Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Δημήτρης Τουτουντζής
Για τους πειρατές γενικά.
Η πειρατεία, όπως και ο φόνος, είναι ένας από τους κλάδους της ανθρώπινης
δραστηριότητας, που βρίσκουμε πολύ νωρίς τα ίχνη του στην ιστορία. Η πειρατεία
εμφανίζεται με τις πρώτες νύξεις για τα ταξίδια και το εμπόριο. Μπορούμε να
συμπεράνουμε πως πριν περάσει πολύς καιρός από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να
μεταφέρουν εμπορεύματα από έναν τόπο σε άλλο, πολλοί διαπίστωσαν πως ήταν
κερδοφόρο να αρπάζουν αυτά τα προϊόντα στη διάρκεια της μεταφοράς τους.
Σε όλες τις θάλασσες της
υδρογείου και σε όλες τις εποχές, η πειρατεία πέρασε από ορισμένους καλά
καθορισμένους κύκλους. Στην αρχή μερικά άτομα από τους πιο φτωχούς πληθυσμούς
των παραλιακών ζωνών ενώνονταν σε ξεχωριστές ομάδες, που καθεμιά είχε ένα ή
περισσότερα καράβια, και ρίχνονταν στα πιο αδύνατα εμπορικά πλοία. Έπειτα
έρχεται η περίοδος της οργάνωσης, όταν οι ισχυρότεροι πειρατές απορροφούν τους
πιο αδύνατους ή τους υποχρεώνουν να παραιτηθούν από το επάγγελμα. Αυτοί οι μεγάλοι
οργανισμοί αναπτύχθηκαν τόσο πολύ ώστε καμιά ομάδα εμπορικών πλοίων, ακόμα και
με τον ισχυρότερο οπλισμό, δεν ήταν ασφαλισμένη από τις επιθέσεις τους.
Έπειτα έρχεται το στάδιο, όπου η
οργάνωση των πειρατών, έχοντας φτάσει ουσιαστικά στην ίδρυση ανεξάρτητου
κράτους, είναι σε θέση να κάνει αμοιβαία ωφέλιμες συμμαχίες με άλλα κράτη
εναντίον των εχθρών τους. Εκείνο που ήταν ως τότε πειρατεία γίνεται για ένα
διάστημα πόλεμος. Σ’ αυτό τον πόλεμο τα καράβια κάθε παράταξης θεωρούνται
πειρατικά για την άλλη και οι οπαδοί της κάθε παράταξης φέρνονται στους άλλους
σαν σε πειρατές. Στη διάρκεια αυτών των περιόδων βγήκαν από τη σκιά άνθρωποι
σαν τον φοβερό Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, τον άνθρωπο που έφερε την ημισέληνο ως τα
πιο οχυρά λιμάνια της Μεσογείου και εξασφάλισε μια νίκη ακόμα και εναντίον του
στόλου της Ισπανικής αυτοκρατορίας.
Η πειρατεία, στις στιγμές του
μεγαλείου της, περνάει στο πρώτο πλάνο της ιστορίας, ακόμα όμως και στις
περιόδους της κατάπτωσής της έχει μια δική της δύναμη γοητείας, χωρίς να λογαριάσουμε
την έλξη που μπορεί να ασκήσει το έγκλημα στην φαντασία. Γιατί η πειρατεία
είναι ένα έγκλημα ιδιόρρυθμης μορφής, που απαιτεί από τους οπαδούς του κάτι
παραπάνω από θάρρος, απαιτεί πανουργία και επιδεξιότητα στη χρήση των όπλων.
Ο αρχηγός των πειρατών έπρεπε να
είναι ικανός να μανουβράρει το καράβι του (στην αρχή μπορούσε να είναι ένα
πλεούμενο ακατάλληλο για ναυσιπλοΐα, ώσπου να μπορέσει να κλέψει κανένα
μεγαλύτερο) στις τρικυμίες και στις ναυμαχίες, να ταξιδεύει, παρά τις αβαρίες,
ως το λιμάνι-καταφύγιό του, να επιβάλλεται στους απείθαρχους αλήτες του παρά
τις αρρώστιες και τις δυσαρέσκειες, να χρησιμοποιεί την τέχνη του διπλωμάτη για
να εξασφαλίζει στην ξηρά μια σίγουρη αγορά, όπου να μπορεί να πουλάει τα
κλοπιμαία του. Οι άντρες με τέτοιες ικανότητες είναι σπάνιοι και λίγα αξιόπρεπα
επαγγέλματα μπορούν να παρουσιάσουν προσωπικότητες πιο εντυπωσιακές από εκείνες
που συναντάει κανείς στην κορυφή της πυραμίδας των πειρατών.
Ήταν παράξενοι άνθρωποι, ίσως
μάλιστα στην παραξενιά τους μάλλον παρά στις ικανότητές τους πρέπει να
αναζητήσει κανείς το μυστικό της γοητείας τους. Όσο για την
μετά θάνατο σωτηρία, είναι περίεργο να παρατηρήσει κανείς πόσοι από αυτούς
έκαναν τις πιο φοβερές πράξεις της ζωής τους με τη βεβαιότητα πως αυτά θα τους
καταλογίζονταν στο ενεργητικό τους στον άλλο κόσμο. Η έγνοια για τη σωτηρία της
ψυχής του έκανε τον πλοίαρχο Ρόμπερτς, που φορούσε πάντα στη διάρκεια της μάχης
«γιλέκο και παντελόνι από πολύτιμο δαμασκηνό ύφασμα, καθώς και μια χρυσή
αλυσίδα γύρω στο λαιμό από όπου κρεμόταν ένας μεγάλος διαμαντένιος σταυρός», να
επιβάλει στο καράβι του αυστηρή εγκράτεια, καθώς και τον απόλυτο σεβασμό προς
τις γυναίκες. Το ίδιο ενδιαφέρον για την ψυχή του έσπρωξε τον πλοίαρχο Ντάνιελς
να απαγάγει έναν ιερέα για να κάνει λειτουργία στο πλοίο του και να σκοτώσει
έναν από τους άντρες του πληρώματός του, γιατί είπε μια αισχρή κουβέντα στην
διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Η πειρατεία στην Αρχαία Ελλάδα.
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά
αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον
συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο
έργο του και θεωρείτο αξιοσέβαστη προσωπικότητα. Γενικά ο Όμηρος περιγράφει
συχνά με θαυμασμό σχετικές πράξεις από Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα πόλεις-κράτη
που ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλήστευση ξένων εμπορικών πλοίων,
όπως για παράδειγμα η Τάφος (σύμπλεγμα μικρών νησιών ανατολικά της Λευκάδας)
που οι πολίτες της «αγαπούσαν το κουπί» και εμπορεύονταν σκλάβους. Οι Τάφιοι
πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον»
ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίον χάρισε η
Αθηνά στον Ιάσωνα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.
Στην Αρχαία Ελλάδα η πειρατεία ήταν τόσο
συνηθισμένο επάγγελμα, ώστε ο ιστορικός Θουκυδίδης γράφει ότι η πειρατεία ήταν
τιμητικό επάγγελμα, και ήταν τόσο συχνό, ώστε ο δεχόμενος στο σπίτι του ένα
ξένο, τον ρωτούσε αν σκοπός του ταξιδίου του ήταν η πειρατεία, σαν να ήταν
έντιμη εμπορική επιχείρηση!
Με την πάροδο του χρόνου η
πειρατεία γιγαντωνόταν και καθώς ο ελληνικός κόσμος όδευε προς την κλασική
εποχή, ο Περικλής κάλεσε όλες τις ελληνικές πόλεις να συσκεφθούν για το πώς θα
περιορίσουν την πειρατεία, αλλά η πρωτοβουλία δεν τελεσφόρησε εξ αιτίας της
άρνησης των Σπαρτιατών να λάβουν μέρος. Τότε οι περισσότερες πόλεις
προσπαθούσαν να θωρακιστούν εναντίον όσων ληστών απειλούσαν τις ακτές ή τα
πλοία τους μόνες τους, αλλά συνέχιζαν να αδιαφορούν για την εξάλειψη της πειρατείας
εκτός των ορίων τους. Αρκετές εξακολούθησαν να είναι ηθικοί ή φυσικοί
αυτουργοί. Ο Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των
Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και
Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία. Εξίσου επικίνδυνα ήταν
τα Κύθηρα, για τα οποία ο Σπαρτιάτης σοφός Χίλων είχε πει ότι καλύτερα να
καταποντίζονταν στο βυθό της θάλασσας, παρά να γίνονταν σπαρτιατική κτήση. Τις
τακτικές των Κυθηρίων θα πρότεινε αργότερα ο Δημάρατος στον Ξέρξη για να
καταλάβει τη Λακεδαίμονα.
Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η
περίπτωση του Σάμιου τυράννου Πολυκράτη, ο οποίος συγκρότησε ένα στόλο από 100
πεντηκοντόρους (πολεμικά πλοία με 50 κουπιά) και 1.000 τοξότες και λυμαινόταν
το Αιγαίο. Για τον Ηρόδοτο, ο Πολυκράτης δεν ήταν κατακριτέος για αυτές καθ’
αυτές τις ενέργειες, αλλά διότι λήστευε τους πάντες χωρίς να κάνει διάκριση σε
φίλους και εχθρούς.
Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής
καταστολής και συνάμα ηθικής
απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την
Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ.. Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και
οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολοκλήρου του Αιγαίου, μέσω της Δηλιακής συμμαχίας, οι
Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την
απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων. Από εκείνη την περίοδο
διασώζονται τουλάχιστον δύο εκστρατείες με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό την
καταστολή της πειρατείας. Του Κίμωνα εναντίον των Δολόπων της Σκύρου και του
Περικλή στη Θράκη, τη «γεμάτη πειρατικά λημέρια». Πιστεύεται ότι η προστασία
που προσέφερε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία στο μέσο ταξιδιώτη ή κάτοικο του
Αιγαίου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια του Μίνωα που αναπολούσαν οι
αρχαίοι συγγραφείς.
Με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια μετά
την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Αθηναίοι κράτησαν έως και τον 4ο
αιώνα π.Χ. τα σκήπτρα στο Αιγαίο, καταδιώκοντας την πειρατεία. Ο Δημοσθένης
διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατά
των τους εμπόρους αδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με
πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχτηκαν πειρατές στο νησί τους. Όμως οι
πειρατές δεν σταμάτησαν να αποτελούν κίνδυνο, ιδιαίτερα όσοι εξορμούσαν από
μακρινές περιοχές, δεδομένου μάλιστα ότι η Αθήνα έμπαινε σε φάση παρακμής. Στο
επιτύμβιο επίγραμμα κάποιου Λεωνίδα από τον Τάραντα που διασώζεται στην
Παλατινή Ανθολογία, αναπαράγεται η στερεότυπη αντίληψη πως οι Κρήτες είναι
«πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι». Πράγματι, από τις αρχές της 1ης
χιλιετίας που το νησί κατακτήθηκε από τους Δωριείς μέχρι και τα ελληνιστικά
χρόνια, οι Κρήτες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η
Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχτηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση
σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία.
Παρόμοιο παράδειγμα ήταν οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι
συνεργάζονταν με πόλεις του Βοσπόρου και ειδικεύονταν στις απαγωγές ταξιδιωτών
και κατόπιν έβαζαν τα θύματά τους να γράφουν δακρύβρεχτες επιστολές προς
συγγενείς για να τους εξαγοράσουν.
Όταν ο Φίλιππος ο πατέρας του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, έπειτα από τη μάχη της Χαιρώνειας, το 337 π.Χ. κυρίευσε τις
Κυκλάδες, πρώτη του φροντίδα ήταν να καταδιώξει τη μεγάλη πληγή της πειρατείας.
Γιατί οι πειρατές είχαν μείνει για πολύ καιρό ακαταδίωκτοι και είχαν αποκτήσει
τέτοια θρασύτητα, ώστε μπορούσε κανείς να πει ότι τα νησιά τα κυβερνούσαν
πειρατές. Για να τους εξοντώσει ο Φίλιππος έβαλε στους πειρατές μεγάλες ποινές και
τους κυνηγούσε με όλα τα μέσα. Όταν όμως πέθανε, τα νησιά ξανάπεσαν στα χέρια
των πειρατών.
Φοβεροί πειρατές θεωρούνταν
επίσης οι Ιλλυριοί και οι Ετρούσκοι οι οποίοι λυμαίνονταν τα δρομολόγια μεταξύ
της μητροπολιτικής και της «Μεγάλης Ελλάδας». Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε
προσωρινά να περιορίσει τους πρώτους, όταν εξανάγκασε ολόκληρη την Ιλλυρία σε
υποταγή και πήρε κάποιους στο στρατό του. Οι δεύτεροι των οποίων χώρος δράσης
ήταν αρχικά η Δυτική Μεσόγειος, βγήκαν στη βόρεια Αδριατική και σύντομα εξελίχθηκαν σε μείζονα απειλή για
το αθηναϊκό εμπόριο. Διασώζεται ότι οι Αθηναίοι είχαν απευθύνει έκκληση προς
τον Αλέξανδρο να λάβει μέτρα, αλλά αυτός
ήταν υπερβολικά απασχολημένος στην Ανατολή για να ασχοληθεί με κάτι που
είχε τις ρίζες του στην ιταλική χερσόνησο.
Η διάσπαση της αυτοκρατορίας του
Μ. Αλεξάνδρου σε μικρότερα βασίλεια, τα οποία αναλώνονταν σε μεταξύ τους
διενέξεις, οδήγησε την πειρατεία σε νέα άνθιση. Δεν ήταν μόνο αδυναμία των
διαδόχων να ελέγξουν τις θάλασσες, αλλά και το ότι συχνά επιζήτησαν τη
συνεργασία των πειρατών στους μεταξύ τους πολέμους, χρησιμοποιώντας την
πειρατεία σε μέθοδο ρύθμισης των ναυτικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου.
Πολλοί μονάρχες στρατολογούσαν Κρήτες και Αιτωλούς. Ο «αρχιπειρατής» του 3ου
αιώνα π.Χ. υπηρετούσε όποιον του προσέφερε περισσότερα σε καιρό πολέμου, ενώ
λεηλατούσε πλοία και πόλεις για λογαριασμό του σε καιρό ειρήνης.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ
Διόνυσος, βασιλιάς του Πόντου και τελευταίος μεγάλος αντίπαλος της Ρώμης στη
Μικρά Ασία, συμμάχησε με τους πειρατές της Κιλικίας και τους χρησιμοποίησε ως
τακτικό πολεμικό ναυτικό.
Επίσης οι Ιλλυριοί
επανεμφανίστηκαν στο Ιόνιο, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των διαδόχων του
Αντίγονου και των Ηπειρωτών, και από εκεί επέδραμαν εναντίον των ακτών της Δυτικής
Ελλάδας ή λεηλατούσαν ελληνικά και ρωμαϊκά πλοία.
Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των
πειρατών σε αυτήν την περίοδο υπήρξε η Ρόδος. Στο πρώτο μισό του 2ου
αιώνα π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την Κρητική πειρατεία στα πλαίσια
δύο πολέμων, του πρώτου και του δεύτερου Κρητικού, χωρίς επιτυχία.
Καθώς η ελληνιστική περίοδος
πλησίαζε στο τέλος της, τα πιο διαβόητα πειρατικά λημέρια του ελληνικού κόσμου
μεταφέρονταν στην Κιλικία, δηλαδή τα μικρασιατικά παράλια ΒΑ της Κύπρου. Για
μεγάλο διάστημα στον 3ο π.Χ. αιώνα, όσο η αυτοκρατορία των
Σελευκιδών περιπολούσε τις ρότες μεταξύ Συρίας και ελλαδικού χώρου, η πειρατεία
στην Κιλικία βρισκόταν σε ύφεση, τουλάχιστον σε σύγκριση με το Αιγαίο. Όμως
μετά το 190 π.Χ. και τις ήττες του Αντίοχου Γ΄ σε Μαγνησία και Μυόνησο, οι
Σελευκίδες απέσυραν το ναυτικό τους, αφήνοντας ένα κενό αστυνόμευσης που δεν
μπόρεσαν να αναπληρώσουν οι νέοι κύριοι της ευρύτερης περιοχής (οι σύμμαχοι των
Ρωμαίων). Αυτό επέτρεψε την εγκατάσταση πειρατών από τον ελλαδικό χώρο (κυρίως Ακαρνάνων),
φυγάδων κατά την περίοδο των Μακεδονικών πολέμων. Έτσι πολύ σύντομα
εγκαθιδρύθηκε στην Κιλικία μια απρόσβλητη πειρατική επικράτεια, ενισχυόμενη και
από κάποιους τελευταίους αντιρωμαίους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, από όπου για
παραπάνω από έναν αιώνα εξορμούσαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Στη Δυτική Μεσόγειο τα νερά της
ιταλικής χερσονήσου δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνα. Βασικός χώρος άσκησης της
πειρατείας ήταν το Τυρρηνικό πέλαγος. Σε αιγυπτιακές επιγραφές, με την πρώτη να
χρονολογείται την εποχή του Φαραώ Αμένοφι Γ΄ αρχές 14ου αιώνα π.Χ.,
εμφανίζεται επανειλημμένα ένας λαός της θάλασσας με την ονομασία Σερντέν ή
Σαρτάνα υπό διάφορες ιδιότητες, όπως μισθοφόροι των Φαραώ, εισβολείς, ναυτικοί,
πειρατές. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν την έδρα τους στη Σαρδηνία και την
Κορσική. Δηλαδή ήταν Ετρούσκοι. Εάν αυτές οι ταυτίσεις είναι σωστές, τότε οι
Ετρούσκοι είναι οι πρώτοι καταγεγραμμένοι πειρατές της Δυτικής Μεσογείου.
Με την εγκατάσταση Ελλήνων στη
Νότια Ιταλία και ακόμη παρά πέρα, οι Ετρούσκοι απέκτησαν ισχυρούς ανταγωνιστές.
Οι Κυμαίοι που ίδρυσαν τη Ζάγκλη στο ΒΑ άκρο της Σικελίας και οι Φωκαείς τη
Μασσαλία στη Γαλλία, αρέσκονταν στην πειρατεία .
Το 535 π.Χ. οι Ετρούσκοι και οι
Καρχηδόνιοι συνασπίστηκαν για να τους ανακόψουν, αλλά οι Φωκαείς τους
καταναυμάχησαν ανοιχτά της Σαρδηνίας σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Τα Αιόλια νησιά, πολύ κοντά στη
Σικελία, (ΒΔ της Ζάγκλης), έγιναν πειρατικός παράδεισος. Το νησί Λίπαρι
αποτελούσε κέντρο μιας από τις πιο φημισμένες πειρατικές κοινότητες της Μεγάλης
Ελλάδας. Κατά το Λίβιο, «εκεί την πειρατεία την έβλεπαν σαν κρατικό θεσμό και
κατά το έθιμο η κυβέρνηση διαμοίραζε (ενν. στους πολίτες) τα λάφυρα που
αποκόμιζαν με αυτόν τον τρόπο. Ο ίδιος αναφέρει ένα περιστατικό που βρίσκουμε
και σε άλλους συγγραφείς. «Όταν οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Βήιους (396 π.Χ.),
αποφάσισαν να στείλουν στο Μαντείο των Δελφών ένα αναθηματικό χρυσό κύπελλο,
αξίας ίσης με το 1/10 της λείας. Οι Αιολιανοί όμως κατέλαβαν εν πλω το πλοίον
που μετέφερε την πρεσβεία και το πήγαν στο Λίπαρι, για να κάνει τη μοιρασιά ο
ανώτατος άρχοντάς τους. Εκείνη τη χρονιά την ηγεσία είχε ο Τιμασίθεος, ο οποίος
όταν έμαθε την εθνικότητα και τον ιερό σκοπό των ταξιδευτών, τους επέστρεψε το
καράβι και το πολύτιμο φορτίο του και διέταξε τους άνδρες του να το συνοδεύσουν
σε όλο το ταξίδι για να το προστατεύσουν από άλλους πειρατές.
(Τέλος πρώτου μέρους).
.