Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Ο οίνος στην ποίηση. Από τον Όμηρο στον Βάρναλη.



Του Γιάννη Λακούτση

 Ο οίνος στην ποίηση. Από τον Όμηρο στον Βάρναλη.
«Το κρασί είναι εμφιαλωμένη ποίηση».
                   Robert Stevenson
                (Σκωτσέζος συγγραφέας).

Το κρασί ήταν πάντοτε ένα από τα πιο προσοδοφόρα εθνικά προϊόντα της Ελλάδας. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως το κρασί ανεβάζει τον άνθρωπο πιο πάνω από την υλική του υπόσταση, δημιουργώντας απίθανες ψυχικές καταστάσεις. Τόσο στα αρχαία «Διονύσια» όσο και στα τωρινά κρασοπανηγύρια, το κοινό γνώρισμα είναι
η ευδιαθεσία, η ξεγνοιασιά, ο παραμερισμός του άγχους που προκαλούν τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Με το κρασί η ανθρώπινη καρδιά εξαγνίζεται. Οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές εμπνέονταν συχνά από το κρασί, γιατί πίστευαν ότι ήταν πιστός σύντροφος και συμπαραστάτης στον αγώνα για την κατάχτηση της αληθινής ευτυχίας. Ένας πολύτιμος φίλος που δυνάμωνε και πλούτιζε το ταλέντο τους και την έφεση τους για λυρικές δημιουργίες.

Στα έπη του Ομήρου  ο οίνος αποκαλείται «ηδύς», «ηδύποτο» και «μελίφρων» (γλυκός σαν μέλι).Αποκαλείται και «ευάνωρ», αφού του αναγνωριζόταν η ιδιότητα να ενισχύει τους άνδρες, σε όποια μάχη και αν επρόκειτο να δώσουν, πολεμική η ερωτική, εφόσον βέβαια η χρήση του γίνεται με μέτρο. Σε αντίθετη περίπτωση, επί κραιπάλης, ο οίνος δεν λειτουργεί σαν αφροδισιακό, « γάλα της Αφροδίτης», το αποκαλούσε ο Αριστοφάνης, αλλά σαν υπνωτικό, όπως αναφέρει
ο ποιητής Εύηνος σε ένα συμποτικό επίγραμμα.
Λέει λοιπόν ο Όμηρος, απαντώντας στην ερώτηση του Ησίοδου για το τι είναι πιο γλυκό για την ψυχή του ανθρώπου.
«Όταν ευφραίνεται ο κόσμος όλος
κι οι σύντροφοι στο σπίτι ακούνε τον τραγουδιστή
στρωμένοι δίπλα δίπλα σε τραπέζια κατάφορτα ψωμί
και κρέας, και αντλεί κρασί ο Ηνίοχος
το φέρνει και γεμίζει τα ποτήρια,
αυτό, νομίζω, το γλυκύτερο για την ψυχή του ανθρώπου»>

Ο  Μεσσήνιος ποιητής Αλκαίος, σύγχρονος του Φιλίππου της
Μακεδονίας (220-178 π.χ) ένιωθε το κρασί σαν μεγάλη συμβολή στις εμπνεύσεις του. Σε ένα ποίημα του από τα «τραγούδια του τραπεζιού»,ο ποιητής εκδηλώνει έντονα την αγάπη του για το κρασί καλώντας τους φίλους να πίνουν όλη μέρα:
«Ας πίνομε τι καρτερούμε να νυχτώσει;
Λίγη είναι η μέρα. Φέρνε μας, παιδί, μεγάλα
και σκαλιστά ποτήρια.Το κρασί έχει δώσει
ο γιος του Δία και της Σεμέλης στους ανθρώπους
για να ξεχνούν τις πίκρες. Κέρνα και ποτήρια
γέμιζε όσα κεφάλια, αφού το ανακατέψεις
ένα νερό και δυο κρασί κι ας κατεβαίνουν
οι ποτηριές η μια επάνω στην άλλη…».

Ένας άλλος ποιητής ο Παριανός Αρχίλοχος (700-650 π.χ) που θεωρήθηκε  «Γενάρχης των Λυρικών» και που για την καυστική του σάτιρα πήρε από τον Πίνδαρο το επίθετο «ψογερός» έγραψε αρκετούς στίχους για το κρασί και τα γλέντια.
Ένα απόσπασμα από τις «Ελεγείες» του αποτελεί μαρτυρία για την αγάπη του στο κρασί:
«Αλλά την κούπα πάρε εσύ και τράβα στην κουβέρτα
του καραβιού του γρήγορου και  βγάνε τα καπάκια
των βαθουλών των κάδων.
Και πιάνε κόκκινο κρασί ώσπου να βρεις τον πάτο,
γιατί δεν θα μπορούμε εμείς να μην πίνουμε διόλου
στη βάρδια μας ετούτη».

Υμνητής του κρασιού και μάλιστα πιο θερμός από τον Αλκαίο κι από τον Αρχίλοχο, ήταν ο Ανακρέων (570-485 π.χ) από την Τέω της Ιωνίας.
«Εμπρός παιδί, για φέρε μου κανάτα μονορούφι
να πιω, αφού βάλεις μεσ’ σ’ αυτή νερό ποτήρια δέκα
και κρασί πέντε, για να μπω με ρέγουλα στο κέφι.
Μα πια ας μη γυμναζόμαστε μονάχα στο μεθύσι
κρασορουφώντας έτσι δα μ’ αλλαλητά και βρόντους,
αλλά να κουτσοπίνουμε ωραίους λέγοντας ύμνους…».
Ο Ανακρέων έθιξε και τι επικίνδυνες συνέπειες της κρασοκατάχρησης
και του μεθυσιού των νέων:
« Το παλληκάρι στο μεθύσι / την παρθένα θα απατήσει
που με τ’απαλό κορμί της /σε φύλλα πάνω ξαπλωμένη
και για ύπνο πεθαμένη /σ’άκαιρο έρωτα πλανεύει
γάμο τάζοντας σ’αυτή».

Σε πολλά επιγράμματα η υδροποσία διασύρεται και θεωρείται ως ιδιότητα των ξενέρωτων ποιητών. Στο παρακάτω επίγραμμα  του Μακεδόνιου υπάτου ο οποίος έζησε την εποχή του Ιουστινιανού (483-565 μ.χ) αν και βάλλεται ο γιατρός και η τέχνη του, τελικός στόχος είναι η ανάδειξη του κρασιού ως του κατεξοχήν φαρμάκου, σύμφωνα και με την άποψη του Ομήρου που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
« Άρρωστος ήμουνα εχθές κι ήρθε ο γιατρός, ο εχθρός μου
και μ’ απαγόρεψε να πιω  των ποτηριών το νέκταρ.
Νερό να πίνω μου’πε ο ανόητος που δεν ξέρει
πως το κρασί ο Όμηρος δύναμη των ανθρώπων λέει».

Αλλά και ο Ευριπίδης (485-406 π.χ), στις «Βάκχες» αναφέρεται στις θαυματουργικές ιδιότητες του κρασιού.
«Διώχνει τη λύπη απ’ τους ταλαίπωρους θνητούς,
φέρνει τον ύπνο, στη λήθη ρίχνει τις πίκρες της ημέρας,
φάρμακο άλλο για τις δυστυχίες δεν υπάρχει της ζωής…».

Ο Πανύασις από την Αλικαρνασσό, (468π.χ) θείος του Ηρόδοτου στο ποίημα με τίτλο «Ποίαι αι ωφέλειαι της μέτριας χρήσεως του οίνου»γράφει:
«Φίλε μου πίνε, μη θαρρείς  σαν μερικοί και συ
πως το πιοτό το σώμα σου φθείρει και ζημιώνει,
αρκεί με μέτρο μοναχά να πίνεις το κρασί
κι αμέσως σε ζωογονεί και σε ενδυναμώνει.
Εγώ νομίζω αρετή πως το μεθύσι είναι
και πάντα στα συμπόσια σε συμβουλεύω, πίνε».

Ο ποιητής Εύηνος (460 π.χ), δάσκαλος του Σωκράτη, στο ποίημα του με τίτλο «Μέτρο οινοποσίας» συνιστούσε στους πότες να πίνουν μέχρι δυο ποτήρια κρασί.
«Το κρασί τ’ ολίγον βλάπτει, μα και το πολύ σκοτώνει
αλλ’ αν πίνομαι με μέτρο το κορμί μας δυναμώνει.
Πιε το πρώτο το ποτήρι, και το δεύτερο ακόμα
μα στο τρίτο ετοιμάσου να ξαπλώσεις εις το στρώμα.
Αν το τέταρτο θελήσεις το ποτήρι να ρουφήξεις
θα ζητάς καμιά κοπέλα στην αγκάλη σου να σφίξεις…».
Στο Βυζάντιο, το κρασί ενώνει τη βιβλική και την ελληνική παράδοση.
Ο θεός Διόνυσος θα δανείσει σχεδόν όλα τα σύμβολα στο Χριστό αλλά και στον αυτοκράτορα που εμφανίζονται στις εικόνες ως αμπέλια, οι δε πιστοί ως κληματαριές και σταφίδες. Η Κωνσταντινούπολη μάλιστα, όπου κατέφθαναν όλα τα κρασιά της
Αυτοκρατορίας θα ονομαστεί Οινόπολις, η πόλη του κρασιού. Το κρασί ήταν πάντα παρόν στις ταβέρνες και στα καπηλειά.

Από ένα  σατιρικό στιχούργημα του λογίου Θεοδώρου Προδρόμου, με τίτλο «Φυσιολογική διήγησις του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου», οι παρακάτω στίχοι :
«Ο άρτος ουκ ευφραίνει με, μόνο το κρασοβόλιν
και το λαγομαγείρυμα το λέγουσιν κρασάτο.
Κρασίν μου δοκιμώτατον εις πάσαν ιατρείαν,
των νέων η θυριακή, το αίμα των γερόντων,
κινείς τα ούρα συνεχώς, ευφραίνεις την καρδίαν,
αναβιβάζεις πνεύματα τους οφθαλμούς ανδρίζεις.
Εκ των αγίων γαρ πολλοί λέγονται μυροβρύται,
εγώ δε χάριν  ήθελα να γίνω κρασοβρύτης».

Η Νεοελληνική ποίηση θα συντηρήσει για μεγάλο διάστημα τη βυζαντινή παράδοση της καταδίκης του μέθυσου και του οινοπότη. Δέκα χρόνια πριν από την Επανάσταση του ’21 εκδίδεται η συλλογή « Λυρικά», από τον Αθανάσιο Χριστόπουλο (1772-1847) (ο ποιητής που    διάβαζε ο Σολωμός), που χωρίζονται σε «ερωτικά» και «βακχικά».Οι παρακάτω στίχοι είναι από το ποίημα με τίτλο «Κατάρα»:
« Να μη φθάσω, να μη ζήσω, / αν μια μέρα δεν μεθύσω.
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω /  στο ποτήρι μου επάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου / να την έχουν οι  εχθροί μου.
Μον’ εκείνοι όσο ζήσουν, / να μη φθάσουν να μεθύσουν,
όπου βράχος δεν σφυρίζει, / κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή τη αληθεία / ειν’αιώνια τυρρανία».
Αλλά και ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823) έχοντας κατά νουν τον βυζαντινό « Κρασοπατέρα» έγραψε το δικό του ομότιτλο ποίημα, για να σατιρίσει την «οινοφαγία», όπως έλεγε ο Λουκιανός.
Μεταβιάς γλυκοχαράζει, / στα βουνά η αυγή χαράζει,
κι αρχινάει το σκοτάδι να σκορπάει, / Στρώθηκε ο Κρασοπατέρας.
πρώτη έγνοια της ημέρας, / μον ξυπνήσει, το ποτήρι να σφουγγίσει.
Και προμιού τα μάτια τρίψει, / την κοιλιά του για να νίψη
μια κανάτα, οχ τον πήρο νηστικάτα.
Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, / που να πιάκη το σκοτάδι,
το λαγήνι, οχ το χέρι δεν τ’αφίνει. / Μον ρουφάει και μόνε ζάφτει
κι’ όσο πίνει, τόσο ανάφτει./ Όλο πίνει κι όλο γίνεται καμίνι…
Το κρασί που σβαναρίζεις, / τα λαγήνια που στραγγίζεις,
μέγα πράμα, πως δεν σκάζεις είναι θιάμα!
Ω! κοιλιά με δίχως πάτο. / Κρασοσφούγγαρο μονάτο!
Ω πηγάδι, δίχως βάθου καν σημάδι.
Ω καδδί που δεν χορταίνεις, / και ποτέ δεν αποσταίνεις
σ’ όσο βρίσκεις κι άδειο πάντα σου απομνήσκεις!
Ω καρούτα αναιώνια / που να ρίχνουν χίλια χρόνια
στα χαμένα θα παιδεύονται μ’εσένα…»

Ηλία Τανταλίδου (1818-1876) « Ύμνος»
Κρασάκι μ’ όταν χύνεσαι, / και αφρισμένο πίνεσαι
και μέσα μου χοχλάζης / κι αχνούς από το σώμα μου
και φλόγες από τ’ όμμα μου / και αστραπάς ευγάζης,
κεφάλια τότε τέσσαρα / και πόδια δεκατέσσαρα
με φαίνετε πως έχω / με φαίνετε πως γίνομαι,
τρελοβοριάς και χύνομαι / και μες τα δάση τρέχω.
Οπόταν στο σωτήριον / με φέρεσαι ποτήριον
δεν είμαι τότ’ εκείνος/ ο κατηφής κι ανέραστος,
αλλά γλυκύς κ’ επέραστος, / «Να  ζ ή, φωνάζ’ ο Ο ί ν ο ς»…»

 Το θέμα «κρασί» δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον σατιρικό ποιητή και ιδρυτή του «Ραμπαγά», Κλεάνθη Τριαντάφυλλο (1850-1889). Οι παρακάτω στίχοι είναι από το ποίημα  «Το κρασί»:
«…Λένε στο κρασί κρυμμένη / η αλήθεια είν’ γδυτή,
μα στουπί’ναι μεθυσμένη, / και σαν έβγη ξέρω τι
τι αλήθειες λέει κι αυτή.
Και ο Νώε με λαχτάρα /το ρουφούσε περισσή
μετά τόση νεραντάρα, / το αθάνατο κρασί
στην υγειά του μια μισή!
Κι αγγελούδια π’ ολοένα / το Θεό κρασί κερνάνε
μεσ’ στα αστέρια μεθυσμένα / «Ωσαννά» του τραγουδάνε
και μ’ αυτά κατρακυλάνε».
Με τον ίδιο τίτλο«Το κρασί» στο ποίημα του ο Αχ. Παράσχος,  (1838-1895) υμνεί «της λήθης το ύδωρ»:
«…Κλαίων κρατώ την κύλικα και πλήρη εν χερσί,
πλην πίνω και γαληνιώ και δάκρυα δεν χύνω.
Είναι της λήθης δι εμέ το ύδωρ, το κρασί,
μεθώ την μνήμην και το φως της διανοίας σβήνω.
Ω, να ημπόρουν όλον μου το αίμα ν’ αποβάλω,
και αντί αίματος κρασί στας φλέβας μου να βάλω».
Για το «θελκτικό αυτό δηλητήριο», έγραψαν και άλλοι ποιητές:
Γ.Σουρής (1853-1919) «Μεθύσι»
«…Παιδί μου, έλα, / φέρε ρετσίνα
απ’ τη βαρέλα…/ φέρε κλαρίνα,
μεζέδες, φρούτα,
ν’ αρχινίσω το χορό, / να γλεντήσω να χαρώ.
Να! να!... τον κόσμο χάλασα, / ας γίνουν όλα θάλασσα,
και το κρασί ας τρέξει…/ αμάν, Χριστέ, κι ας φέξη…
σπάστε τα όλα…/ ε! ταβερνιάρη,
φέρε μπριζόλα / στο παλικάρι.
Σπάστε γεμάτα / και άδεια πιάτα.
Φλόγες χύνω, / πυρ κρατώ,
να κι εκείνο / να κι αυτό».

Ιωάννης  Πολέμης  (1862- 1924).«Νερωμένο κρασί»
«…Καταραμένε κάπελα / και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί / και πίνω απ’ το ξανθό
και πίνω από το κόκκινο / κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ/ πίνω και δεν μεθώ…».

Κ. Καβάφης  (1863-1933) «Βακχικόν»
«…Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν  ψυχράν επιρροήν. Φθόνου η καταισχύνης,
η μίσους, η διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο
δότε να πίω….
Κι αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελετής  εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω
δότε να πίω!».

Κ. Καρυωτάκης «1896-1923) « Σε παλιό συμφοιτητή»
«…Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα’ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω…»

Κ. Βάρναλης (1884-1974) «Οι μοιραίοι»
Μες την υπόγεια την ταβέρνα. / μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα) / όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια, / να πάνε κάτου τα φαρμάκια…».

Το θέμα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ. Οι αναφορές στην ποίηση είναι πολλές για το κρασί. Αυτή είναι μια απλή προσέγγιση.