Η Κεντητική Τέχνη
Από το απλό ανεβατό στο πολυτελές κοπανέλι
Το κέντημα προέρχεται από το ρήμα κεντάω και το κληρονομημένο από την αρχαίαελληνική γλώσσα κεντώ, συνηρημένος τύπος του κεντέω (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα kent). Το ρήμα κεντάω – ώ σημαίνει το πέρασμα με βελόνα χρωματιστών κλωστών σε ένα ύφασμα. Επίσης σημαίνει πιέζω με αιχμηρό αντικείμενο και μεταφορικά, προκαλώ οξύ πόνο σε ένα σημείο. Για αυτό λέμε «με κεντάει ένας πόνος σουβλερός». Σημαίνει και τσιμπώ «με κέντησε μια μέλισσα» λέμε.
Η κεντητική τέχνη ξεκινάει από τους μυθικούς χρόνους, τότε που η βασιλοπούλα Αράχνη υπερηφανεύτηκε ότι υφαίνει καλύτερα από τη Θεά Αθηνά –Εργάνη. Η θεά θύμωσε και τη μεταμόρφωσε στο ζωύφιο αράχνη που υφαίνει τον ιστό της και κρέμεται κρεμασμένη και ταπεινωμένη από αυτόν. Υφάντρα και τεχνίτρα υπήρξε και η βασίλισσα Πηνελόπη της Ιθάκης που ύφαινε το πέπλο της περιμένοντας τον Οδυσσέα. Από εκεί και ύστερα οι γυναίκες πάντοτε κεντούσαν και μάλιστα αριστουργήματα, άλλοτε σαν απασχόληση και άλλοτε για λόγους βιοποριστικούς. Το κέντημα είναι δώρο στην ψυχή της κεντήστρας. Γεννάει συναισθήματα θαυμασμού και ευχαρίστησης. Αφυπνίζει τη φαντασία και είναι εργασιοθεραπεία, καλλιτεχνία, μεράκι, δημιουργία, συνεργασία κ. α. Τα είδη κεντήματος είναι αρκετά: σταυροβελονιά, βυζαντινή, ψευτοβυζαντινή, λασέ, φυλτιρέ, μιλάν, πουάν ντ’ όμπρ, κοφτό, πλακέ, ελεύθερη αττικής (ρίζα), ριχτό, ανεβατό, ροκοκό, ρισελιέ, λευκαδίτικο, λαυκαρίτικο (Κύπρος), αργαλιός, κομπελέν, κορδόνι κ.α. Τα κεντήματα έπαιρναν το όνομά τους άλλοτε από τον τόπο και άλλοτε από τον τρόπο κεντήματος.
Τα μικρά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για κέντημα ήσαν: βελόνες σε διάφορα μεγέθη, βελονάκι, σαΐτες, καρφίτσες, κουσούνι (μαξιλαράκι).
Η πιο εξευγενισμένη μορφή κεντήματος είναι η δαντέλα. Η παράδοση λέει ότι η πρώτη δαντέλα είναι το δίχτυ του ψαρά. Οι δαντέλες διακρίνονται σε γκιπούρ, σκρουντζ, σαντιγύ, ατραντέ, κορδονέ, μποπέν και κοπανέλι. Το τελευταίο έχει εξέχουσα