Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Πρόσκληση παρουσίασης του βιβλίου της Μυρσίνης Σαμαρά

Το βιβλίο της Μυρσίνης Σαμαρά ταξιδεύει, αυτή τη φορά στη Νέα Ερυθραία. 
Χαιρόμαστε γι’ αυτό και την περιμένουμε να το παρουσιάσει και στην Ερμιόνη.
Είναι ένα βιβλίο που σε ταξιδεύει  μέσα από μια αλληγορία στη φύση των ανθρώπινων αδυναμιών και δυνατοτήτων και από  την  απαισιοδοξία στη δημιουργικότητα.

Απόσπασμα από το 2ο Κεφάλαιο: Δάσκαλοι σε ξένο τόπο.
Η μνήμη, στη θέα ενός καταπράσινου τοπίου στον ξένο τόπο, ανασύρει σκηνές από το παιχνίδι  «τα βαρελάκια» της παιδικής παρέας του Μπιστιού, στην πλαγιά Ρ(ου)κ(ου)τούμιζα.

Τι έχεις να πεις γι’ αυτό, Μαρία; ρωτάω τον εαυτό μου. Έτσι δεν σε φώναξε η Αράχνη; Αυτό θα πει πως εδώ υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα. Κι αν τους πεις το πραγματικό σου όνομα τι έγινε; Τι θα αλλάξει;

Αποφάσισα ν’ ακούω τη μέσα μου φωνή, που με έφερε ως εδώ, ακόμη να είμαι η Μαρία και πιο συγκεκριμένα η «Δεν περνάς κυρα Μαρία», να πιστεύω πως πάνω από την Αράχνη είναι απλά ο «θεός», πως τους γύρω μου πρέπει και να τους κανακεύω, όπως με προειδοποίησε η Αράχνη, πως ο ιστός της δεν πρέπει να με απασχολεί αρνητικά αλλά θετικά, να λέω κάθε φορά «άφησέ τον  λοιπόν, μην τον  ψάχνεις, γιατί μάλλον κακό θα σου κάνει», πως η στόφα του βελούδινου Καναπέ μου είναι μια φιλήσυχη, ακινητοποιημένη και μικρή ζούγκλα που δεν ανασαίνει και να έχω το νου στη συμβουλή «ούτε χρειάζεται εκεί που κάθεσαι να ανακινείς
θέματα». Δε μου έμενε παρά να προσπαθήσω να γίνω κι εγώ όπως η στόφα, φιλήσυχη, ίσως και μια νεκρή φύση…  Όλα αυτά δεν είναι ούτε απλά ούτε περιέχουν βεβαιότητα! Σοφέ μου, Ηράκλειτε, «τα πάντα ρει» σου, σκέφτομαι. Είμαι σε αγωνία.

Το μικρό όμως ποτάμι, το χτιστό απ’ τις δυο πλευρές του, που διασχίζω κάθε μέρα δυο φορές, μια για να έρθω και μια για να φύγω, το ζω στις πραγματικές του διαστάσεις. Τώρα νιώθω καλά. Κάτι βρήκα ευτυχώς στη θέση του κι εγώ πατώ στο έδαφος. Δίπλα  στο γεφυράκι του απλώνεται ένα λιβάδι πράσινο, κίτρινο ή κατάλευκο ανάλογα με την εποχή. Στη θέα του θυμάμαι το πράσινο, όταν ήμουν παιδί, τότε που ξέφευγα από την παρακολούθηση της μητέρας μου κι έτρεχα να συναντήσω την παρέα της γειτονιάς μου, κορίτσια κι αγόρια, μέσα στο κοντινό δάσος. Δεν μ’ ενδιέφερε ν’ ακούσω τότε τη φωνή της που με καλούσε, «Έλα εδώ,  έχεις σχολείο αύριο», ή «γύρνα αμέσως πίσω» και «σταμάτα να χάνεις τον καιρό σου» και ήθελε με όλα αυτά τα τεχνάσματά της να μου χαλάσει την ευχαρίστηση που έπαιρνα από το  παιχνίδι. «Θ’ αντισταθείς, έτσι δεν είναι;» έλεγα στη λαχτάρα μου και παραδινόμουν με όλο το πάθος του παιδικού παιχνιδιού  στα «βαρελάκια», στην πλαγιά ενός λοφίσκου που ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος για να κατρακυλάμε αλλά και ο πιο επικίνδυνος για να βρεθούμε ξαφνικά καρφωμένοι στα βράχια που έφταναν ως τη θάλασσα. Λίγο ακόμη να παίξω, έλεγα και ξεχνούσα τους φόβους της μητέρας μου. Άσε με, αν με καταλαβαίνεις, άσε με να χαρώ. Μη φωνάζεις πια! Και να το αποτέλεσμα του παιχνιδιού. Από το ξέφρενο στροβίλισμα των σωμάτων μας  η χλόη αδιαμαρτύρητα  υποχωρούσε στο ζούλιγμά μας.  Μας το ανταπέδιδε  όμως, βάφοντας τα ρούχα μας καταπράσινα. Και κοιτάξτε  τώρα, μικροί  μου, πώς δεν θα τα καταφέρετε να γλιτώσετε από τις φωνές της μαμάς, χοροπηδούσαν οι φωνές της τιμωρίας. Αλλά εμείς σαν θαρραλέοι ηττημένοι μόνο την ευχαρίστηση υπολογίζαμε. Για τους εαυτούς μας πάνω απ΄ όλα και μένοντας αφοσιωμένοι στην παρέα μας, αισθανόμασταν νικητές! Με το κεφάλι ψηλά, τα πράσινα ρούχα σημαία της σκανταλιάς μας και την καρδιά έτοιμη να σπάσει τραβούσαμε το δρόμο της επιστροφής. Από μακριά ακουγόταν το ταμπούρλο του θυμού της μαμάς που το  ομαδικό παιχνίδι το κατέτασσε στις  απαγορευμένες ερωτικές…ουσίες. Πόνος και χαρά με κυριεύουν καθώς τα θυμάμαι.

Το «τότε» και το «τώρα». Το «εκεί» και το «εδώ». Μικρά επιρρήματα που  χρειάζονται άλματα για να ενωθούν. Μικρά ποτάμια της μνήμης που νομίζω πως μ’ ένα βήμα μπορώ και τα περνάω για να φτάσω απέναντι, στα παιδικά μου χρόνια και πάλι άλλο ένα για να ξαναβρεθώ στην τωρινή θέση.

 Οι καινούργιες εμπειρίες θέλουν χώρο και προς το παρόν στριμώχνονται.