Όταν ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου αποτελούσε αντικείμενο αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων.
«Μετ’ ολίγον η εκκλησιαστική τελετή τελειόνει. Αλλ’ οποία ήτο η έκπληξις των παρευρεθέντων, όταν παρετήρησαν ότι οι ιερείς ούτε εμνημόνευσαν εκείνους, υπέρ των οποίων συνήλθον, εκείνους, οίτινες εθυσίασαν την ζωήν των υπέρ της πατρίδος και υπέρ αυτής της θρησκείας… Αλλ’ ας μας συγχωρηθή να διευθύνωμεν εις τον Γραμματέα των Εσωτερικών
τας εξής ερωτήσεις. Αφού ο Αρχηγός του Κράτους καθιέρωσε δια διατάγματος την 25 Μαρτίου ως ημέραν μνήμης δια τους πεσόντας ήρωας, δια ποίον λόγον αυτός,
επιτετραμμένος την εκτέλεσιν, δεν ενεργεί το ρηθέν διάταγμα, αλλά προσπαθεί να εμποδίση την ενέργειαν; Αφου η Α Μεγαλειότης δια της παρουσίας της εις
την εκκλησιαστικήν τελετήν, ενέκρινε την εορτήν και εξέφρασε την Βασιλικήν του θέλησιν να εορτασθή, διατί ο κύριος Γραμματεύς δεν την εγκρίνει και δεν εκτελεί την υψηλήν ταύτην θέλησιν;».
( εφημ. ΑΘΗΝΑ 1 Απριλίου 1839).
Η 25η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως εθνική εορτή με Βασιλικό Διάταγμα της 15 Μαρτίου 1838.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, μέχρι το 1843, ο εορτασμός δεν θα είναι ομόψυχος, αλλά θα αποτελέσει αντικείμενο αντίπαλων εορτασμών και αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων.
Η αντιοθωνική πλευρά, στην πλειονότητά τους νέοι, κάνουν τη δική τους γιορτή με μνημόσυνο στην εκκλησία της Καπνικαρέας και με γλέντια σε σπίτια.
Το 1841 το επίκεντρο του εορτασμού είναι οικία στην οδό Αιόλου κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που ήταν τότε Μητροπολιτικός ναός, αφού η σημερινή Μητρόπολη κατασκευάστηκε στα χρόνια 1842-1862.
Διάφορες συμβολικές εικόνες κοσμούσαν τους τοίχους της οικίας αυτής. Μία εικόνα του Αδαμαντίου Κοραή, γνωστού για τις αντιμοναρχικές ιδέες.
Παραδίπλα, μια παράσταση με πλοίο χωρίς πηδάλιο, που το χτυπούσαν φουσκωμένα κύματα.
Άλλη μια με τράγο να κατατρώει αμπέλι και από κάτω μια επιγραφή πού έγραφε: « Κι αν με φάγης ως την ρίζαν εγώ πάλιν θα βλαστήσω / και τους όσους θα σε φάγουν με ζωμόν μου θα ποτίσω».
Ο τράγος παρίστανε την Βαυαροκρατία που έτρωγε το αμπέλι- Ελλάδα και το πλοίο παρίστανε την Ελλάδα να πλέει ακυβέρνητη.
Με εντολή του Υπουργού Εσωτερικών καταφθάνει στο «αντικαθεστωτικό άντρο» ο περιβόητος μοίραρχος Αθηνών, Τσίνος, « ο θρασύς εις το να δέρη υπό προφάσεις τους αόπλους πολίτας εις τα καφενεία περιστοιχισμένος από χωροφύλακας» και προχωρεί σε δεκατέσσερις συλλήψεις.
Ανάμεσά στους συλληφθέντες βρίσκεται ο νεαρός ποιητής Θεόδωρος Ορφανίδης και ο Ζήσης Σωτηρίου, ο οποίος αργότερα ως αρχαιοφύλακας θα απαιτήσει το 1875 την επιστροφή των μαρμάρων, με επιστολή του στο Βρετανικό Μουσείο.
Στις 13 Οκτωβρίου γίνεται η δίκη. Ο ποιητής Θ.Ορφανίδης ζήτησε και πήρε την άδεια να απολογηθεί έμμετρα: «Δικασταί! Της ενοχής μας πού υπάρχει το σημείον; / Ποία ύβρις ετελέσθη; ή το έγκλημά μας ποίον;/ Ηθελήσαμεν με πλοίον εις μικράς εικόνος είδος / ν’ αναμνήσομεν τας τότε περιστάσεις της πατρίδος./ Δεν υβρίσαμε κανέναν, με σκοπόν αθώον μάλλον / παρεστήσαμεν τον τότε της Ελλάδος μέγαν σάλον…/ Εικών άλλη μικροτέρα εφ’ ης τράγος βαθυπώγων / θάλλοντας βλαστούς και φύλλα γηραιάς αμπέλου τρώγων./ Παρίστατο δεξιόθεν παρ’ εμού δε συνθεμένον / υπ’ αυτήν τον στίχον τούτον είχεν επιγεγραμμένον / « κι αν με φάγης ως την ρίζαν εγω πάλιν θα βλαστήσω / και τους τόσους θα σε φάγουν με ζωμόν μου θα ποτίσω»./ Την εξήγησιν και ταύτης ευρισκόμενος εν μέσω / φυλακής ή ελευθερίας, προλαμβάνω να εκθέσω… / Η Πατρίς είναι το κλίμα και ο τράγος είναι όσοι / θέλησαν κατά αιώνας δούλην των να την ιδώσι / και κατέφαγον αλύπως τους βλαστούς της ένα ένα / κι είδαν όλα του κορμού της τα κλαδία γυμνωμένα…/ Αυταί ήσαν αι εικόνες! Οι δε θεαταί δεν είδον / ουδ’ Ερμήν χωλόν με δέσμην βαρυτάτων αλυσίδων / ( ως το βούλευμ’ αναφέρει) ουδέ άλλο τι γελοίον, / το οποίον να εμπαίζει της αρχής το μεγαλείον…».
Οι Δικαστές μετά από σύσκεψη τεσσερισήμισι ωρών απαλλάσσουν τους κατηγορούμενους εκτός από έναν τον οποίον καταδικάζουν « εις ένός και ημίσεως μηνός φιλοφρόνησιν εν Μενδρεσέ».
Γιάννης Λακούτσης