, «για το καλό»! 

Μεταξύ όμως των παιχτών ο διάλογος ήταν διαφορετικός:

-Πάμε να παίξουμε ρόλο; με ένα «ρ» απαλό και γλυκό, όμοιο με τη διάθεση εκείνου που έκανε την πρόσκληση.

− Πάμε! Ποιοι άλλοι θα είναι;
− Να ο Α, ο Γ, ο Κ κ.λπ.

Γνωστά και μη εξαιρετέα τα πρόσωπα του παιχνιδιού. Κάπου - κάπου ερχόταν και κάποιος νέος παίχτης.

− Πού θα παίξουμε; Να μη μας βλέπουν!
− Κάτω από το σπίτι της κυρα-Φωφώς! Πίσω από το γκρεμισμένο σπίτι της Ερηνάκης!

Κι άλλες φορές:

− Να, εκεί στο λιτρίβι του Τροκαντερού, για να μην φαινόμαστε! Ήταν ένα σπίτι γκρεμισμένο, χωρίς σκεπή, δίπλα στη θάλασσα, στο τέλος της δεκαετίας του 50, ο ξενώνας, σήμερα, του Δημήτρη Σταματίου.