Το ποίημα που έγραψαν οι μαθητές/ τριες του Γυμνασίου Κρανιδίου της Γ’ τάξης εις μνήμη όσων χάθηκαν τόσο άδικα στο δυστύχημα των Τεμπών.
Ποιος ξεκινά πάλι για Πανεπιστήμιο;
Και στη δουλειά, νομίζετε, έχουν όρεξη;
Φως. Ή μάλλον όχι. Σίγουρα όχι.
Πρέπει να μαζέψω και το σπίτι λογικά.
Και τα πράγματα να τα τακτοποιήσω.
Σκοτάδι. Ναι. Γιατί ναι;
Πώς είναι η διάβαση απ΄ το φως στο σκοτάδι;
Κραυγές . Φωνές . Πόνος και στάχτη. Κενό.
Γονείς περιμένουν. Αργήσανε.
Αγωνία. Μια μάνα δακρύζει, το προαίσθημα, βλέπεις.
Είπα ‘’πάρε με όταν φτάσεις’’.
Ακόμα να με πάρεις. Καμία απάντηση. Σιωπή.
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ το σπίτι.
Όνειρα, φιλοδοξίες και ελπίδα.
Τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους.
Όλα καμένα, καλυμμένα απ’ τον καπνό.
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.