Photo: Alexandros Katsis/Fosphotos
Ο Ξένιος Ζευς βγήκε παγανιά, το είπαν
οι ειδήσεις. Ψάχνει να βρει παράνομους μετανάστες, να δείξει πόσο
φιλόξενος είναι, τι άλλο; Ακόμα δεν συνήθισα τον ευφημισμό του, κάποια
ευαίσθητη αρχαιολάτρης μέσα μου, μια έφηβη που διάβαζε, ένα παιδί που
πίστευε αντάμα στην Αθηνά, στον Άγιο Βασίλη, στον Ποσειδών και στο
Χριστούλη, στριφογυρίζει ενοχλημένη και μουδιάζει τη σκέψη μου.
Αν είναι εκεί έξω ο Ζευς, εγώ καλύτερα να μείνω μέσα. Να μην
ξανασυναντηθούμε σε τέτοια κατάσταση, δεν υπάρχει λόγος. Έχουμε περάσει
και καλύτερες μέρες μαζί.
Καλύτερα να κάνω μια δουλίτσα ανώδυνη, καθημερινή, να βεβαιωθώ ότι
λειτουργώ κανονικά, να βγάλω κι εγώ παγανιά την κανονικότητα. Να ποτίσω,
ας πούμε, τις γλάστρες. Έχουν φουντώσει από τη ζέστη, τώρα μόλις
αρχίζουν να κιτρινίζουν τα φύλλα του αμπέλωπα. Ή μήπως είναι θηλυκό, η
αμπέλωψ της αμπέλωψης; Να κοιτάξω λεξικό. Να βάλω το Γκουγκλ. Τόσα
πράγματα μπορεί κανείς να κάνει χωρίς να τον αντιληφθεί ο Ζευς, ξένιος ή
άλλος. Δεν είναι κανένας θεός που τα πανθ’ ορά. Τίποτε δεν ορά, φασαρία
κάνει μόνο.
Την άνοιξη που πέρασε, όποτε άκουγα για την επιχείρηση αυτή της
Αστυνομίας, φοβόμουν για την Αφγανή μου φίλη και τα παιδάκια της.
Ερχόταν κάθε Τετάρτη για μάθημα ελληνικών, από την Ομόνοια που έμεναν, η
μαμά κι οι τρεις κόρες της. Οι δυο μεγάλες ήταν δίδυμες, εννιά χρονών,
ολόιδιες. Τις έντυνε ίδια, έμοιαζαν και τα ονόματα, αδύνατον να τις
ξεχωρίσω. Ο μόνος τρόπος ήταν να γράφουν. Είχαν διαφορετικό γραφικό
χαρακτήρα, διαφορετικό τετράδιο, η κάθε μια αποτύπωνε εκεί τη δική της
προσωπικότητα. Ας παραδεχτώ ότι αυτός ο παλιοκαιρίσιος τρόπος να διδάσκω
γραφή και ανάγνωση, με μπόλικη αντιγραφή και επαναλήψεις, μου θύμιζε τα
παιδικά μου χρόνια περισσότερο από τον τρόπο που είχαν μάθει τα δικά
μου παιδιά γράμματα, ο οποίος ήταν πιο μοντέρνος, λιγότερο χειροποίητος,
ας πούμε. Γράφανε αυτά τα