Του Δημήτρη Τουτουντζή
Βρισκόμαστε στο 1827,
μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, την καταστροφή που ακολούθησε και την υποταγή
της Ρούμελης ποτέ δεν είχε βρεθεί σε τέτοιαν κατάσταση η υλική δύναμη της
Ελλάδας όσο μετά την απώλεια της Αττικής. Η επανάσταση, είχε περιοριστεί τώρα
μόνο στην Πελοπόννησο. Τα μόνα ισχυρά κάστρα που δεν είχαν καταλάβει οι
Τούρκοι, Ακροκόρινθος και Παλαμήδι τα κατείχαν οι Ρουμελιώτες και η μοναδική
απασχόλησή τους ήταν να πολεμάνε μεταξύ τους, να βασανίζουν και να ληστεύουν
τον κόσμο. Ο άλλος Μωριάς, ήταν στη διάκριση του Ιμπραήμ , που γυρίζοντας από
το Μεσολόγγι, ξανάρχισε τις καταστροφικές του περιοδείες. Η αφόρητη αυτή
κατάσταση, προκάλεσε μεγάλη σύγχυση και πανικό και μια φοβερή αβεβαιότητα για
την τύχη που περίμενε τη χώρα.
Την απελπιστική αυτή κατάσταση, επωφελήθηκε
ο Ιμπραήμ και αποφάσισε να αλλάξει τακτική και με ήπια μέσα, με υπόσχεση για
πεντάχρονη φορολογική απαλλαγή και να τους δώσει βόδια και άλογα και άλλα
ωφελήματα, κατάφερε να παρασύρει στις ΒΔ επαρχίες του Μωριά, τους Αλβανόφωνους
οπλαρχηγούς των κοτζαμπάσηδων με τους ακολούθους τους, καθώς και άλλους, που
είχαν χάσει το θάρρος τους, να προσκυνήσουν τους Τούρκους. Ο κίνδυνος από αυτό
το μίασμα, ήταν πολύ μεγάλος και μόνον ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε τη σημασία του.
Έγραψε στους οπλαρχηγούς και Δημογέροντες της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας από το
Άργος όπου διέμενε, στις 5.6.1827 << ο εφετεινός κίνδυνος είναι
δεινότερος από κάθε άλλον.>> Αναγνωρισμένος από τον