Βιβλίο – Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827) – Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας
Στο εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα διαβάζουμε:
Με αφορμή τη συμπλήρωση 190 χρόνων από το ιστορικό γεγονός της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, μέρος της οποίας διεξήχθη στην Ερμιόνη, από 18 Ιανουαρίου 1827 έως 17 Μαρτίου 1827, ο Δήμος Ερμιονίδας εξέδωσε το βιβλίο του φιλόλογου – ιστορικού, Ιωάννη Ησαΐα με τίτλο, «Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση “κατ’ επανάληψη” στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827)», στο οποίο παρουσιάζονται διεξοδικά τα γεγονότα, μέσα από τα πρακτικά των Συνεδριάσεων της Συνέλευσης, τις αρχειακές πηγές και τη σχετική βιβλιογραφία. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση, γνωστή σαν Συνέλευση της Τροιζήνας, συνήλθε διαδοχικά, στη Νέα Επίδαυρο, στην Ερμιόνη και στην Τροιζήνα.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα διαβάζουμε:
[…] Στα νεότερα χρόνια και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, στην Ερμιόνη φιλοξενήθηκε για δύο μήνες η Γ’ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» το έτος 1827, που έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ιστορικά μήνυματά της, μια και ήταν η μακροβιότερη και πιο περιπετειώδης, αφού εξελίχθηκε και πραγματοποιήθηκε σε τρεις περιοχές. Μελετώντας λεπτομερειακά τα συμβάντα της προαναφερόμενης Συνέλευσης, επιδιώξαμε να αντλήσουμε μέσα από τα χρήσιμα διδάγματα και μηνύματα τις καλές και ένδοξες στιγμές του σπουδαίου αυτού γεγονότος, ενώ ταυτόχρονα νιώσαμε τους προβληματισμούς για τις αστοχίες και τα τραγικά λάθη, που σημάδευσαν αυτή την εποχή, με όλα τα συναφή γεγονότα.
Στο σημείο αυτό θα σταθούμε για να διερευνήσουμε και να μελετήσουμε διεξοδικά τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» της Ερμιόνης, ώστε να μάθουμε περισσότερα και να αναδείξουμε ιστορικά την περίοδο εκείνη, που εκτείνεται χρονικά από τις 18 Ιανουαρίου έως 17 Μαρτίου 1827, αφήνοντας στην αναπόληση των γεγονότων του τόπου μας, εκτός από κάποιο προβληματισμό, το δικό της θετικό μήνυμα στο «ιστορικό γίγνεσθαι». Η συγγραφική αυτή έρευνα και μελέτη, παρότι είχε ξεκινήσει μόνο ερευνητικά κατά το παρελθόν, επανεκκινήθηκε εντατικά, ύστερα από κάποιες συγκυριακές πολιτιστικές διεργασίες για την προαναφερόμενη Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη , που προβλήθηκαν στο κοινωνικό «γίγνεσθαι» της ιδιαίτερης πατρίδας μας το 2015, και για τις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω.
Κατά τη μελέτη των τριών ετών 1825, 1826 και 1827 η Ελληνική Επανάσταση είχε προσλάβει το σχήμα της τραγωδίας με τα όσα είχαν συμβεί την περίοδο εκείνη. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της Επανάστασης, που κινδύνευε να καταποντιστεί, είχα νιώσει έντονο προβληματισμό με τα όσα είχα διαβάσει, γιατί σε όλο το φάσμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης , από την Επίδαυρο μέχρι την Ερμιόνη και την Τροιζήνα διαφαίνεται, από τη μία πλευρά, η προσπάθεια εθνικής συμφιλίωσης, συναδέλφωσης, συναίνεσης, καλής συνεργασίας, εδραίωσης της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, ενώ ήταν ευδιάκριτη στην επίμαχη αυτή περίοδο και η επίτευξη αλληλεγγύης, η ενότητα και η αβραμιαία φιλοξενία των Ερμιονιτών. Αντίθετα, από την άλλη πλευρά στην Αίγινα (συσπείρωση Ζαΐμη) και σε κάποιες (λιγοστές) επαναστατικά ελεύθερες περιοχές εμφανιζόταν η ιδιοτέλεια, ο διχασμός, η διχόνοια, η φιλαρχία, η φιλόδοξη αλαζονεία και οι μικροκομματικές επιδιώξεις. Παρατηρώντας αυτό το αρνητικό και απαράδεκτο σκηνικό σ’ αυτό το επίμαχο χρονικό σημείο, εύλογα ερχόταν στη σκέψη μου το ερώτημα : Γιατί να επικρατεί τόση διχόνοια , τέτοιος διχασμός και τέτοια φιλαρχία και αλαζονεία ανάμεσα στις αγωνιζόμενες ελληνικές ομάδες, που είχαν κοινό στόχο και σκοπό, σ’ αυτό το όμορφο ελληνικό τοπίο, σε μια Ελλάδα, που βρίσκονταν σ’ ένα κρίσιμο και νευραλγικό από γεωστρατηγικής και πολιτισμικής θέσης σημείο, από τη βαθιά αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μήπως κάποιοι Αγωνιστές είχαν λησμονήσει και περιθωριοποιήσει τις πνευματικές ρίζες και τα πνευματικά στηρίγματα, που σαγήνευαν στην έναρξη της Επανάστασης τις καρδιές της συντριπτικής πλειοψηφίας των αγωνιζομένων Ελλήνων, όπως την αγάπη για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, την ιδέα της πατρίδας, τη συνείδηση της Ελληνικής καταγωγής, τη μακραίωνη και αξιοθαύμαστη ιστορία και την πατροπαράδοτη πίστη στον Θεό; Οι απαντήσεις δίνονται ξεκάθαρα και αναλυτικά από τις αποφάσεις και τα πρακτικά των συνεδριάσεων στη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, της Ερμιόνης «κατ’ επανάληψη» και της Τροιζήνας «κατ’ εξακολούθηση» (1826-1827) αλλά και από τις ενέργειες του Θ. Κολοκοτρώνη και των πληρεξουσίων, που αγωνίστηκαν για το καλό της Πατρίδας με την αδιαμφισβήτητη επισήμανση ότι η Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη (παρότι δεν πρόλαβε να αποφασίσει τελεσίδικα τη σχεδιαζόμενη εκλογή του Καποδίστρια και ταυτόχρονα να ψηφίσει το Δημοκρατικό Σύνταγμα), ουσιαστικά κράτησε όρθια (έσωσε) «κατά κάποιο τρόπο» την Επανάσταση και επισφραγίστηκε ενωτικά η «σωτηρία της» στην Τροιζήνα, όπως αποδεικνύεται από τις γραπτές μαρτυρίες που ακολουθούν. Για τούτο, θα προσπαθήσουμε με συγκεκριμένα στοιχεία να αποδείξουμε αυτήν την ιστορική πραγματικότητα, που δεν έχει τονιστεί στο μέγεθος που της αξίζει και της ταιριάζει. Για να γίνει κατανοητή η μεγάλη προσφορά και το θετικό αποτέλεσμα των εργασιών στην Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης , πρέπει πρώτα να αποτυπωθεί με σαφή και διασταυρωμένα ιστορικά στοιχεία η αποσαθρωμένη ελληνική διοίκηση και η «καταρρέουσα» Ελληνική Επανάσταση, ώστε να φανεί η σωτήρια και εργώδης προσπάθεια του Θ. Κολοκοτρώνη, του Προέδρου Σισίνη , του Γραμματέα Σπηλιάδη και όλων γενικά των συνέδρων της Ερμιόνης, που εργάστηκαν με ανιδιοτέλεια και μεγάλο μόχθο καθ’ όλη την περίοδο των συνεδριάσεων.
Πριν φθάσουμε σ’ αυτή την τελματώδη κατάσταση της Ελληνικής Επανάστασης και στα πρόθυρα μιας πραγματικής τραγωδίας το 1826, προηγήθηκαν οι εμφύλιες και διχαστικές διαμάχες της περιόδου 1823-1825, ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Συνάμα η παθολογία της εποχής εκείνης, που ταλάνιζε το επαναστατημένο Έθνος, εκφραζόταν με την ανεπάρκεια και «ιδιοτέλεια» του Προέδρου του Εκτελεστικού Γεώργιου Κουντουριώτη, με τις ραδιουργίες ορισμένων πολιτικών, την επικρατούσα ακαταστασία στα ρουμελιώτικα στρατιωτικά σώματα, που βρίσκονταν στο Πελοποννησιακό έδαφος, την αποδιοργάνωση των στρατιωτικών, την αναποτελεσματικότητα και αδυναμία επιβολής στη Διοίκηση των αρμοδίων παραγόντων. Το σύνολο αυτών των αρνητικών στοιχείων ακύρωναν κάθε προοπτική δημιουργίας ενός οργανωμένου ελληνικού κράτους στα απελευθερωμένα εδάφη.
Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής της απελευθέρωσης της Πελοποννήσου Θ. Κολοκοτρώνης, που ήταν ο μόνος που διέθετε πειθώ και επιβολή να συνενώσει τον λαό και να ενισχύσει το καταπτοημένο ηθικό του, βρισκόταν φυλακισμένος στην Ύδρα. Μόνο ο ελληνικός στόλος με τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη μπόρεσε να δημιουργήσει προσκόμματα στις εχθρικές δυνάμεις και να ενισχύσει από τη θάλασσα το πολιορκημένο Νεόκαστρο, στην Πύλο και στον όρμο του Ναυαρίνου.
Μετά τη λήξη του δεύτερου εμφύλιου πολέμου (Δεκέμβριο του 1824) άρχισαν οι αποβατικές επιχειρήσεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρ. – Μαρτ. 1825). Αυτές οι επιχειρήσεις έγιναν καταλύτης για την αναφαινόμενη αποδιοργάνωση του νεοσυσταθέντος Ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο διχασμός και η διχόνοια πρυτάνευσαν και πάλι αυτήν την δύσκολη περίοδο. Η Ελληνική κυβέρνηση παρέμεινε ανενεργή με Πρόεδρο τον Γ. Κουντουριώτη, ενώ ο στρατός και οι οπλαρχηγοί είχαν κατά κάποιο τρόπο αδρανοποιηθεί. Ο Κολοκοτρώνης στο αρχικό στάδιο της λυσσαλέας επιθετικότητας του Ιμπραήμ βρίσκονταν φυλακισμένος και άλλοι στρατιωτικοί είχαν περιθωριοποιηθεί. Επακολουθεί αναδιοργάνωση των ελληνικών πραγμάτων μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο της κατάρρευσης, αποφυλακίζεται ο Κολοκοτρώνης και προχωρεί η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, στην Ερμιόνη και την Τροιζήνα. Οι βιαιοπραγίες του Ιμπραήμ κατά των Ελλήνων λειτούργησαν ως αφορμή για την απόφαση της Ιουλιανής συνθήκης του Λονδίνου το 1827, ώστε να αναχαιτιστεί η ενοχλητική παρουσία του Αιγύπτιου Ιμπραήμ.
Από την άλλη πλευρά ο κίνδυνος ανατροπής της Ελληνικής Επανάστασης θέτει σε συναγερμό και συντονισμό τις τρεις Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε μετατραπεί σε γεωπολιτικό ζήτημα. Στις 20 Οκτωβρίου 1827 ο Ιμπραήμ παρακολούθησε την καταστροφή του στόλου του και έτσι ξεκινά μια θετική πορεία για το Ελληνικό ζήτημα και μια σπουδαία διπλωματική κινητικότητα. Η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας είχε μεταβάλει τον ρου της ιστορίας, σε συνδυασμό με τη δυναμικότητα, το πνεύμα και την ψυχή των εξεγερμένων Ελλήνων, που σ’ αυτή τη δύσκολη καμπή του Αγώνα και συγκεκριμένα στην Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης εμπιστεύθηκαν οι πλειοψηφούντες πληρεξούσιοι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον ιδανικό ηγέτη, που έδωσε στο μαχόμενο Ελληνικό Έθνος τη δυνατότητα, με τους ελιγμούς των συνέδρων της Εθνοσυνέλευσης, να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, και έτσι φθάσαμε μεθοδικά στην οριστική ήττα των Αιγυπτίων εισβολέων. Τότε, η άλλη πλευρά «των ενισταμένων», μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο του εκφυλισμού και της ανατροπής της Ελληνικής Επανάστασης από τον διχασμό και την εισβολή του Ιμπραήμ, νιώθουν την ανάγκη της συμφιλίωσης και ιδιαίτερα οι έχοντες τάσεις φιλαρχίας, ιδιοτέλειας και ολιγαρχισμού, ακούγοντας τις λέξεις «Πατρίδα και Θρησκεία», δύο λέξεις με μεγάλη βαρύτητα και συγκινησιακή φόρτιση , που ένωσαν και ενώνουν τον Ελληνισμό πολλούς αιώνες, από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα. Αυτήν την εφιαλτική κατάσταση το 1827 ανέτρεψε η διπλωματική κινητικότητα των τριών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που άσκησαν πίεση στους Τούρκους με αποκορύφωμα την Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Είναι, όμως, γεγονός αναμφισβήτητο ότι μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου ένα νέο εθνικό κράτος αναδύθηκε, για να προστεθεί στη συνέχεια στο χάρτη της Ευρώπης, αφού οι τρεις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις επέδειξαν ξεκάθαρα την αποφασιστικότητα να επιλύσουν το Ελληνικό ζήτημα όχι μόνο διπλωματικά, αλλά και με στρατιωτική εμπλοκή.
Η Γ’ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» στην Ερμιόνη, παρότι δεν πρόλαβε να διεκπεραιώσει όλο το προγραμματισμένο έργο της (εκλογή Καποδίστρια και ψήφιση του δημοκρατικού συντάγματος, αλλά και τα άλλα σημαντικά κονοβουλευτικά θέματα), μπορεί να χαρακτηριστεί ως προδρομική (προετοίμασε το έδαφος για κάτι σπουδαίο και σημαντικό στον κοινοβουλευτικό τομέα και σε άλλες θεσμικές αλλαγές) της Τροιζήνας, αφού προέβη σε σπουδαιότατες ενέργειες και πράξεις με καθολική σημασία και λειτούργησε ως μία μεγάλη διοικητική (κυβερνητική) επιτροπή, που κάλυπτε όλες τις αναφυόμενες ανάγκες του επαναστατημένου Έθνους. Ταυτόχρονα ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί, με τις διχαστικές, μικροκομματικές και ιδιοτελείς αντιδράσεις της μειοψηφίας των ευρισκομένων στην Αίγινα.
Εκτός των άλλων, έπρεπε η «πλειοψηφία» η συγκεντρωμένη στην Ερμιόνη να συνεργαστεί με διάφορους άλλους παράγοντες (ντόπιους ή ξένους), που ήθελαν να βοηθήσουν τον Αγώνα, ενδυναμώνοντας αναγκαστικά για το καλό της πατρίδας και τα προσωπικά τους συμφέροντα. Η προσπάθεια, όμως, των παραστατών στην Ερμιόνη και στο αγωνιστικό και διπλωματικό πεδίο κράτησε ζωντανή την Ελληνική Επανάσταση και δεν κατέρρευσε, εάν αναλογιστούμε ότι ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ (ξάδελφος του Γεωργίου Κάνιγκ) εμπιστεύτηκε μόνον τον Κολοκοτρώνη και την Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης στην πιο κρίσιμη φάση των διπλωματικών εξελίξεων το 1827 και αγνόησε, κατά κάποιο τρόπο, τους παραστάτες της Αίγινας. Για τούτο, έστειλε στην Ερμιόνη δύο σημαντικότατες επιστολές, για τη συνέχιση των διπλωματικών διεργασιών του ελληνικού ζητήματος το ίδιο έτος, που οδήγησαν επιτυχώς στην Ιουλιανή συνθήκη του Λονδίνου και στη νίκη στον κόλπο του Ναυαρίνου, για να επακολουθήσει και να παγιωθεί η οριστική ανεξαρτησία του νέου Ελληνικού κράτους δυόμισι χρόνια αργότερα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Αυτή η κομβική διπλωματική κίνηση του Στράτφορντ Κάνιγκ, εάν δεν βρισκόταν στο προσκήνιο ο Κολοκοτρώνης, ο μεγάλος ηγέτης και οι πληρεξούσιοι της Ερμιόνης, δε θα μπορούσε να στραφεί αυτή τη δύσκολη χρονική στιγμή σε άλλη λύση και διέξοδο.
Εκτός από τις σπουδαιότατες πράξεις, που είχαν καθολική και σημαντικότατη σημασία, διακρίνουμε την όντως πατριωτική στάση των πληρεξουσίων στην Ερμιόνη έναντι των μειοψηφούντων παραστατών στην Αίγινα, γιατί, αν και είχαν δυναμική παρουσία και αδιαμφισβήτητο κύρος, συγκατατέθηκαν και αποδέχτηκαν τον τρίτο κοινό τόπο, για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη ενότητα του Έθνους. Βέβαια, οι συγκυρίες, οι δυσκολίες και το γεγονός της διαιρέσεως και του διχασμού είχε κάπως επηρεάσει τον ζήλο και τη διάθεση των ευρισκομένων συνέδρων στην Ερμιόνη για την επίτευξη γονιμότερης και δημιουργικής προσπάθειας και επιδιώξεως υψηλότερων στόχων με ταχύτατους ρυθμούς. Οι εκτοξευόμενες απειλές ότι θα ακυρώνονταν αργότερα οι αποφάσεις της Συνέλευσης στην Ερμιόνη από τους πληρεξουσίους στην Αίγινα, δεν έκαμψαν το ηθικό των αγωνιζομένων πληρεξουσίων και συνάμα αναδεικνύουν το μέγεθος του πατριωτισμού, τη συνείδηση της ελληνικής καταγωγής, την αγάπη για την ελευθερία, την πίστη για το δίκαιο του αγώνα και την πίστη στον Θεό, που τους διακατείχε ενδόμυχα. Ταυτόχρονα , όμως, ήταν φυσικό επακόλουθο να συρρικνωθεί και να περιοριστούν ακούσια η δημιουργικότητα, οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Αττική, η προσπάθεια ανακατάληψης του κατειλημμένου Μεσολογγίου στη δυτική Στερεά Ελλάδα, η έκβαση του Αγώνα στην Πελοπόννησο και η άμεση και ταχεία επίλυση των οικονομικών και στρατιωτικών αναγκών.
Βέβαια στην Ερμιόνη συζητήθηκαν στην Εθνοσυνέλευση και προγραμματίστηκαν θέματα πολιτικής, πολιτειακής και νομοθετικής φύσεως, που απασχόλησαν τους συνέδρους με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά δεν ελήφθησαν αποφάσεις άμεσα και ταχύτατα, όχι από έλλειψη πρωτοβουλιών και συναίσθησης του επικείμενου κινδύνου, αλλά από την αγωνία και την αναμονή των προσπαθειών της συμφιλίωσης και ενότητας με εκείνους, που απειλούσαν με σφοδρότητα από την Αίγινα. Οι πληρεξούσιοι στην Ερμιόνη ανεδείχθησαν εμπράκτως φιλοπάτριδες, αγωνιστές και άξια «τέκνα» της Πατρίδας με πνεύμα αυτοθυσίας και σήμερα νιώθουμε υπερήφανοι, γιατί είμαστε απόγονοι τέτοιων σπουδαίων αγωνιστών…
Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας
Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» στην Ερμιόνη και οι ιστορικές πτυχές της (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827)
Έκδοση, Δήμου Ερμιονίδας, 2017
ISBN: 978-960-85910-6-6
Με την ευκαιρία, δημοσιεύουμε την πανηγυρική-εορταστική ομιλία του συγγραφέα που εκφώνησε την Κυριακή 12-3-2017, στον Ιερό Ναό των Αγίων Ταξιαρχών, την ημέρα των επετειακών εκδηλώσεων μνήμης για τα 190 χρόνια από την «κατ’ επανάληψη» Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης, παρουσία του Πρόεδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), Προκόπη Παυλόπουλου.
Εξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας
Μεγάλη τιμή και συνάμα μεγάλη ευθύνη συνεπάγεται η εκφώνηση πανηγυρικού λόγου σε μια ημέρα ιστορικής επετείου, όπως η σημερινή, με τον εορτασμό των 190 χρόνων από τη Γ’(τρίτη) Εθνοσυνέλευση «κατ’ επανάληψη» στην Ερμιόνη. Το κορυφαίο αυτό γεγονός, αποτελεί ευνοϊκή συγκυρία, τόσο για την επανασύνδεσή μας με την ιστορία, όσο και για τον αναστοχασμό πάνω στους προβληματισμούς τού τόπου μας και τις προοπτικές του για το άμεσο μέλλον.
Τη στιγμή αυτή, που παρευρισκόμαστε στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών, χαλυβδώνεται το πατριωτικό φρόνημα με τη συμμετοχή μας στον εθνικό και ιστορικό πανηγυρισμό. Ταυτόχρονα, ο νους και η ψυχή μας στρέφονται στην Εθνεγερσία του 1821, κατά την οποία κυριάρχησε ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες από το 1821 έως το 1825, ο ενθουσιασμός και πράξεις ανείπωτης ανδρείας και αυτοθυσίας, ενώ παραλίγο έλειψε να χαθούν τα πάντα, όταν ενεπλάκησαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες σε εμφύλιο σπαραγμό, με έντονα τα χαρακτηριστικά του διχασμού. Η σκέψη μας ακολουθεί τις δυσμενείς εξελίξεις από το 1825 έως το 1827, που οδήγησαν την Επανάσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όταν στάλθηκε ο Ιμπραήμ, από την Αίγυπτο στην Πελοπόννησο για την ενίσχυση των δυνάμεων του Σουλτάνου.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, οδήγησαν τους πληρεξούσιους των επαναστατημένων επαρχιών να συγκεντρωθούν στις 6 Απριλίου του 1826 στη δεκαήμερη Γ’ (τρίτη) Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, που διαλύθηκε αιφνίδια μετά την πτώση του Μεσολογγίου, με την προοπτική να επαναληφθούν οι εργασίες της μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1826. Επακολούθησαν οι αποτυχημένες προσπάθειες της εντεταλμένης «Επιτροπής Συνελεύσεως» της Επιδαύρου, για τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης, αλλά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έντονα προβληματισμένος από τη δραστηριότητα της φιλοαγγλικής ομάδας των πληρεξουσίων, επέλεξε την Ερμιόνη ως τον ασφαλέστερο τόπο συνάθροισης των αντιπροσώπων του λαού.
Στα τέλη του 1826 η πλειοψηφούσα παράταξη των συνέδρων της Επιδαύρου, μετά την πατριωτική πρόσκληση του Κολοκοτρώνη έφθασε στην Ερμιόνη, ενώ η μειοψηφική συσπείρωση των «παραστατών» κατέφυγε στην Αίγινα μαζί με τη «Διοικητική Επιτροπή» και έτσι επισφραγίστηκε de facto ο διχασμός ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες ομάδες.
Ύστερα από τη συνάθροιση της πλειοψηφίας των πληρεξουσίων στην Ερμιόνη και τη σχετική προετοιμασία, στις 18 Ιανουαρίου 1827 άρχισαν οι εργασίες των προκαταρκτικών συνεδριάσεων της Γ’ (τρίτης) Εθνοσυνέλευσης μέχρι τη 10η Φεβρουαρίου 1827 σε παρακείμενη του ιερού αυτού χώρου αίθουσα της οικίας Οικονόμου, όπου στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο. Μετά την ορκωμοσία των συνέδρων την 11η Φεβρουαρίου 1827 στον παρόντα Ιερό Ναό των Ταξιαρχών, ξεκίνησαν οι τακτικές συνεδριάσεις στην ίδια αίθουσα, με πρόεδρο τον Γεώργιο Σισίνη και τη συμμετοχή 147 αντιπροσώπων συνολικά. Την 17η Μαρτίου 1827 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Συνέλευσης , στις οποίες κατοχυρώθηκαν τέσσερα ψηφίσματα και ελήφθησαν διοικητικές και στρατιωτικές αποφάσεις.
Διερευνώντας όλα τα συμβάντα, τα συνδεόμενα με τη Γ’ (τρίτη) Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη, ανακαλύπτονται σπουδαία ιστορικά στοιχεία, που αναδεικνύουν θετικά τη συμβολή της, γιατί τροχιοδρόμησαν σημαντικές εξελίξεις και τελικά οδήγησαν στο ποθούμενο και στο ζητούμενο.
Ιδιαίτερα αξιόλογο ιστορικό στοιχείο στην εξέλιξη των γεγονότων είναι ο ασφαλής τόπος επιλογής της Ερμιόνης, με τους λεβεντόψυχους κατοίκους της. Μέσα σ’ αυτό το ευοίωνο κλίμα, ο Γέρος του Μοριά, ο Πρόεδρος Γεώργιος Σισίνης και όλο «το επιτελείο» μπόρεσαν να οργανωθούν και να προσεταιριστούν παραστάτες, που είχαν επίγνωση των κρίσιμων καταστάσεων. Συνάμα, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, οι επιδέξιοι χειρισμοί του εμβληματικού ηγέτη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των σωφρονεστέρων πληρεξουσίων, γιατί αποσοβήθηκε η άμεση σύγκρουση των αντιπάλων παρατάξεων.
Μεταξύ των άλλων, η Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη ανέπτυξε σημαντικές δραστηριότητες ως «Κυβερνητική Επιτροπή», αφού η «Κυβέρνηση» με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη βρισκόταν «εγκλωβισμένη» στην Αίγινα. Συνάμα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο κορυφαίος διοργανωτής του σπουδαίου αυτού εγχειρήματος, διακρίθηκε ως διπλωματικός εκπρόσωπος των αγωνιζομένων Ελλήνων στις διαβουλεύσεις, που είχε με τον Άγγλο Στράτφορντ Κάνιγκ, πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη και διαμεσολαβητή του Ελληνικού ζητήματος με την Υψηλή Πύλη.
Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Συνέλευσης ο Θ. Κολοκοτρώνης αναλώθηκε σε συμφιλιωτικές διαβουλεύσεις με τους φιλέλληνες Βρετανούς, πλοίαρχο Χάμιλτον, αντιστράτηγο Τζωρτζ και τον ναύαρχο Κόχραν. Οι συζητήσεις στρέφονταν κυρίως στην εθνική συμφιλίωση των δύο αντιτιθεμένων ομάδων(στην Ερμιόνη και στην Αίγινα) και την κατάλληλη στιγμή, όλοι μαζί ενωμένοι αποδέχτηκαν την συνέχιση από κοινού των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα.
Είναι επίσης, γεγονός προφανές ότι η Συνέλευση στην Ερμιόνη στάθηκε ως στυλοβάτης της Επανάστασης στην πιο κρίσιμη καμπή. Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο είχε λειτουργήσει ως καταλύτης για την αποδιοργάνωση του Αγώνα, αφού είχαν προηγηθεί δύο εμφύλιοι πόλεμοι, που είχαν σκορπίσει εθνικό διχασμό, διάσπαση της ηγεσίας και επικράτηση απειθαρχίας στο στράτευμα.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα, οι διεθνείς συνθήκες απαιτούσαν συντονισμό των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Σ’ αυτό το επίμαχο χρονικό σημείο, τονίζουμε ότι η καταστροφική επίθεση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συνένωσε τα ευρωπαϊκά κράτη, άλλαξε τη συμμαχική διπλωματία υπέρ του Ελληνικού ζητήματος και έτσι σώθηκε η Ελληνική Επανάσταση.
Εκ των πραγμάτων, η Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη υπήρξε «προδρομική» για τη Συνέλευση στην Τροιζήνα. Τούτο γίνεται αντιληπτό, όχι μόνο γιατί οι πληρεξούσιοι αποδέχθηκαν την εθνική συμφιλίωση και τη συνέχιση των εργασιών στην Τροιζήνα , αλλά και γιατί είχαν δημιουργηθεί στην Ερμιόνη ώριμες συνθήκες για τη λήψη ρηξικέλευθων αποφάσεων και ψηφισμάτων, όπως ήταν η οριστική εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη και η ψήφιση του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», βασισμένου στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ωσαύτως, οι πληρεξούσιοι της Γ’(τρίτης) Εθνοσυνέλευσης, αφήνοντας πίσω τη διχόνοια, επέδειξαν αδιάσπαστη ενότητα σ’ αυτή τη δύσκολη φάση του Αγώνα και μαζί με τον πατριωτισμό και το αίσθημα της ιστορικής ευθύνης, υπενθυμίζουν σε όλους μας ότι μπορούμε να ανακάμπτουμε και να μεγαλουργούμε. Συνάμα θεωρώ επιβεβλημένη υποχρέωση να επισημειώσω ότι μέσα από αυτή την εκδήλωση αναδύονται τα μηνύματα της εθνικής ομοψυχίας, της αγάπης για την Πατρίδα, της πίστης στο θεό και στον δίκαιο αγώνα. Για τούτο ενδείκνυται να υψώσουμε την ιστορία ως δάσκαλο και σύμβουλό μας, να ενεργοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας μας, θέτοντας ως προτεραιότητα το καθήκον απέναντι στο μέλλον της πατρίδας μας.
Ανάμεσα στα άλλα, ο σημερινός ιστορικός εορτασμός της Εθνοσυνέλευσης οργανώθηκε από την εντεταλμένη Επιτροπή του Δήμου μας υπό τη δημιουργική καθοδήγηση του κ. Δημάρχου Ερμιονίδας, ενώ ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε η προετοιμασία του σχεδιασμού της εκδήλωσης με την αγαστή συνεργασία της Περιφέρειας Πελοποννήσου, της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας, του Δήμου Ερμιονίδας, της Δημοτικής Κοινότητας Ερμιόνης, του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ερμιόνης και του Ερμιονικού Συνδέσμου, ο οποίος είχε και την αρχική πρωτοβουλία της εορταστικής επετείου των 190 χρόνων της Συνέλευσης.
Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας, Σεβασμιώτατε, εκλεκτή και σεβαστή ομήγυρη, τιμώντας τη μνήμη των Αγωνιστών οφείλουμε να παραμείνουμε ενωμένοι όλοι μαζί, να αποδεχθούμε ό,τι αξίζει και να αγωνιστούμε ενάντια σε ό,τι μάς αλλοτριώνει. Αυτό πρέπει να είναι το αληθινό χρέος μας.