Δημήτρης
Τουτουντζής
Από τις 15 του Δεκέμβρη ίσαμε τον Μάρτη, οι κουρσάροι
τριγυρίζουνε στα νερά της Πάρος και της Αντίπαρος, της Νιός και της Μήλος.
Ύστερα πάνε κατά τους Φούρνους (μικρά νησιά στο πέρασμα ανάμεσα Σάμο και
Ικαρία), και χώνουνται κάτω από τα ψηλά βράχια και βάζουνε ένα καραούλι
(φρουρό) απάνω στο βουνό με μια μικρή σημαία, για να δίνει σινιάλο αν δει
κανένα καράβι. Μόλις φανεί κανένα, βγαίνουνε παρευτύς στα πανιά στο κανάλι της Σάμος και το
πιάνουνε.
Τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού φωλιάζουνε στην Ικαριά
και στο Γαϊδουρονήσι, κ’ κει κάνουνε τη δουλειά τους. Κατά τον Ιούλιο, πάνε στα
νερά της Κύπρου. Σαν μάθουνε πως βρίσκουνται στη Ρόδο καράβια τούρκικα ή αλτζερίνικα,
ευτύς πιάνουνε τα νερά της Αλεξάνδρειας, γιατί είναι ρηχά και δεν μπορούνε να
πάνε γιαλό τα μεγάλα μπάρκα. Κατά το φθινόπωρο πάνε κατά την ακρογιαλιά της
Συρίας, κ’ εκεί κουρσέβουνε με τις βάρκες τους που είναι αρματωμένες με πολλά
κουπιά.
Μπαίνοντας ο χειμώνας, γυρίζουνε πίσω στο Αρχιπέλαγος, κ’
κει κόβουνε βόλτες ως να μπει καλά ο χειμώνας, και τότε μπαίνουνε σε κανένα
λιμάνι. Αν πιάσουνε κανένα καράβι ερχόμενο από τη Μαύρη Θάλασσα φορτωμένο
κερεστέ (ξυλεία), το πάνε σε κανένα μεγάλο νησί και το πουλάνε. Μα σαν πιάσουνε
κανένα καράβι που έρχεται από την Αλεξάνδρεια, φορτωμένο ρύζι, καφέ, ζάχαρη,
φασόλια, φακές, μπαχάρια, πανικά και
τέτοια, τότε γίνεται μεγάλο πανηγύρι.
Να σας πω τώρα τα ονόματα των κουρσάρων που τριγυρίζανε στον
καιρό μου σ’ αυτές τις θάλασσες. Το καράβι που ήμουνα μέσα το λέγανε ‘’Αγία
Ελένη’’, κ’ είχε δυό καπετάνιους, τον Γκιουζέπε Πρετιόζι και τον Άντζελο Φραντζίσκο, κ’ οι δυό από την Κόρσικα.