Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Όταν πια γεράσουμε



Τι ειν’ τούτο το χάλι

Όταν μεγαλώσουμε, μεσ’ στο μυαλό αιθάλη,
τα πάνω κάτω έρχονται στο γέρικο κεφάλι.
Μια μικρή παμπόνηρη σε μπλέκει στα γρανάζια της
κλείνει το μάτι πονηρά, σε λιγώνει με τα νάζια της.
Ξετρελαίνεσαι ο μωρός με της μικρής το κάλλος,
την παντρεύεσαι εσύ, κάνει παιχνίδι κι άλλος.
Σειέσαι και κορδώνεσαι σαν βαρβάτος  γάλος
που τέτοιο πλάσμα έχεις εσύ και κανένας άλλος.
Το χρήμα σου το σπαταλά σαν να της μπήκε  ο διάλος
κλείνεις εσύ λογαριασμούς που έχει ανοίξει άλλος.
Όπου γάμος και χαρά και συρτός και μπάλος
πας να την χορέψεις εσύ, προλαβαίνει άλλος.
Κάποια μέρα στου σπιτιού μπαίνεις το δωμάτιο
της δικής σου αποκοτιάς πληρώνεις το γραμμάτιο.
Στην άκρη κείτεται εκεί με σχισμένο ιμάτιο
τα μεγάλα αυτιά σου ακούν ήχο επιθανάτιο.
Της μικρής σου ατίθασης το αιθέριο κάλλος
πάνω στο κρεβάτι σου το απολαμβάνει άλλος.
Τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο είναι μεγάλος
της ασπρουλιάρας  κεφαλής ο κρυμμένος κάλος.
Είναι αβάσταχτος καημός, αγιάτρευτος, μεγάλος
τρέχεις ο πρώτος να’σαι εσύ, σε προλαβαίνει άλλος,
πάντα είσαι δεύτερος, ξεπουπουλιασμένος γάλος,
λόγια σκέφτεσαι σοφά, ως φιλόσοφος μεγάλος.
«Κάλιο λαχταριστό ψητό ας τρώει μαζί σου κι άλλος,
παρά μοναχός τον κατιμά μιας γριά-Χαρχάλως».
                                                     
                                                                   βιτόριζα *

* Είναι απο την Ερμιόνη και υπογράφει ως βιτόριζα