Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Ο αυταρχικός δάσκαλος στην νεοελληνική λογοτεχνία



Του Γιάννη Λακούτση 
Το  σχολείο  ανέκαθεν  αποτελούσε  έναν  φορέα  μετάδοσης  γνώσεων  και  ηθικών  αξιών.  Ο  δάσκαλος  ήταν  μια  επιβλητική  φιγούρα  με  εξουσία    και  σχεδόν  πάντοτε  με  κύρος. Μία  από  τις  περιπτώσεις   εκείνες  στις  οποίες  ο  εκπαιδευτικός  ασκούσε   έντονα  την  εξουσία  του,  αφορά  το  σύστημα  ποινών  και  πειθαρχίας,  άλλοτε  με  θεσμοθετημένες  ποινές , άλλοτε  με  μη  θεσμοθετημένες.  Οι  θεσμοθετημένες  ποινές  προβλέπονταν  από  το  κράτος  και  αναλύονταν  στο  «  Εγχειρίδιο». Το  Εγχειρίδιο,  ήταν  ένα  έργο  του  Ιωάννη  Κοκκώνη  βασισμένο  στην  Αλληλοδιδακτική  μέθοδο  του  Γάλλου  Sarazin.  Οι  ποινές  αυτές  στόχευαν  στη  δημιουργία  αισθημάτων  ντροπής  και  ενοχής  από  τους  μαθητές. Μία  θεσμοθετημένη  ποινή  ήταν  αυτή  της  νηστείας.  Οι  μαθητές  έμειναν  κλεισμένοι  στο  σχολείο  το  μεσημέρι  μέχρι  να  ξεκινήσουν  τα  απογευματινά  μαθήματα,  χωρίς  να  έχουν  φάει. Μία  άλλη  ποινή  που  είχε  κυρίαρχη  θέση  στο  σχολείο,  ήταν  ο  «πελαργός».  Σύμφωνα  με  αυτή  την  τιμωρία,  ο  μαθητής  στεκόταν  στραμμένος  προς  τον  τοίχο  για  αρκετή  ώρα  και  με  το  ένα  πόδι  χωρίς  να  πατάει  κάτω.  « Καταδικάζεται  να  σταθή  επί  του  βάθρου  όρθιος  και  με  το  πρόσωπον  εστραμμένον  προς  τον  τοίχο,  ο  δυσπειθής  μαθητής». Στο  αλληλοδιδακτικό  σχολείο  συναντάμε  τα  λεγόμενα  « πιττακώματα»  η  « ποινικά  παράσημα»,  που  ήταν  μικρές  πινακίδες  τις  οποίες  φορούσε  ο  μαθητής  και  αναγραφόταν  επάνω  ένας  χαρακτηρισμός  ανάλογα  με  το  σφάλμα  του,  «είμαι  ψεύτης»  « είμαι  φλύαρος»,  «είμαι αμελής» κ.α. Υπήρχαν  όμως  και  οι  μη  θεσμοθετημένες  ποινές  που  ήταν  πολύ  σκληρότερες  και  τις  επέβαλε  ο  δάσκαλος  με  δική  του  ευθύνη,  έχοντας  πολλές  φορές  και την  υποστήριξη  του  πατέρα  του  μαθητή. Αποτέλεσμα   των  σαδιστικών  αυτών  ποινών,  ήταν  σε  πολλές  περιπτώσεις  η  απόκτηση 
προβλημάτων  σωματικής  και  ψυχικής   υγείας  από  τους  μαθητές.  Τη  σκληρότητα  των  ποινών  αυτών  μπορούμε  να  την  κατανοήσουμε  μέσα  από  λογοτεχνικά  κείμενα  του  19ου  αιώνα. Οι   Νεοέλληνες  λογοτέχνες  οι  οποίοι  καταθέτουν  στοιχεία  και  μαρτυρίες,  για  την  εκπαίδευση  του  19ου  και  20ου αιώνα,  είναι  αρκετοί.  Ο Αλέξανδρος  Παπαδιαμάντης  καταθέτει  ανάλογες  περιγραφές  στο  διήγημα  « Η  δασκαλομάννα» (1894):  « Τα  παιδία  παρετάχθησαν  με  τα  νώτα  προς  τον  τοίχον,  κατά  μήκος  των  τεσσάρων  τοίχων  του  σχολείου.  Ο  διδάσκαλος,  με  τας  χείρας  οπίσω,  κρατών  την  βέργα  του,  ήρχισε  την  επιθεώρησιν.  Τα  παιδία,  άνιπτα  τα  πλείστα,  όπως  ήσαν  συνιθισμένα,  έπτυον  τας  παλάμας  των,  ύγραινον  και  έτριβον  τας  χείρας  με  τον  σίελον,  δια  να  φανώσι  νιμμένα.  Αλλ’  ο  χηρευμένος  διδάσκαλος  έκυπτεν,  έβλεπεν  καλώς,  και  όπου  ανεκάλυπτε  την  πρόχειρον  δια  σιέλου  νίψιν,  επέσκηπτεν  οργίλως  με  την  βέργαν  του  κι  έσπαζε  τας  σιελωμένας  χείρας. Κατά  το  τέλος  της  επιθεωρήσεως  απηύθυνε  σύντομον  νουθεσίαν,  προλέγων,  ότι,  όποιον  ανακαλύψει  εις  το  εξης  άνιπτον  θα  τον  αφήσει  νηστικόν  τρείς  ημέρας  και  τρείς  νύκτας  εις  το  σωφρονιστήριον,  να  τον  φάγουν  οι  βλατούδες.  Εφυλάττετο  καλώς,  μη  εκφέρων  ως  απειλή  την  αποβολήν,  όπως  θα  έπραττε  ξένος μη  γνωρίζων  τα  ήθη  του  τόπου,  διότι  εγνώριζε  κάλλιστα,  ότι  οι  μικροί  διαβόλοι  εγέλων  με  την  απειλήν  ταύτην,  ην  ενόμιζον  ως  ευτυχίαν  και  ελευθερίαν…».


Ο  Κονδυλάκης  ο  οποίος  εργάστηκε  και  ως  δάσκαλος  για  ένα  χρόνο,  αναφέρεται  στην  εκπαίδευση  στα  διηγήματά  του  « Ο  Πατούχας»  (1892)  «…  Ο  δε  διδάσκαλος,  αφού  εις  μάτην  εξήντλησεν  εναντίον  του  όλας  τας  δευτερευούσας  τιμωρίας  και  έσπασεν  εις  την  ράχην  του  δεκάδες  ράβδων,  εδοκίμασεν  και  τον  περιβόητον  φάλαγγα.  Ο  Μανώλης  όστις  είχεν  φοβεράν  ιδέαν  περί  του  διδασκαλικού  τούτου  κολαστηρίου,  αντέταξεν  απελπιστικήν  αντίστασιν,  αλλ’  ο  καλόγηρος  βοηθούμενος  υπό  των  πρωτοσκόλων,  κατόρθωσε  να  συλλάβη  τας  γυμνάς  του  κνήμας  εις  φάλαγγα  και  να  του  μετρήση,  εις  τα  πέλματα  παρά  μιαν  τεσσαράκοντα. Το  παιδίον  αιμάσσον  τους  πόδας,  ωρκίσθη  να  μη  επανέλθει  εις  την  κόλασιν  εκείνην.  Αλλά  και  ο  πατήρ  του  είχεν  ορκισθή  « να  τον  κάμη  άνθρωπον». Δεν  ήθελε  να  μείνει  το  παιδί  του,  όπως  αυτός,  ξύλον  απελέκητον  και  την  επιούσαν  τον  ωδήγησε  δια  της  βίας  εις  το  σχολείον,  κλαίοντα   και  ικετεύοντα,  και  έδωκε  προς  τον  διδάσκαλον  την  φοβεράν  παραγγελίαν:  «  Μόνο  τα  κόκκαλα  γερά,  δάσκαλε». Ο διδάσκαλος  ακολούθησεν  ευσυνειδήτως  την  πατρικήν  εντολήν,  αλλ’  ο  Μανώλης,  ο  αμεσώτερον  ενδιαφερόμενος,  δεν  συνεμερίζετο  την  γνώμην  του  πατρός  του  και  μιαν  ημέραν  εκσφενδονίσας  κατά  του  διδασκάλου  την  επί  καλάμου  προσηρμοσμένην  φυλλάδα,  ετράπη  εις  φυγήν». Σε  ένα  άλλο  έργο  του,  « Όταν  ήμουν  δάσκαλος»  ο  ίδιος  συγγραφέας   περιγράφει  τις  συνθήκες που  επικρατούσαν  στα  σχολεία  της  Κρήτης:  « …από  την  πρώτη  τάξιν,  ήτις  ήτο  εις  το  ισόγειον,  ήρχοντο  ενίοτε  πλαταγιασμοί  ραπισμάτων  ομού  με  τας  αγρίας  κραυγάς  του  διδασκάλου,  κούτσουρα,  παλιόπαιδα,  κτήνη».

Ο  Χρήστος  Χρηστοβασίλης  θα  γράψει  το  1919  τα  « Διηγήματα  του  μικρού  σχολειού». Τα  διηγήματα  αυτά  δεν  τα  έγραψε,  όπως  δηλώνει  ο  ίδιος  ο  συγγραφέας ,  μόνο  για  χάρη  της  λογοτεχνίας,  αλλά  και  για  να  πληροφορηθεί  ο  σημερινός  μαθητικός  κόσμος  για  την  μαύρη  εποχή  της  νεοελληνικής  παιδαγωγικής,  όταν  οι  ελληνικές  επαρχίες  βρίσκονταν  κάτω  από  τον  σκληρό  ζυγό  του  Τούρκου  και  του  Δασκάλου.  « Ονειρευόμουν  το  σκολειό,  όχι  όπως  είναι  τα  σκολειά,  αλλ’  όπως  το  ‘χε  φκιάσει  η  παιδική  μου  φαντασία,  κι  έβλεπα  ( γιατί  δεν  είχα  ιδή  ως  τότε  σκολειό  με  τα  μάτια  μου)  τον  Παπ’  Αντριά, το  δάσκαλό  μου,  από  τη  μέση  κι  απάνω  ένα  φοβερό  δράκοντα,  που  βαστούσε  στο  δεξί  του  χέρι  βέργα  του  δαρμού,  σουβλιά  και  φέλεκα,  και  στο  ζερβί  ένα  κρανίο  πεθαμένου,  τα  τέσσερα  σύμβολα  της  βάρβαρης  παιδαγωγίας,  εκείνης  της  μαύρης  γραμματειακής  εποχής,  ενώ  ένα  δάφνινο  στεφάνι,  το  στεφάνι  του  μαθητικού  μαρτυρίου,  που  κυμαίνονταν  στον  αέρα  σαν  περιστέρι,  ήρθε  και  πιθώθηκε  απάνω  στο  κεφάλι  μου…Ο  Παπ’  Αντριάς,  ο  δάσκαλός  μας,  γνήσιος  εκείνου   του  καιρού,  ήταν  ένα  είδος  τύραννος,  ένα  είδος  βασανιστικός  δήμιος,  που  εκείνους  που  βασάνιζαν  τους  μάρτυρες  της  θρησκείας  μας  που  άγιασαν.  Είχε  εξορισμένο  το  γέλιο  η  το  μειδίαμα  από  τα  χείλη  του  και  από  το  πρόσωπό  του  και  φημίζονταν  στα  περίχωρά  μας  ως  πολύ  καλός  δάσκαλος,  γιατί  έδερνε  αλύπητα  και  τιμωρούσε  ασυνείδητα… Εκείνη  την  ημέρα  αιστάνονταν  μια  καταφανή  λαιμαργία  να  μας  τιμωρήσει  ο  δάσκαλός  μας  ο  Παπ’ Αντριάς,  μ’  όλα  τα  δώρα  που  του  είχαν  πάγει  τα  παιδιά  και  μη  βλέποντας  τ’  αγαπημένα  του  κι  απαραίτητα  σύνεργα,  τες  βέργες,  τα  σουβλιά,  το  φέλεκα  και  το  κρανίο,  γιατί  τα  ‘χε  αφήσει  κρεμασμένα  στον  τοίχο  τον  νάρθηκα,  δεν  μπορούσε  να  εμπνευστεί  τη  θηριωδία  που  ‘χε   ανάγκη. ..

 -Ποιο  ψηφίο  έρχεται,  μωρέ,  κατόπι  από  τη  ζήτα;  Λέγε!  Μούγκρισε  σα  θεριό  ο  δάσκαλος,  αλλ’  ο  Γιώργος  είχε  βουβαθεί  από  τη  τρομάρα  του, κι  έχασε  και  τη  ζήτα  ακόμα  πού  βρίσκονταν.  Τότε  σηκώθηκε,  τον  άρπαξε  το  Γιώργο  από  τ’  αφτιά,  τον  σήκωσε  ψηλά,  τον  απόλυσε  με  δύναμη  καταγής  κι  άρχισε  να  τον  δέρνει  αλύπητα,  σπάζοντας  τις  βέργες  τη  μια  κατόπιν  από  την  άλλη.

-Σύρε  και  στάσου  μ’  ένα  ποδάρι  στη  ρίζα  του  δέντρου  και  σταύρωσε  τα  χέρια  σου, τον  είπε  ο  δάσκαλος  και,  γυρίζοντας  προς  εμάς  πρόσταξε:

-Σύρτε και  φτύστε  τον  όλοι!

Χωρίς  να  θέλομε,  και  με  μεγάλη  μας  λύπη,  πήγαμε  και  τον  φτύσαμε…

-Ακόμα  μια  φορά!  Μας  ξαναπρόσταξε  ο  δάσκαλος.  Τον  φτύσαμε  και  δεύτερη  φορά.!

-Κι  ακόμα  μία!

Τον  φτύσαμε  και  Τρίτη  φορά!..». 

« -Ξέρεις,  μου  απάντησε, τι  θα  πει  δάσκαλος;  Μακελλάρης,  σφαγάς!  Μα  τι  είδαν  τα  ματάκια  μου,  αδέλφια  μου,  προχτες στην  Κρετσούνιστα!  Θρήνος  κι  οδερμός,  τα  καημένα  τα  παιδιά!  Δυο  τρία  πήγαιναν  καταματωμένα  στα  σπίτια  τους  από  το  δαρμό,  δυο  άλλα  ήταν  μουντζουρωμένα  σαν  αραπάκια  και  φτυμένα,  κι ένα  άλλο  πήγαινε  στο  σπίτι  του  έχοντας  ένα  σουβλί  μέσα  στο  στόμα  του  από  το  ένα  μάγουλο  στ’  άλλο…»

Ο  Νίκος  Καζαντζάκης  θα  συμπεριλάβει  το  θέμα  της  εκπαίδευσης,  μεταξύ άλλων,  και  στο « Καπετάν  Μιχάλης» (1950):  « Ένα  πρωί κίνησα,  μισοχαρούμενος  μισοαλαφιασμένος  με  περηφάνια  και  φόβο.  Ο  δάσκαλος  πρόβαλε  στο  κατώφλι,  κρατούσε  μια  μακριά  βίτσα  και  μου  φάνηκε  άγριος,  με  μεγάλα  δόντια,  και  κάρφωσα  τα  μάτια  μου  στην  κορφή  του  κεφαλιού  του  να  δω  αν  έχει κέρατα,  μα  δεν  είδα,  γιατί  φορούσε  καπέλο.

 –Ετούτος  είναι  ο  γιός  μου,  του  ’πε  ο  πατέρας  μου.  Ξέμπλεξε  το  χέρι  από  τη   φούχτα  μου  και  με  παρέδωκε  στο  δάσκαλο.

 –Το  κρέας  δικό  σου,  του  ’πε,  τα  κόκκαλα  δικά  μου,  μην   τον  λυπάσαι,  δέρνε  τον,  κάμε  τον  άνθρωπο.

 – Έγνοια  σου,  καπετάν  Μιχάλη,  έχω  εδώ  το  εργαλείο  που  κάνει  τους  ανθρώπους,  είπε  ο  δάσκαλος  κι  έδειξε  τη  βίτσα…».  Το  βασανιστήριο  του  φάλαγγα  καταργήθηκε  στα  σχολεία  του  νεοσύστατου  ελληνικού  κράτους,  το  1829.  Διατηρήθηκαν  όμως  πολλές  μορφές  ραβδισμού  και  άλλες  σωματικές  τιμωρίες,  όπως  η  ορθοστασία  στο  ένα  πόδι  και  το  αναγκαστικό  κούρεμα.  Μία  κυβερνητικη  οδηγία  του  1828  προς  το  Καποδιστριακό  Ορφανοτροφείο,  το  πρώτο  διδακτήριο  της  ελεύθερης  Ελλάδας,  επέβαλλε στους  άτακτους  οικότροφους  την  κατάκλιση  σε  κρεβάτια  που  είχαν  άχυρα  η  ξερά  φύλλα  για  στρώμα  και  μια  πέτρα  για  μαξιλάρι.  Στο  ίδιο  έγγραφο  προβλεπόταν  η  αύξηση  των  ποινών  ανάλογα  με  τη  συμμόρφωση  η  μη,  του  μαθητή.  Την  πρώτη  φορά  ο  δάσκαλος   του  έκανε  παρατήρηση  μπροστά  στους  συμμαθητές  του.  Την  δεύτερη,  του  μείωνε  το  φαγητό  στο  μισό.  Την  τρίτη ,  του  έπαιρνε  τα  ρούχα  και  του  έδινε  τα  κουρέλια  τα  οποία  φορούσε  όταν   είχε  παρουσιαστεί  εκεί. Μια  άλλη  σχολική  τιμωρία  ήταν  το  μουτζούρωμα  του  προσώπου  από  τον  δάσκαλο.  Στη  συνέχεια  μετέφεραν  τον  άτακτο  μαθητή   στην  πλατεία  του  χωριού,  όπου  τον  έφτυναν  οι  περαστικοί.

Η  ρητή  και  οριστική  απαγόρευση  των  σωματικών  τιμωριών,  στην  πρωτοβάθμια  εκπαίδευση,    επήλθε  το  1998,  με  το  άρθρο  13  του  Πρ.  Διατάγματος  201/1998:   «Προβλήματα  συμπεριφοράς  αποτελούν  αντικείμενο  συνεργασίας  μεταξύ  του  διευθυντή  και  των  εκπαιδευτικών  με  τους  γονείς  και  με  τους  σχολικούς  συμβούλους,  για  την  καλύτερη  παιδαγωγική  αντιμετώπιση  του  θέματος. Σε  κάθε  περίπτωση  και  πριν  από  οποιαδήποτε  απόφαση  λαμβάνεται  σοβαρά  υπόψη  η  βασική  αρχή  του  σεβασμού  της  προσωπικότητας  και  των  δικαιωμάτων  του  παιδιού.  Οι  σωματικές  ποινές  δεν  επιτρέπονται».  Μετά  από  επτά  χρόνια  καταργούνται  και  στη  δευτεροβάθμια  εκπαίδευση,  με  το  άρθρο  21  του  νόμου  3328/2005: « Δεν  επιτρέπεται  η  επιβολή  οποιασδήποτε  μορφής  σωματικής  τιμωρίας  στους  μαθητές  της  δευτεροβάθμιας  εκπαίδευσης  που  παρεκκλίνουν  από  την  προσήκουσα  διαγωγή». 

Πηγές:  Εξουσία  και δύναμη  στην  παιδική  και  νεανική  λογοτεχνία.  Alfavita.gr,  flust.gr.