Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Βασίλης Γκάτσος: Θυμάται κανείς και τα παρακάτω;

  

Bill Papas1

Τη μαγεία του πυροφανιού;
Τότε που με μια μαλαστούπα βουτηγμένη στο πετρέλαιο και την πίσσα που είχαμε τσουρνέψει από το καρνάγιο του μπαρμπα Τάσου του Κοκονάκη, Αύγουστο μήνα, έξω έξω πιάναμε σωρό τα τσιρέλια.
Το πρώτο κανονικό πυροφάνι με λάμπα, όταν τα βράχια, τα βένια και τα πεύκα έτρεχαν σας τεράστιες σκιές, σαν ένα μεγάλο θέατρο σκιών.
Τότε που ξαφνικά πηδούσαν σωρό φρίσσες μέσα στη βάρκα, λες και γινόταν βομβαρδισμός.
Τότε που ξένοιαστοι και τραγουδώντας φεύγαμε από τη λιμνοθάλασσα των Ποτοκιών και πιάναμε την άσπρη άμμο, αλλά ξαφνικά η λάμπα άρχιζε να φέγγει τις μεγάλες κυκλικές φυκιάδες που σαν μαύρα διαστημόπλοια μας πλησίαζαν. Μαρμαρωμένοι από τον φόβο όσοι τις πρωτόβλεπαν.


Κάτι ονειρικές νυχτερινές άπνοιες που ακούγαμε στα Μαντράκια τα βελάσματα και τα κουδούνια των κοπαδιών στον Κάμπο των Αγίων Αναργύρων που πήγαιναν για το μαντρί. Το τραγούδι του Μπαλή που άναβε απέναντι στο Καμίνι του Μαυροβουνιού το πυροφάνι.
Κάτι χειμωνιάτικα πυροφάνια με πολύ κρύο, με γάντια στα χέρια και ξούλες στο κεφάλι, που μετά τα μεσάνυχτα κατέβαζε στα Ποτόκια μια πυκνή χαμηλή ομίχλη και σκέπαζε τη θάλασσα. Χανόταν η στεριά, ο βυθός, η θάλασσα, η λάμπα έμοιαζε σαν μια μπάλα διάχυτου φωτός, η πλώρη έσχιζε την ομίχλη, και χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου νομίζαμε ότι πλέαμε στα σύννεφα.
 
Bill Papas Βεντουρή

 
Τα ψαρέματα στα μαντράκια, το πρώτο αγκίστρι από μια στραβωμένη καρφίτσα για μπαλαδάκια, το τουμπάρισμα της βάρκας, το τράβηγμα της βάρκας, το ξύσιμο και βάψιμο της βάρκας, το ρίξιμο της βάρκας, τις περατζάδες με τη βάρκα.
Το άπλωμα και το νετάρισμα διχτυών.

Τα ναυπηγεία του μπάρμπα Γιάννη Κοτταρά, μετά του Γιώργου και του Δήμου, του Απόστολου, μετά του Γιάννη και του Φάνη, του Λούη, του Νικολού, ακόμη και του μπάρμπα Τάσου, γιατί εκτός από το καρνάγιο που είχε, ήταν και ναυπηγός.

Τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που από του πρωί μέχρι το βράδυ αλώνιζαν τα Μαντράκια και δεν μαζεύονταν σπίτι με τίποτα;

Τα παιχνίδια με τα δεκάδες τσίγκινα καϊκάκια, το θαυμάσιο καϊκάκι του Νάργου του Φασιλή, σημαιοστολισμένο και ολόφωτο με μικρά λαμπάκια και μπαταρία, που βυθίστηκε στη μεγάλη ναυμαχία των Μαντρακιών; Τον πετροπόλεμο που ακολούθησε. Την επομένη που αναζητούσαμε με βουτιές στο βυθό τα ναυαγισμένα ανάμεσα σε φουνταρισμένες γάτες.

Θυμάται κανείς τις μυρουδιές στα Μαντράκια;

Τη μυρουδιά της πίσσας, της μπογιάς, του νεφτιού, του κατραμιού, της μοράβιας, στο καρνάγιο του μπάρμπα Τάσου; Της μούργας και του λαδιού από το λιτρίβι του Λαζαρίδη και μετά του δασκάλου μας αείμνηστου Δημήτρη Δουρούκου.
 
  
Βill Papas ΤΡΟΚΑΝΤΕΡΌ


Του πετικιού που έβραζε στο μεγάλο καζάνι για το βάψιμο των διχτυών.
Τη μυρουδιά της μελάνης και του χταποδιού εκεί που τα κοπανούσαμε.
Τη μυρουδιά της τροκάδας, της πορφύρας, των φυκιών που έμενε στο χώμα όταν νετέρναμε τα δίχτυα.

Τη μυρουδιά των διχτυών απλωμένα στις αντένες.

Της ρετσίνας που θόλωνε για μέρες τη θάλασσα, όταν πλέναμε τα βαρέλια.

Τη μυρουδιά από τις εκατοντάδες πλυμαρίες που ξέβραζε στην αμμουδιά η θάλασσα κατά τον Σεπτέμβρη.

Τη μυρουδιά της ιερής δάφνης του Τροκαντερού δίπλα στη μάντρα της Κούλας και της άλλης της τεράστιας που στεφάνωνε τη μεγάλη μάντρα του σπιτιού του.

Αν θυμάστε αυτά, σίγουρα θα θυμάστε πολύ περισσότερα θαυμαστά που συνέβαιναν στους δύο εγγύς της Ερμιόνης όρμους, του Λιμανιού και της Κάπαρης και στα Μαντράκια. Η θάλασσά μας, η ναυτοσύνη μας, η παράδοση, η ζωή μας, ο τρόπος, οι σχέσεις μας, το  παιχνίδι μας.
Ο Ελύτης είπε πως η Ελλάδα είναι ένα πανί, ένα αμπέλι και μια ελιά. Γιατί οι ωραιότερες παιδικές αναμνήσεις του ήταν τότε που έκανε διακοπές στις Σπέτσες και με άλλα πιτσιρίκια παίρνανε μια βάρκα και με κουπιά και πανί έρχονταν στην απέναντι ακτή για μπάνιο. Έζησε αυτή την απόλυτη ελευθερία στο διάφανο τοπίο της περιοχής μας.

Εκεί στη δεκαετία 1960 - 1970 πιστεύαμε ότι ο επισκέπτης, ο τουρίστας (τότε ήταν ακόμη παραθεριστής και περιηγητής), αναζητούσε στον τόπο μας αυτόν τον παράδεισο, αυτόν τον ελληνικό τρόπο που χάνεται στους αιώνες.
 
Όρμοι Ερμιόνης


Αυτόν τον παράδεισο βρήκε και ο Bill Papas και μας τον έδωσε με το θαυμάσιο έργο του. Περισσότερο όμως ο αδελφός που είχε εγκατασταθεί στην Ερμιόνη πολύ πιο πριν από τον Μπιλλ, ένας εξαίρετος άνθρωπος με το χαμόγελο στα χείλη που σύχναζε καθημερινά στη ταβέρνα του Νικολού, παρέα με τους ψαράδες. Ξεκινούσε μόλις έγερνε ο ήλιος, χαιρετούσε θριαμβευτικά τον "Κόμη Ντε Μαρόκο", τον "Μάστρο Κόγκορο", την κυρά "Φανιώ", τον "Τροκαντερό", τον "Λούη" και τερμάτιζε στην παρέα του μπάρμπα Γιάννη, του μπάρμπα Γιώργη, του μπάρμπα Σταμάτη, του Γύπαρη, του Ντελένια, του Αρώνη, του μπάρμπα Θανάση του χοντρού.

Βλέπετε τρία έργα του Μπιλλ. Αυτή ήταν η Ερμιόνη, αυτά ήταν τα Μαντράκια, αυτοί ήταν οι άνθρωποί της θάλασσας, αυτή ήταν η χαρά και η χάρη του τόπου μας.
Τι ήταν αυτό που μας έκανε να αρνηθούμε τον παράδεισό μας;

Τι είναι αυτό που κάνει τον τουρισμό να προβάλλεται μέσω του χαμένου παραδείσου μας, να κάνει σύμβολό του, το κόκκινο τρεχαντηράκι του Κωσταντή μόνο του στα Μαντράκια, τα απλωμένα στον ήλιο χταπόδια, και την ίδια στιγμή στην πράξη να τα απαρνιέται μπροστά στην προοπτική του κέρδους;


Βασίλης Γκάτσος