Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η Αθήνα και μεις

Η Αθήνα ήταν ΑΘΗΝΑ, όταν η νεολαία ως φορέας Παιδείας και Πολιτισμού κατοικούσε στο κέντρο της.

Του Βασίλη Γκάτσου
Πριν το 1967 όλα τα τμήματα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου Αθηνών βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας και λίγο πάρα κάτω η Πάντειος. Να προσθέσουμε και το Γαλλικό Ινστιτούτο, την Ελληνοαμερικανική Ένωση και ένα σωρό άλλα. Τα μεγαλύτερα Φροντιστήρια βρίσκονταν ομοίως στο κέντρο. Το κέντρο της Αθήνας ξεχείλιζε από την «μαθητιώσα και σπουδάζουσα νεολαία». Μετά τα μαθήματα, αλλά και στο ενδιάμεσο, γέμιζαν τα καφενεία, οι καφετέριες, τα πάρκα, οι πλατείες, οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, με τα νιάτα όλης της Ελλάδας. Η Αθήνα αυτής της εποχής, ήταν τα νιάτα, που φυσικά, ως φορείς νέων μηνυμάτων και ανησυχιών αναστάτωναν γόνιμα το κέντρο της και δεν εννοώ με τις διαδηλώσεις τους αλλά το σύνολο των εκδηλώσεων της καθημερινής ζωής τους με κύριο αυτή καθ’ αυτή τη φυσική τους παρουσία. Ήταν εποχές ήθους και αξιοκρατίας, τόσο στα ιδρύματα Ανωτάτης Εκπαίδευσης όσο και στα Φροντιστήρια. Και γράφω Φροντιστήρια με κεφαλαίο, γιατί πέρα από την άριστη γνώση που πρόσφεραν ως προετοιμασία για πολύ δύσκολες και ανταγωνιστικές εξετάσεις, ήταν αίθουσες παιδείας, λόγω της πνευματικότητας των φροντιστών. Εμείς, οι εξ Ερμιονίδας πήγαμε σχεδόν όλοι στο ίδιο Φροντιστήριο και στην Έκθεση είχαμε
καθηγητή τον κύριο Γεωργουσόπουλο, στην Άλγεβρα τον αείμνηστο Γιώργο Κοντογιώργη ο οποίος ήταν ο μεγάλος ποιητής μας με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Έκτορας Κακναβάτος τον οποίο ήξερε από το έργο του ο κύριος Γεωργουσόπουλος αλλά δεν ήξερε ότι ήταν ο συνάδελφός του της Άλγεβρας! Ιδιοκτήτες του Φροντιστηρίου ο Τσάτσας και ο Σταυρόπουλος, ο πρώτος Φυσικός, ένας πράος σοφός άνθρωπος, και ο δεύτερος ένας εξαιρετικός Γεωμέτρης, πανέξυπνος, εκρηκτικός και καλοκάγαθος. Όλοι τους ταλαιπωρημένοι σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, αλλά εμείς δεν ξέραμε τίποτα, ούτε και υποπτευόμαστε κάτι, όμως τους θαυμάζαμε και κρεμόμαστε από τα χείλη και τη σοφία τους και την αγάπη για τον άνθρωπο.
Το πρώτο μέλημα λοιπόν της Χούντας ήταν να ξηλώσει από το κέντρο τα νιάτα και να τα αποδιώξει στη περίμετρο της Αθήνας. Έτσι με το πρόσχημα των καλύτερων αιθουσών και εργαστηρίων έγινε η πολυτεχνειούπολη και πανεπιστημιούπολη, και στα γρήγορα κατοικήθηκαν, αφού η σπουδή ήταν τόση που αρχικά μετέτρεψαν σε αίθουσες διδασκαλίας τα γυμναστήρια τύπου στρατιωτικού τολ. Πραγματικές άχρωμες ‘πόλεις’ φοιτητών, με καταθλιπτικά κακόγουστα κτήρια. Και μετά τη Χούντα το πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο συνέχισε με την ίδια σπουδή την μεταφορά – εξορία των φοιτητών από το κέντρο της πόλης.
Καθαρή πλέον η πόλη παραδόθηκε στους πολίτες, στη δημοσιοϋπαλληλική κάστα των ατέλειωτων υπουργικών κτηρίων και στο περιθώριο. Μόνο που πλέον η ΑΘΗΝΑ έπαιρνε για τα καλά την πορεία της να γίνει η σημερινή Αθήνα. Αυτό γίνεται όταν από το δημόσιο χώρο εξορίσεις τα σχολεία και τις σχολές. Φανταστείτε μια αρχαία Αθήνα με τα γυμναστήριά της, τα σχολεία της και τις φιλοσοφικές σχολές της στο Μενίδι.

Δυστυχώς αυτή η πολιτική απλώθηκε και στα χωριά μας, λες και μας ενοχλούσε το γέλιο των παιδιών. Στην Ερμιόνη το θαυμάσιο σχολείο του Μπιστιού έγινε Δημαρχείο για να στεγάσει τη κοινοτική γραφειοκρατία. Τα γέλια που σκόρπιζαν τα παιδιά στο διάλειμμα, στη γυμναστική, στο σχόλασμα, αντηχούσαν σ’ όλο το χωριό. Ερχόσουν από τα κτήματα και ήδη από τη Μαγγούλα αντιλαλούσαν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών στο σχολείο του Μπιστιού. Σήμερα είναι όλα ουσιαστικά εκτός οικισμού. Και στο Πορτοχέλι ζητάνε ένα κομμάτι στο κτήμα του παλιού αεροδρομίου να πάνε εκεί το σχολείο.
Προσέχετε. Από τότε που βγάλαμε όλα τα ζώα από τα σπίτια μας εξαφανίζοντας συνάμα και τις αυλές μας, από τότε που θάψαμε με τσιμέντο τις παραλίες μας και τα μαντράκια εξορίζοντας και τις δραστηριότητες των ψαράδων μας, από τότε που βγάλαμε εκτός οικισμού τα ξυλουργεία και τα λιοτρίβια, από τότε που εξορίσαμε τους μαθητές εκτός χωρίου, αυτό που έμεινε δεν είναι χωριό και πόλη αλλά οικισμός. Χάθηκαν οι ήχοι της συλλογικής ζωής μας.

Έρρωσθε,

Βασίλης Γκάτσος