Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

μικρά γράμματα


πάντα σκόνταφτα σε κείνη την εντοιχισμένη ομπρελοθήκη, μπαίνοντας στο σπίτι της γιαγιάς από την πίσω πόρτα της αυλής

το επιπόλαιο πετύχημα, αποτυπωνότανε με τη σειρά εμφάνισης

πρώτα στο μέτωπο, αργότερα στο μπράτσο, μετά στο τροφαντό μπουτάκι και τώρα πιά,
στο τριχωτό καλάμι, πούχει κάνει χώρο για την αναμενόμενη εναλλαγή από το κόκκινο στο μπλε, το μωβ και το πρασίνισμα πριν σβήσει κιτρινίζοντας   

και σήμερα,
πέντε μέρες μετά το σακατευτικό χτύπημα του θυμωμένου αρχηγού των γιγάντων, γιού του Τάρταρου και της Γης
και το κατευόδιο της πιο αφράτης και γλυκομίλητης γιαγιάς του κόσμου,
που βρέθηκε εύκαιρη στο διάβα του και την λιμπίστηκε για παστιτσέρα στο πατρικό του,

το μόνο που έμεινε όρθιο απ΄ όλο το νοικοκυριό της, ήταν εκείνη η λατρεμένη κακοτεχνία του παππού,
που σε καλωσόριζε σα φάρσα στο έμπα και σε παρηγόραγε το κέρασμα κεντημένο -αντί για τη γνωστή καλημέρα- σε καδράκι,
«θα περάση κι αφτό»,
που ήταν κι η αγαπημένη της ατάκα κι αναρωτιέμαι αν μπήκε τυχαία εκεί, ή ως συνωμότης της παρεξηγημένης ομπρελοθήκης,
αφού το προσκυνούσες σαν εικόνισμα σηκώνοντας το κεφάλι, μετά την αυτόματη μετάνοια εντοπισμού κι εντριβής του βαβά

κι είχε τον τρόπο της πάντα η γιαγιά Ασπασίαόνομα και πράμα- να κάνει τα πικρά-γλυκά και να σου φτιάχνει τη μέρα με την καλή της την κουβέντα και τα καμώματά της (τα χειροποίητα καλούδια της αξιομνημόνευτης κουζίνας της) ·




δεν έφερε αδικαιολόγητα το χαϊδευτικό «Καλημέρα», τίτλος που της απονεμήθηκε απ΄ όταν δροσερή κοπελούδαμοσχαναθρεμμένη με γαλλικά και πιάνο- ετοίμαζε πρωινό για τους φιλοξενούμενους τής πάλαι ποτέ- πανσιόν «Κονάκι» του θείου της Αντώνη,
από νωρίς,
για να τα προλαβαίνει όλα της τα μελήματα και να μην έχει κανείς παράπονο γι΄ αυτή της την «παραξενιά», που με τόσο νοιάξιμο και μεράκι υπηρέτησε αφοσιωμένη, μέχρι που μπαμπάκιασε η κεφαλή και κουραστήκανε τα μάτια της και βρήκε διέξοδο στη σκέψη και τη μιλησιά, η νοστιμάδα κι η αγάπη που περίσσεψε
 
κι αργότερα, αφού είχε τη χάρη, ήρθ΄ ο καιρός να πάρει και τη γνώση
( στην πιο φημισμένη -από τότε- σχολή Le Cordon Bleu Paris, στην παλιά διεύθυνση rue du Champ de Mars,
κοντά στον Πύργο του Άιφελ
και στη -μεγαλοκοπέλα πιά- Ζηνοβία, πρώτη ξαδέρφη δεκαεπτά χρόνια μεγαλύτερη
-που αμέσως μόλις ορφάνεψε υιοθετήθηκε από τον άτεκνο νονό της τον αρχιτέκτονα, που είχε παντρευτεί μιά γαλλίδα φιλάσθενη αλλά καλοβαλμένη κι ευκατάστατη-
κι είχε βιός πολύ να διαφεντέψει η Ζηνοβία και την σεργιάνιζε στα πιο εκλεκτά στέκια,
όπου γοήτεψε παπούτσι από τον τόπο της, τον περιζήτητο γαμπρό Φαίδωνα Δουκάκη, γιατρό και ζωγράφο,
που την κυνήγησε καιρό για να την πείσει ότι δε θα χρειαστεί ν΄ απαρνηθεί τα όνειρά της
και τελικά την ακολούθησε στο μεγανήσί της και αξιώθηκαν βίον ανθόσπαρτον )

και φρόντιζε για όλο και περισσότερους –όχι απλά ικανοποιημένους, αλλά ευγνώμονες- πελάτες κορυφαίων τοπικών επιτούτου μικρών- ξενοδοχειακών μονάδων
(ανάμεσα στα δεξίματα από πέντε κουτσούβελα), σαν οικοδέσποινα κι όχι σαν εργαζόμενη,

μα πάντα και μόνο το πρωί, σαν καλημέρα κάθε μέρα και σαν νεράιδα-φυλαχτό


Inline image

και μοσχοβόλαγε εύνοια από καθαρή έγνοια ο φρεσκοκομμένος καφές της
κι απολαμβάνανε ανακούφιση τα μέσα σου με τα ροφήματα από τα διαλεχτά βοτάνια της που λειτουργούσαν αντισκοτουρικά,

σου μαλακώναν τις ρυτίδες τ΄ αχνιστά καλοψημένα φρατζολάκια της
και σου λυτρώνανε τις πεθυμιές οι αρωματικές λαχταριστές της πίτες,

σου στήριζαν με ειλικρινή συμπαράσταση τις κλονισμένες σταθερές τ΄ αληθινά της κρουασάν χωρίς μπερδέματα
κι οι ξακουστές μπουγάτσες της με ντόπια τυριά ή με μιά κρέμα-αμβροσία,
τ΄ αφράτα κέικ της και το βάλσαμο ρυζόγαλό της με ξύσμα πορτοκάλι,

σου ευχόταν καλημέρα και σου την υποσχόταν με τις ζεστές ξεροψημένες τηγανίτες της, ραντισμένες με θυμαρίσιο μέλι,
ή αλειμμένες με τις μου-τρέχουνε-τα-σάλια μαρμελάδες της, που σε πλημμύριζαν ευδοκία

και χόρταινες μαμακίσια κανακέματα με τα στρουμπουλά τηγανόφωμά της και το μυρωδάτο κακάο ·

 

λιγωνόσουν μ΄ ευχαρίστηση από την τόση απλοχεριά αγάπης κι αφιέρωσης, που ορκιζόσουν πως δεν θα την κακοκάρδιζες ασχημίζοντας τη μέρα σου


κι έφευγες χαμογελαστός σαν τυχερός κι εφοδιασμένος, ελπιδοφόρος κι οριστικά παρηγορημένος,
σίγουρος ότι θα σε φυλάν οι ευωδιαστές και ψυχωμένες αγκαλιές τής ευλογημένης της προσπάθειας-αντίδωρου για τον καθένα ξεχωριστά,

μέχρι νάρθει κι η αναποδιά, που θα περάσει κι αυτή, καθώς έλεγε στη γύρα της να μοιράσει τις καλημέρες της και σε μαλαματένια λόγια από καρδιάς,
πριν φύγει να μεριμνήσει και για τους δικούς της θησαυρούς στο σπίτι ·

 

γιατί τα μελέταγε τα υλικά και τα περιποιότανε με μαεστρία και στοργή που τα κατάφερνε να συνεννοείται μαγικά μαζί τους
και να τα φιλιώνει παρέες-παρέες να φέρουνε εις πέρας τη μυστική αποστολή τους, στην ώρα της,
ταμένα σε μπόλιασμα ευδαιμονίας που δεν ξεθυμαίνει και μένει με επιπλέον και –αν και μεγαλεπήβολο σχέδιο– τελικό προορισμό την επιδιωκόμενη καταβολάδα ·

γιατί τα ζύμωνε με όλη την καλοπέραση που της έλαχε
και τα έπλαθε με όσο σθένος της χρειάστηκε στη ζωή της,
τα ΄σμιγε με ευγένεια και τα θωράκιζε με αγάπη,
κάθε μέρα σα νάτανε η πρώτη φορά...


στην αρχή,
ήθελε να περνάνε όλα από τα χέρια της,
λες για να μη στερηθούν από τις προσευχές της και με το που σηκωθείς απ΄ το τραπέζι διακρίνει μόνο μία κρούστα προστασίας και συμπάθειας
κι όχι ολάκερη τη γενναιοδωρία και λαχτάρα της να μεγαλουργήσει στο ξεκίνημα της μέρας σου·

κατόπιν,
αποφάσισε πως ήτανε σωστό να συνεργαστεί και μ΄ άλλες αύρες,
που θα εκπαίδευε τα χέρια τους να δοξολογήσουν τ΄ αγαθά που θα ζυγώσουν το κατώφλι της πρώτης μέρας της υπόλοιπης ζωής σου

και στέριωσε για χρόνια με το Κατινάκι της γειτόνισσας,
ώσπου το πήρε ο Μανούσος και του σκάρωσε δώδεκα παιδιά μέχρι να βγεί τ΄ αγόρι!

ε, μετά μεγάλωσε κι η Μαρουσώ –η μάνα μου- που καταπιάστηκε για λίγο,
αλλά δεν ήτανε πρωινός τύπος και κουτούλαγε μια στο ταψί και δυό στο μπρίκι
κι είδε κι απόειδε και τα παράτησε πριν αλλοιωθεί το νόημα της τελετουργίας ·

κι έπεσε με τα μούτρα ο θείος μου ο Αγάπιος μόλις ξεπετάχτηκε,
με προσθετική προδιάθεση, σαν απρόσμενος κλώνος μ΄ εντεταλμένο ρόλο αλλά και φυσική κλίση,
που προσηλώθηκε στο στόχο και τον τρόπο της γιαγιάς,
μέχρι που έβγαλε και τα δικά του γούστα και καμάρωνε η γιαγιά βεβαιωμένη για την προσφορά και τον τίμιο αγώνα της

Inline image

μ΄ αυτά και μ΄ αυτά και μ΄ όσα ο μίτος προστάζει και σκαρφίζεται τσαλίμια,
γινήκαν θρυλικά τα καλημερίσματά της
κι άλλαξε τις συνήθειες στο νησί κι όπου κουβεντιάστηκε
και δε σου πήγαινε μετά να προτιμήσεις εύκολα και γρήγορα, τυποποιημένα και βαρετά, σιωπηλά κι απρόσωπα πρωινά ξενοδοχείων 

ακόμα κι όταν δεν κατέβαινε παρά μόνο ένας ξυπνητήριος καφές, ο δικός της έμοιαζε βιταμινούχος κι εκτιμούσες την αγρύπνια της!

 

καλόμαθα κι εγώ με τα σκέρτσα της
και κράτησα με αποφασιστικότητα την συνταγή μιάς τέτοιας της καλημέρας
κι οι μυημένοι ασθενείς μου, χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο επιμένουν πως θα περάσει κι αυτό γιατρέ μου, όταν δυσκολεύουνε τα πράματα
και με τον ένα ή τον άλλο –τον απευκταίο- τρόπο, από κόκκινο θα γίνει μπλέ και μωβ και πράσινο, μέχρι να κιτρινίσει και να μην πονάει πιά...

δε θα την ξεκάνω την ομπρελοθήκη,
ως παρακαταθήκη δε θα την μολύνω, την έκανε τη δουλειά της,
ας αναζητήσει την υπερασπίστριά της κι εγώ έμαθα πιά να φυλάγομαι!

να ψάξω μόνο για το κέντημα και να το κοτσάρω στην είσοδο του ιατρείου θέλω...

την ευχή σου γιαγιά, το πρωτεγγόνι σου Φαίδων ο δεύτερος    

εξάσκηση της Έλλης Βασιλάκη