Του Άρη Δαβαράκη

emprosnet 
Με σταμάτησε Πανεπιστημίου και Σίνα ένας πολύ συμπαθής και ευγενικός κύριος με βερμούδα και σαγιονάρες να με ρωτήσει πού είναι η αφετηρία τού Ε22 που πάει Σαρωνίδα. Εγώ την ήξερα τη στάση Σίνα και Βησσαρίωνος, χρόνια τώρα, έχει όμως αλλάξει πρόσφατα και τώρα η αφετηρία είναι στο μετρό «Ελληνικό», στη Βουλιαγμένης, εκεί περίπου που ήτανε παλιά το διεθνές αεροδρόμιο. Ψάξαμε μαζί, ενημερωθήκαμε (αγγλικά μιλούσε ο συνάνθρωπος αλλά ήταν Βαλκάνιος, σαν και μένα που επίσης αγγλικά μιλούσα) και μπήκαμε μαζί στο όχημα όταν, επιτέλους, το εντοπίσαμε.
Μέσα από τη Γλυφάδα βγήκαμε παραλιακή και ο ευγενικός και συμπαθέστατος συνταξιδιώτης μου έδειχνε πολύ εντυπωσιασμένος. «All this sea» έλεγε και ξανάλεγε, «all that beauty - and you still have problems? How? Why?». Άντε τώρα να εξηγήσεις στο συνάνθρωπο (και συμπατριώτη, με την ευρύτερη έννοια, Ευρωπαίο) ότι εδώ δεν είναι πια Βαλκάνια, δεν είναι πια παίξε-γέλασε, είναι Ελλάδα μασίφ απομονωμένη και είναι και κάμποσα χρόνια που ούτε παίζει ούτε γελάει πια κανένας επισήμως εδώ -εκτός απ’ αυτούς που βγάζουνε κι άλλα λεφτά στην καμπούρα μας, ακόμα και τώρα, ακόμα και την ώρα της μεγάλης δυσκολίας- και μερικούς ακόμα άσχετους και αμέριμνους χαρακτήρες, καλή ώρα, που ξέρουν πως ρόδα είναι και γυρίζει και πως άμα γυρίσει ο τροχός, θα γ@μήσει κι ο φτωχός.
«Και πού να δεις τα νησιά μας», του είπα, «πού να δεις τα βουνά μας, πού να δεις το Ιόνιο και τις Κυκλάδες, τη Χαλκιδική, την Κρήτη, τη Χίο και τα Δωδεκάνησα, πού να δεις τη Νίσυρο και την Αμοργό, την Εύβοια, τις Σποράδες, τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο ολόκληρη, τις Πρέσπες και τα Ζαγοροχώρια, το Πήλιο, την Πάτμο, τη Σύρο, την Άνδρο, τη Σαντορίνη, τη Μύκονο, την Τήνο, την Κάσο και την Κίμωλο, την Πάρο, την Αντίπαρο, πού να δεις την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, τη Λευκάδα και την Κέρκυρα, τα Ψαρά και τις Οινούσσες, τη Χάλκη, τη Ρόδο, πού να δεις το Λιβυκό Πέλαγος, τον Παρνασσό, τα Χανιά, τ’ Ανώγεια, τον Όλυμπο, τον Ψηλορείτη, τον Πλαταμώνα, τη Σαμοθράκη, τη Σκύρο, τους Δελφούς, τη Σίφνο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, τα Κουφονήσια, την Ύδρα, την Κω, το Πόρτο Χέλι, την Ικαρία, τις Σπέτσες, τη Θάσο, τη Μυτιλήνη, πού να δεις τα Γιάννενα, την Πάργα, το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, τη Νάξο, την Τήνο, το Καστελλόριζο…».
Στο Καστελλόριζο με διέκοψε, αφενός μεν διότι με είχε πιάσει μια πολυλογία τοπωνυμίων ακατάσχετη που δεν οδηγούσε και πουθενά την - ας την πούμε - συζήτηση, αφετέρου διότι είχε δει το διάγγελμα του ΓΑΠ στην τηλεόραση της πατρίδας του και ήξερε και για την ΑΟΖ, όχι πολλά πράγματα, ότι κάτι παίζεται με τους Τούρκους στο περίπου, είχε όμως μια εικόνα ο γείτονας: Πρωθυπουργός σε μικρό νησάκι αναγγέλλει μεγάλα και σπουδαία πράγματα και μετά έρχεται το Δ.Ν.Τ. και η Μέρκελ και ο μεν πρωθυπουργός το σκάει με ελαφρά πηδηματάκια, ο δε λαός του, οι Έλληνες, νιώθουν για άλλη μια φορά στο πετσί τους την ουσία της τραγωδίας που, ως γνωστόν, γεννήθηκε και στον τόπο τους και έχουν από αρχαιοτάτων χρόνων μια γερή σχέση μαζί της.
Θέλησε να μάθει τι, τέλος πάντων, συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη και από εκεί που η Ελλάδα έδειχνε (τουλάχιστον στα μάτια των γειτόνων Βαλκανίων) να ευημερεί σχεδόν ξεδιάντροπα, βρέθηκε πτωχευμένη (στην ουσία) με απανωτά μνημόνια, φριχτή ανεργία, στεγνές τράπεζες, κατεβασμένα ρολά, κατασχέσεις και φτώχεια καταραμένη. Μου ζήτησε να του εξηγήσω. Του είπα εν ολίγοις ότι δεν μπορώ να του εξηγήσω διότι ούτε εγώ έχω καταλάβει και αποχαιρετιστήκαμε διότι πλησίαζε η στάση που θα κατέβαινε - η Γαλάζια Ακτή - όπου και είχε ραντεβού με την κοπέλα του να περάσουνε τη μέρα τους μαζί, δίπλα στο κύμα.
Εγώ κατέβηκα μια στάση μετά, στην Κυκλάδων, όπου και εγώ είχα ραντεβού με αγαπημένους φίλους και καλή παρέα, να κολυμπήσω και να απολαύσω την ωραία αυγουστιάτικη μέρα. Και να σας πω την αμαρτία μου, αφού βούτηξα στη θάλασσα και κολύμπησα λιγάκι και ξεθόλωσα, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για άλλη μια φορά: Γιατί μια τόσο κούκλα χώρα, σαν τη δική μας, περνάει τέτοιο λούκι την ώρα που και μόνο τον τουρισμό της να οργάνωνε καλά, θα περνούσε χειμώνα - καλοκαίρι ζωή χαρισάμενη;
Ξέρω, δεν είναι καθόλου πρωτότυπη η απορία μου. Αλλά για άλλη μια φορά, έτσι χαλαρά, πλάι στο κύμα, αναρωτήθηκα: Γιατί δεν είμαστε η πρώτη τουριστική δύναμη του κόσμου, συμπληρωμένη από πολλές ανεμογεννήτριες, φωτοκυψέλες και καλή ενέργεια, αγαπητική, χαμογελαστή και γηράσκουσα αεί διδασκόμενη;
Γιατί γ@μώ τον μπελά μου;

Φωτογραφία: Ερμιόνη του Άρη Καλογερόπουλου