« Πανταχού προσωπίδες και γέλως πανταχού ο χορός κι η χαρά».
Του Γιάννη Λακούτση
Μετά την απελευθέρωση και όταν η Αθήνα πλέον ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι άνθρωποί της γλεντούν με την καρδιά τους την αποκριά. Οι Ευρωπαίοι που διέμεναν στην πόλη, έφεραν τις ιδιωτικές γιορτές στα σπίτια ( μπαλ μασκε) με ευρωπαϊκούς χορούς και μουσική. Αυτά γίνονταν κυρίως στα σπίτια της αριστοκρατίας. «Δεν έχω δει λαό να χορεύει με τόση μανία όση η ελληνική καλή κοινωνία» θα γράψει στο βιβλίο του, « Η Ελλάδα του Όθωνα», ο Γάλλος αρχαιολόγος Έντμοντ Αμπού, το 1852. Ο λαός ξεφάντωνε στους δρόμους και τις πλατείες. Εκεί τριγύριζαν υπαίθριοι θίασοι, ακροβάτες, γαϊτανάκια, και πολλά δρώμενα. «Υπάρχει και άλλο ένα παιχνίδι», συνεχίζει ο Γάλλος αρχαιολόγος, « η προέλευση του οποίου φαίνεται πολύ παλιά και το νόημά του παραμένει άγνωστο. Στερεώνουν ένα κοντάρι καταμεσής του δρόμου και από την κορυφή του, κρεμούν δέκα ή δώδεκα κορδέλες. Οι μασκοφόροι πιάνουν από μια και όλοι μαζί γυρνούν γύρω από το στύλο, όπως τύχει και προς όλες τις κατευθύνσεις, προσέχοντας να μη μπερδέψουν τις κορδέλες». Τη δική της εξήγηση για το νόημα του παιχνιδιού αυτού δίνει η εφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ( 6 Φεβρ.1887): [ Εις την μανίαν δ’ αυτήν της παρωδίας των φράγκικων εθίμων οφείλει την αρχήν του και το γαϊτανάκι, όπερ ουδέν άλλο ήτον εν αρχή η κωμικοποίησης των ευρωπαϊκών χορών και υπαινιγμός, ότι δι αυτών «πλέκεται το γαϊτανάκι» όπερ εσήμαινεν η ερωτοτροπία].
Η συνοικία της Πλάκας, ζούσε τον παλμό των σχετικών εκδηλώσεων. Μασκαρεμένοι η μη οι Αθηναίοι γύριζαν στους δρόμους και πετούσαν στα ανοιχτά παράθυρα φασόλια, ρύζι, κουκιά, ρεβίθια, όπως όριζε το έθιμο, δεν είχαν ακόμα εισαχθεί σερπαντίνες και κομφετί. Αργότερα έφτασε ο χαρτοπόλεμος. Ο πιο μεγάλος συνωστισμός γινόταν στο σταυροδρόμι των οδών Κυδαθηναίων και Αδριανού, όπου και το σπίτι του Γεωργίου Δροσίνη. [ Πόσο χαιρόμουν τα Καρναβάλια τότε απ’ το παράθυρό μου και πόσο θαύμαζα, σαν παιδί, την περίφημη παρέλαση του άρματος με την « Αρπαγή της Ωραίας Ελένης», που ήτανε αρσενικιά και