Του Γιάννη Μακριδάκη
Σήμερα πέρασα από μια γειτονιά της πόλης και πήρε το μάτι μου τον Μιχαλιό, να στέκει αγέρωχος εμπρός στο αυτοκίνητο πλανόδιου μανάβη και να ψωνίζει κατιτίς. Ο πιο ονομαστός λαμπαδώρος στα γριγριά της Χίου και της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής ήτανε σ’ όλο τον βίο του. Τον αφήνανε μεσοπέλαγα μες το βαρκάκι, έπιανε αυτός τη μαλαστούφα και το πετρέλαιο, άναβε τη λάμπα, έβαζε κι ένα ραδιοφωνάκι να παίζει και καθότανε αραχτός στην πρύμη. Πού και πού σηκωνότανε και πήγαινε κατάπλωρα να σκύψει, να δει από κάτω αν μαζεύτηκε η ψαριά. Το αφεντικό, με το γρι γρί το υπόλοιπο, ήτανε κάνα δυο μίλα μακριά απαγκιωμένοι σε κάποια βάλα και περιμένανε ν’ ακούσουνε τη μπουρού του Μιχαλιού να τους ειδοποιεί, να τρέξουνε. Ο Μιχαλιός δεν βιαζότανε. Ήξερε. Καθότανε μες στα μαύρα σκοτάδια του πελάγους και φωτιζότανε μονάχα αυτός από τη λάμπα, σαν ηθοποιός σε μαύρο φόντο, σαν να μην ύπαρχε τίποτα άλλο εκτός από εκείνον σε όλο το στερέωμα.
Φέτος σε μια από τις εκδηλώσεις που πήγα, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ τώρα πού, κάποιος άνθρωπος που γνώρισα μου είπε πως σαν ήτανε παιδί είχε κάνει κι εκείνος λαμπαδώρος, πως έπαιρνε τα βιβλία του και διάβαζε για το σχολείο μες στη βάρκα, κάτω από το φως της λάμπας που ψάρευε, και πως ακόμα θυμάται την παράξενη και πολύ δυσάρεστη αίσθηση τού να είσαι η μόνη εικόνα που φαίνεται μες στη θάλασσα, τού να μη βλέπεις απολύτως τίποτα
Σήμερα πέρασα από μια γειτονιά της πόλης και πήρε το μάτι μου τον Μιχαλιό, να στέκει αγέρωχος εμπρός στο αυτοκίνητο πλανόδιου μανάβη και να ψωνίζει κατιτίς. Ο πιο ονομαστός λαμπαδώρος στα γριγριά της Χίου και της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής ήτανε σ’ όλο τον βίο του. Τον αφήνανε μεσοπέλαγα μες το βαρκάκι, έπιανε αυτός τη μαλαστούφα και το πετρέλαιο, άναβε τη λάμπα, έβαζε κι ένα ραδιοφωνάκι να παίζει και καθότανε αραχτός στην πρύμη. Πού και πού σηκωνότανε και πήγαινε κατάπλωρα να σκύψει, να δει από κάτω αν μαζεύτηκε η ψαριά. Το αφεντικό, με το γρι γρί το υπόλοιπο, ήτανε κάνα δυο μίλα μακριά απαγκιωμένοι σε κάποια βάλα και περιμένανε ν’ ακούσουνε τη μπουρού του Μιχαλιού να τους ειδοποιεί, να τρέξουνε. Ο Μιχαλιός δεν βιαζότανε. Ήξερε. Καθότανε μες στα μαύρα σκοτάδια του πελάγους και φωτιζότανε μονάχα αυτός από τη λάμπα, σαν ηθοποιός σε μαύρο φόντο, σαν να μην ύπαρχε τίποτα άλλο εκτός από εκείνον σε όλο το στερέωμα.
Φέτος σε μια από τις εκδηλώσεις που πήγα, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ τώρα πού, κάποιος άνθρωπος που γνώρισα μου είπε πως σαν ήτανε παιδί είχε κάνει κι εκείνος λαμπαδώρος, πως έπαιρνε τα βιβλία του και διάβαζε για το σχολείο μες στη βάρκα, κάτω από το φως της λάμπας που ψάρευε, και πως ακόμα θυμάται την παράξενη και πολύ δυσάρεστη αίσθηση τού να είσαι η μόνη εικόνα που φαίνεται μες στη θάλασσα, τού να μη βλέπεις απολύτως τίποτα