Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Τώρα πια ...

Όλα τα κομμάτια που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Το περιθώριο '68-'69» γράφτηκαν τους τελευταίους μήνες του 1968 και τους πρώτους του 1969.
Σε πολύ περιορισμένο αριθμό δακτυλογραφημένων αντιγράφων κυκλοφόρησαν τον ίδιο χρόνο (1969) και διαβάστηκαν από φίλους.
(Μαν. Αναγνωστάκης)



Ναυάγιο. Αϊτής

Τώρα πια που δε γράφω και η απόσταση του χρόνου με βοηθάει,
βλέπω καθαρότερα πόσες φορές, πραγματικά,
έπνιξα στο λαρύγγι μου τα ίδια μου τα τραγούδια.
Στα λιγοστά ποιήματα που,
μέσα σε είκοσι πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα,
αν εξαιρέσω το πρώτο και ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου,
σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία στιγμή λέξεις,
δεν αλλοίωσα έννοιες, δεν αφαίρεσα ολόκληρους στίχους,
γιατί υπήρχαν εκεί ίσως μερικά πράγματα που δεν έπρεπε ακόμα να ειπωθούν.
Πόσοι άραγε απ' αυτούς που, δίκαια,
μ' έψεξαν για «χαλαρότητα στην έκφραση», για «ηθελημένη ασάφεια»,
για «αδιαφορία στη μορφή»,
υποπτεύθηκαν πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη,
που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολόκληρο νόημα,
να στήσει έναν κόσμο - και δεν την έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα)
πως δεν έπρεπε α κ ό μ α να γραφτεί.

(Σ' όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια μέσα μας,
ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι).

Ήττα, καταστροφές, καιρός καταφρόνιας.
Και τα σημάδια του χρόνου, αυτής της αρρώστιας που δεν έχει γιατρειά.
Ανάμεσα σ' εκείνους που «λύγισαν» και σ' εκείνους που «δεν λύγισαν»
- τι βάναυσος συμψηφισμός ειλικρίνειας, ταπεινών σκοπιμοτήτων,
απλουστεύσεων, ενοχής, απανθρωπίας.

Σχεδιάζουν ένα μακρόπνοο έργο σε τρεις τόμους.
Ορίζουν διάρκεια συγγραφής του πέντε ή έξι χρόνια.
Ταξινομούν λεπτομέρειες. Αποφασίζουν.
Μέσα στο διάστημα αυτό, των πέντε ή έξι χρόνων,
είναι βέβαιοι και ασφαλείς πως, χώρια θάνατο ή βαριά αρρώστια,
θα γράφουν κανονικά τόσες ώρες το πρωί, τόσες το βράδυ,
με την ίδια αδιατάρακτη πνευματική διάθεση,
με το ίδιο αμετάβλητο κέφι, πιστοί, στο πρόγραμμα,
χωρίς καμιά επιρροή των γεγονότων που τρέχουν έξω από το σπίτι τους,
απρόσβλητοι από κάθε αδέσποτη σφαίρα,
με το χρόνο ουσιαστικά καθηλωμένο, νεκρό, για πέντε ή έξι χρόνια.
Δύναμη ή αδυναμία, η μορφή αυτής της ψυχικής κτηνωδίας έχει,
οπωσδήποτε, ένα μεγαλείο.

Εμείς – άνθρωποι των Ιδεών.
Η ιδεολογία, οι ιδέες, οι κοσμοθεωρίες,
κάτι πιο πάνω από το ένστικτο και την ανάγκη.
Προϋποθέτουν χρόνο, δραστηριότητα, καταβολή δυνάμεων,
πέρα από το καμίνι της καθημερινότητας.
Για τους περισσότερους – οι ιδέες: μια πολυτέλεια.
Δεν έχουν τον καιρό, το προνόμιο της ανάσας.
Αγώνας του ενστίκτου και της ανάγκης.
Πίστη τυφλή, ασάλευτη σε μια «Ιδέα», κι ως τη θυσία, από απελπισία, από απόγνωση.

(Όχι πια το πώς θα ζήσεις καλύτερα,
αλλά αν θα ζήσεις καν).

Τώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει,
για την αγωνία της εποχής, το αδιέξοδο, την απανθρωπία του αιώνα,
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής,
για δίκες, για ρήγματα, για φράγματα, για ενοχές, για γρανάζια.
Όλα έχουν κωδικοποιηθεί, ταξινομηθεί, αποδελτιωθεί,
έχουν περάσει στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες,
προσφέρονται έτοιμα σε πακετάκια αυτοσερβιρίσματος, σε κάθε βαλάντιο προσιτά.
Θα 'ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς,
θα συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς,
ανθρωποι-δείγματα μιας περασμένης εποχής,
προς ικανοποίησιν της περιεργείας του κοινού
και προς χρήσιν των σχολείων και των επιδόξων συγγραφέων.



ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

(Απόσπασμα από το βιβλίο  «ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΄68 - ΄69», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000)

Έλλη Βασιλάκη