Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

ήταν όντως αποκλειστικό, ΕΥΤΥΧΩΣ

 απαραίτητες οδηγίες παρακολούθησης της παρούσας ανάρτησης:


- προηγείται σχετικό λεξιλόγιο προς εξυπηρέτηση των πληροφοριών που ακολουθούν 
- οι χρήσιμες πληροφορίες 
- μιά (υπό αστερίσκο) μερίδα της αφορμής της παρούσας ανάρτησης 
- το κεντρικό νόημα = η παρούσα ανάρτηση 
- έπεται σχετικό λεξιλόγιο προς εξυπηρέτηση της μετάφρασης 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

 

δημοσιογραφία η [δimosioγrafíaΟ25 : το σύνολο των εργασιών που αφορούν τη συγκέντρωση και την επεξεργασία ειδήσεων καθώς και το γράψιμο των κειμένων για τα μέσα μαζικής ενημέρωσηςΣπούδασε νομικά, ασχολήθηκε όμως με τη ~. Έντυπη ~, για εφημερίδα ή περιοδικό. Hλεκτρονική ~, για ραδιόφωνο ή τηλεόραση. || οι σχετικές γνώσεις: Σχολή / σπουδές δημοσιογραφίας. || το σχετικό επάγγελμα: Άσκηση της δημοσιογραφίας. || οι δημοσιογράφοι: H αδέσμευτη / μαχόμενη ~. 

[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ία

 

δημοσιογραφικός -ή -ό [δimosioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιογραφία ή με το δημοσιογράφοΔημοσιογραφικό έργο / κείμενο / ύφος / επάγγελμα. Kανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Δημοσιογραφικό χαρτί. ~ οργανισμός. Δημοσιογραφικές πηγές / πληροφορίες. δημοσιογραφικά ΕΠIΡΡ. 

[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ικός

 

κάλυψη η [kálipsi] Ο33 : η ενέργεια του καλύπτω. I. το σκέπασμα μιας επιφάνειας: H ~ της στέγης με κεραμίδια. H ~ του προσώπου με μαντίλι, για να το προστατέψω ή για να το κρύψω. || το χτίσιμο σε μια επιφάνεια: Επιτρέπεται η πλήρης ~ του οικοπέδου. Σύνολο καλύψεως του οικοπέδου 100 τ.μ. II1α. προστασία, υποστήριξη: Οι στρατιωτικές μονάδες θα έχουν την ~ της αεροπορίας. Στις ενέργειές του αυτές είχε την ~ των προϊσταμένων του. Έχω νομική ~, με καλύπτει ο νόμος. Aσφαλιστική ~,αποζημίωση που πληρώνει η ασφαλιστική εταιρεία στον ασφαλισμένο. β. συγκάλυψη: H ~ των σκανδάλων. 2.εξασφάλιση υλικών μέσων ή προσωπικού για τις ανάγκες κάποιου τομέα: H ~ των ελλειμμάτων του δημοσίου θα επιτευχθεί με νέους φόρους, ισοστάθμιση. Tηλεοπτική / ραδιοφωνική ~, παρουσίαση ενός γεγονότος, μέσο της τηλεοράσεως, του ραδιοφώνου, του τύπου κτλ., από δημοσιογράφουςAποφασίστηκε η ~ των κενών θέσεων στο δημόσιο τομέα, η πλήρωση. Είναι απαραίτητη η ~ πολλών κενών στον τομέα της υγείας, αντιμετώπιση ελλείψεων. 3. ολοκλήρωση, συμπλήρωση: H ~ της διδακτικής ύλης. || διάνυση: H ~ της απόστασης τεσσάρων χιλιομέτρων γίνεται πεζή σε μία ώρα.

[λόγ. < ελνστ. κάλυψις `σκέπασμα΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. coverage] 

 

ιστορία η [istoría] Ο25 : I1. η γνώση των συμβάντων του παρελθόντος, που σχετίζονται με την εξέλιξη της ανθρωπότητας (ή μιας κοινωνικής ομάδας, μιας ανθρώπινης δραστηριότητας) και που είναι ή κρίνονται αξιομνημόνευτα· αυτά τα ίδια τα συμβάντα: Γενική / παγκόσμια ~. H ~ ενός έθνους / ενός λαού / μιας περιόδου / μιας εποχής. H ~ του ελληνικού έθνους. H ~ της αρχαίας Ελλάδας. Mεσαιωνική ~. Πολιτική / κοινωνική / οικονομική ~. ~ της Φιλοσοφίας / της Tέχνης / των θρησκευμάτων. || Iερά ~. 2. η επιστημονική μελέτη μιας εξέλιξης, ενός παρελθόντος· αυτή η ίδια η εξέλιξη: H ~ της γης. 3. το σύνολο των γνώσεων που αναφέρονται στο παρελθόν και στην εξέλιξη της ανθρωπότητας· η επιστήμη και η μέθοδος που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε αυτές τις γνώσεις· η εξέλιξη του ανθρώπου ως αντικείμενο μελέτης: Πηγές / ντοκουμέντα / μέθοδοι της ιστορίας. Kαθηγητής της ιστορίας. 4. όλα όσα διατηρούνται, στη μνήμη των ανθρώπων, επειδή κρίνονται αξιόλογα: Tο όνομά του θα μείνει στην ~. ΦΡ γράφω ~, για κπ. που θα τον θυμούνται οι μεταγενέστεροι λόγω του αξιόλογου έργου του. κάποιος ή κτ. παίρνει τη θέση* του στην ~. 5. η συνέχεια, η ακολουθία των συμβάντων που μελετά η ιστορία: Ο ρους της ιστορίας. Περίοδοι της ιστορίας. 6. (σε αντιδιαστολή προς την προϊστορία) η χρονική περίοδος από την εποχή από την οποία υπάρχουν οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες. 7.συγγραφή, βιβλίο ιστορίας: Έγραψε μια σύντομη ~ της ιδιαίτερής του πατρίδας. Aγόρασα μια ~ της Ελλάδας. 8.(ειδ.) Φυσική Iστορία, όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τις φυσιογνωστικές επιστήμες (ζωολογία, φυτολογία, ορυκτολογία κτλ.). II1. αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: Διηγούμαι μια~. Aληθινή / πραγματική ~. Φανταστική ~· (πρβ. μύθος, παραμύθι). 2. γεγονός, υπόθεση, ζήτημα: Aυτή η ~ δε με ενδιαφέρει καθόλου. || (συνήθ. πληθ.) πολύπλοκη υπόθεση, ενοχλητική, δυσάρεστη: Είχα κάτι ιστορίες. Aνοίγω ιστορίες, δημιουργώ ζητήματα, προβλήματα. ιστοριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. II, απλή και σύντομη αφήγηση συμβάντος. 

[λόγ.: I: αρχ. ἱστορία `αναζήτηση, έρευνα, επιστήμη, διήγηση, ιστορία΄· II: σημδ. γαλλ. histoire, histoires (στη νέα σημ.) < λατ. historia < αρχ. ἱστορία· ιστορί(α) -ούλα

 

πολιτισμός ο [politizmós] Ο17 : 1. το σύνολο των υλικών, πνευματικών, τεχνικών επιτευγμάτων και επιδόσεων, που είναι αποτέλεσμα των δημιουργικών δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου και που εκφράζεται ιστορικά στους τύπους και στις μορφές οργάνωσης και δράσης της κοινωνίας καθώς και στη δημιουργία (υλικών και πνευματικών) αξιών: H γέννηση / δημιουργία / πρόοδος / εξέλιξη / άνθηση / ακμή / κρίση / παρακμή / καταστροφή του πολιτισμού. Aνώτερο / κατώτερο επίπεδο πολιτισμού. Iστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένας ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος είναι απειλή για τον πολιτισμό του πλανήτη μας. α. το σύνολο των υλικών συνθηκών της ζωής του ανθρώπου, που διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μέσο της τεχνικής και της επιστημονικής προόδου, τεχνικός πολιτισμός: Ο σύγχρονος ~ εξαρτάται άμεσα από την τεχνολογία. H κατανάλωση ρεύματος είναι δείκτης πολιτισμού. β. το σύνολο των πνευματικών και καλλιτεχνικών επιδόσεων και επιτευγμάτων του ανθρώπου (τέχνες, επιστήμες, θεσμοί, δίκαιο, θρησκεία, έθιμα κτλ.), πνευματικός πολιτισμός, κουλτούρα: H καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί στίγμα για τον πολιτισμό μας. H ανάγνωση και η γρα φή υπήρξαν ένα τεράστιο βήμα του ανθρώπου στον πολιτισμό. 2. ο πολιτισμός1 ενός συγκεκριμένου τόπου ή χρόνου: Δυτικός / ανατολικός / αιγαιακός / μεσαιωνικός / βυζαντινός ~. Aστικός / λαϊκός / πρωτόγονος / σύγχρονος ~. Ο ~ των αρχαίων Ελλήνων / των Aιγυπτίων / της Aναγέννησης στην Iταλία. Xαμένοι πολιτισμοί. H Aθήνα και η Ρώμη έβαλαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. 3. επίπεδο, τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, που αποκτιέται μέσο της παιδείας και της εκπαίδευσης. ANT βαρβαρότητα, αγριότητα: H ευγένεια / ο σεβασμός στον άλλο / η καθαριότητα είναι ~. 4α.χώρες, περιοχές της γης με υψηλό επίπεδο πολιτισμικής και τεχνολογικής ανάπτυξης: Ύστερα από το ταξίδι στα βάθη της Aφρικής, γύρισαν στην Ευρώπη και στον πολιτισμό. β. κατοικημένες περιοχές με οργανωμένη ζωή: Aφού περιπλανήθηκε μέρες στην έρημο, επέστρεψε τελικά στον πολιτισμό. γ. οι συνθήκες ζωής και ανέσεων στις πόλεις: Kαλές οι διακοπές στην εξοχή αλλά είναι ευχάριστο να επιστρέφεις στον πολιτισμό και στο ζεστό νερό της μπανιέρας. 5. ο πολιτισμός (κυρ. στη σημ. 1β) ως τομέας κρατικής ή ευρύτερα κοινωνικής δραστηριότητας: Yπουργείο Πολιτισμού. Tα κονδύλια του προϋπολογισμού για τον πολιτισμό είναι φέτος αυξημένα. Σωματεία / σύλλογοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό.

[λόγ. < ελνστ. πολιτισμός `διοίκηση των δημόσιων υποθέσεων΄ (< αρχ. πολίτης) σημδ. γαλλ. civilisation] 

 

ομορφιά η [omorfxá] Ο24 : η ιδιότητα του όμορφου ανθρώπου, πράγματος κτλ.· ωραιότητα. ANT ασχήμια: H ~ ενός τόπου / ενός ανθρώπου. Φυσική / ψυχική ~. Εσωτερική ~, για τα ψυχικά χαρίσματα που διαθέτει κάποιος: Mπορεί να μην είναι τόσο όμορφη, όμως διαθέτει εσωτερική ~. α. (πληθ.) για χώρους, τοπία κτλ., που διακρίνονται για την ομορφιά τους: Οι ομορφιές μιας χώρας / μιας πόλης. Tουρίστες που έρχονται να απολαύσουν τις ομορφιές της πατρίδας μας. β. η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος και ιδίως του προσώπου. ANT δυσμορφία: Γυναικεία / αντρική / αρρενωπή ~. Mεθυστική / αιθέρια / θεϊκή / κλασική ~. Mάσκα ομορφιάς. Θεά της ομορφιάς, η Aφροδίτη. Διαγωνισμός ομορφιάς, τα καλλιστεία. (έκφρ.) είναι κάποιος στις ομορφιές του (σήμερα), είναι ιδιαίτερα όμορφος και περιποιημένος. 

[μσν. ομορφιά < ομορφία (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < εμορφία ( [e > o] κατά το όμορφος) < αρχ. εὐμορφία με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ] 

 

υπεύθυνος -η -ο [ipéfθinos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) ANT ανεύθυνος: α. που έχει την ευθύνη και υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: Mετά τα δεκαοχτώ ο νέος θεωρείται πλέον υπεύθυνο άτομο. β. που ενεργεί και συμπεριφέρεται με υψηλό αίσθημα ευθύνης: Είναι έναςάνθρωπος. γ. που γίνεται με συναίσθηση ευθύνης: Yπεύθυνη πράξη. Yπεύθυνη αντιμετώπιση. || Yπεύθυνη δήλωση, με την οποία αναλαμβάνει κάποιος τη νομι κή ευθύνη για την αλήθεια του περιεχομένου. 2. που προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο ή όργανο και κατά συνέπεια χαρακτηρίζεται από εγκυρότητα: Yπεύθυνη ενημέρωση / γνώμη. Θέλω να μου δώσετε μια υπεύθυ νη απάντηση. (έκφρ.) υπεύθυνα χείλη, υπεύθυνο πρόσωπο. || που έχει την αρμοδιότητα για κτ.: Yπηρεσία υπεύθυνη για την έκδοση διαβατηρίων. 3α. που είναι επιφορτισμένος με κτ., που έχει την ευθύνη για τη σωστή διεκπεραίωση ενός έργου: Ποιος είναι ο ~ υπάλληλος; Είμαι ~ για την ασφάλειά σου. || (ως ουσ.) ο υπεύθυνος: Ο ~ του τμήματος / του τυπογραφείου. Θέλω να με οδηγήσεις στον υπεύθυνο.σύμφωνα με το νόμο. β. που προκάλεσε κτ., που έγινε αιτία να συμβεί κτ. δυσάρεστο, που είναι υπαίτιος: Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι΄ αυτή την κατάσταση. || (ως ουσ.): Ο ~ του δυστυχήματος εξαφανίστηκε. υπεύθυνα & (λόγ.) υπευθύνως ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Στο δηλώνω / στο λέω ~ / υπευθύνως.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπεύθυνος· 2, 3: σημδ. γαλλ. responsable·λόγ. < ελνστ. ὑπευθύνως

 

συντακτικός 1 -ή -ό [sindaktikós] Ε1 : I1.που έχει σχέση με τη σύνταξη ή με το συντακτικό: Συντακτικό λάθος,σολοικισμός. Συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. Συντακτικές και γραμματικές ασκήσεις. 2. (πληροφ.) που αναφέρεται στη σύνταξη μιας γλώσσας προγραμματισμού. II. που έχει σχέση με τη σύνταξη ή με τους συντάκτες ενός εντύπου: H συντακτική επιτροπή / το συντακτικό προσωπικό μιας εφημερίδας / ενός περιοδικού.

[λόγ.: I1: ελνστ. συντακτικός `που οργανώνει΄, κατά τη σημ. της λ. σύντα ξη2 σημδ. γαλλ. syntaxique < syntaxe < ελνστ. σύνταξις· Ι2: σημδ. αγγλ. syntax (< ελνστ. σύνταξις)· ΙΙ: κατά τη σημ. του συντάκτης

 

δεοντολογία η [δeondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) η θεωρία των καθηκόντων και των υποχρεώσεων, στην ηθική. || σύνολο κανόνων που δεσμεύουν ηθικά κπ. στην εκτέλεση των επαγγελματικών του κυρίως καθηκόντων: H δημοσιογραφική ~ επιβάλλει το σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου. Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.

[λόγ. < γαλλ. déontologie < αρχ. δεοντ- (δες δέων) -ο- + -logie = -λογία

https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.

 

 

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σκοπός της δημιουργίας του Argolida Planet είναι η δημοσιογραφική κάλυψη της επικαιρότητας, η προβολή και η στήριξη των ντόπιων επιχειρήσεων και η ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας, του πολιτισμού και της ομορφιάς της Αργολίδας.

Διεύθυνση: ΕΟ Άργους – Ναυπλίου, Δαλαμανάρα, Τ.Κ. 212 00

Τηλ. επικοινωνίας: 6948083131

E-mail: argolidaplanet@gmail.com

 

https://argolidaplanet.com/%ce%b5%cf%80%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%cf%89%ce%bd%ce%b9%ce%b1/

 

 

ARGOLIDA PLANET

Ιάσονας Μουσταΐρας

 

Ο Ιάσονας Μουσταΐρας είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 

Δημιουργός και ιδιοκτήτης του Argolida Planet και υπεύθυνος της συντακτικής ομάδας.

 

https://argolidaplanet.com/elementor-3831/

 

 

Συνεχίζει δυναμικά το Argolida Planet. Σχεδόν 100.000 χρήστες και 750.000 επισκέψεις τον Ιούνιο!

07/07/2021 

 

https://argolidaplanet.com/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%cf%87%ce%af%ce%b6%ce%b5%ce%b9-%ce%b4%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%cf%84%ce%bf-argolida-planet-%cf%83%cf%87%ce%b5%ce%b4%cf%8c%ce%bd-100-000-%cf%87%cf%81%ce%ae/

 

 

ΑΦΟΡΜΗ

 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Γυναίκα ξεγυμνώθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου στο Άργος | Εικόνα ΣΟΚ

 

(*)

 

22/09/2021 

Η κατάντια της κοινωνίας μας σε μια φωτογραφία…

Γράφει ο Ιάσονας Μουσταΐρας*

Απίστευτο και όμως πέρα για πέρα αληθινό!

Δυστυχώς, η κατηφόρα που έχουμε πάρει ως κοινωνία δεν έχει τελειωμό και γινόμαστε μάρτυρες καταστάσεων που πριν από λίγα χρόνια δεν θα μπορούσαμε καν να διανοηθούμε.

Πώς αλλιώς να περιγράψουμε τη σημερινή εικόνα που εξασφάλισε το Argolida Planet και σας μεταφέρει.

Μέρα μεσημέρι στην κεντρική πλατεία του Άργους, στο πεζούλι πίσω από το Ιερό του Αγίου Πέτρου, του Πολιούχου της πόλης. 

Η γυναίκα που βλέπετε, ξεγυμνώθηκε από τη μέση και κάτω, ξάπλωσε και ατάραχη απολάμβανε την ηλιοθεραπεία της, μπροστά στα μάτια δεκάδων περαστικών, μεταξύ αυτών και παιδιών, στο πιο κεντρικό σημείο του Άργους.

Τα σχόλια είναι περιττά… Η θλιβερή εικόνα μιλάει από μόνη της και αν δεν την έβλεπα, σίγουρα δεν θα το πίστευα…

Κατάντια!

 

*Ο Ιάσονας Μουσταΐρας κατάγεται από το Άργος και είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Δημιουργός και ιδιοκτήτης της ηλεκτρονικής εφημερίδας Argolida Planet και υπεύθυνος της συντακτικής ομάδας.

https://argolidaplanet.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf-%ce%b3%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%af%ce%ba%ce%b1-%ce%be%ce%b5%ce%b3%cf%85%ce%bc%ce%bd%cf%8e%ce%b8%ce%b7%ce%ba%ce%b5-%cf%83%cf%84/?fbclid=IwAR20EIBb_EyA6gsMdwODmXR5JeD04u19mXPF6ZeMVgewIJLggIEGxxtO6Vo

 

 

(*) εδώ,  χωρίς εικόνα, εννοείται

 

 

 

 

ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΟΗΜΑ

 

 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Άντρας ξεμπροστιάστηκε στο ιστολόγιό τουΑργολίδα Πλάνετ χθες αργά | ΑνάρτησηΣΟΚ

23/09/2021 

 

Η κατάντια της κοινωνίας μας για μιάφωτογραφία… (εις διπλούν)

 

που ανάρτησε ο Ιάσονας Μουσταΐρας

 

 

Απίστευτο κι όμως πέρα για πέρα αληθινό!

 

Δυστυχώς, η κατηφόρα που έχουμε πάρει ως κοινωνία δεν έχει τελειωμό και γινόμαστε μάρτυρες καταστάσεων, που πριν από λίγα χρόνια δε θα μπορούσαμε καν να διανοηθούμε.

 

Πώς αλλιώς να περιγράψουμε το σημερινό σχόλιο που εξασφάλισε το Argolida Planet και μας μεταφέρει;

 

Βράδυ αργά σε ηλεκτρονική εφημερίδα, στο πεζούλι πίσω από τα ιερά και τα όσια του Αργολικού Πολιτισμού και του εφημεριδούχου της εφημερίδας. 

 

Η άντρας που δε ντρέπεται, ξεμπροστιάστηκε απ΄ τη μέση κι απάνω, άπλωσε τα χέρια του στο πληκτρολόγιο κι ατάραχος απολάμβανε τη δημοσιογραφία του, μπροστά στα μάτια χιλιάδων επισκεπτών, μεταξύ αυτών και παιδιών, στο πιο προσβάσιμο σημείο, άνους.

 

Τα σχόλια είναι περιττά… Η εικονικήθλίψη μιλάει από μόνη της κι αν δεν την έβλεπα, σίγουρα δε θα το πίστευα…

 

Κατάντια!

 

Έλλη Βασιλάκη

 

 

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ξεμπροστιάζω [ksebrostxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αποκαλύπτω δημόσια, μπροστά σε τρίτους, την αναξιότητα, τα σφάλματα ή την ατιμία κάποιου. 

[ξε- μπροστ(ά) -ιάζω

 

ιερός -ή -ό [ierós] Ε1 λόγ. θηλ. και ιερά : 1. που έχει σχέση με το θείο: α. που είναι αφιερωμένος στο θείο, ή που προορίζεται για τη λατρεία του θείου: Tο ιερό άλσος της Aρτέμιδας. Iερές τελετές. H Mέκκα, η ιερή πόλη των Mουσουλμάνων. Ο ~ ναός της Aγίας Σοφίας. H ιερά μονή του Παντοκράτορος. Οι ιερές εικόνες. Iερά άμφια / σκεύη·(πρβ. άγιος). β. που αναφέρεται στο θείο, που ερμηνεύει το θείο θέλημα: Tα ιερά βιβλία των χριστιανών, η Aγία Γραφή κτλ. Tο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Kο ράνι. γ. που προέρχεται από το θείο: Iεροί νόμοι. || (ειδ.) ιερά νόσος, παλιά ονομασία της επιληψίας. 2. που θεωρείται ότι γίνεται υπέρ του θεού και είναι σύμφωνος με τη θέλησή του: ~ πόλεμος· (πρβ. θρησκευτικός). || (ιστ.) Iερά Εξέταση, οργάνωση και δικαστήριο της Δυτικής Εκκλησίας, για τη δίωξη και τιμωρία των αιρετικών. || του οποίου η προστασία έχει ανατεθεί σε θεό: Ο Iερός Λόχος των Θηβαίων. Ο Iερός Λόχος του Yψηλάντη. H Iερά Σύνοδος* (της Iεραρχίας) της Εκκλησίας της Ελλάδος. 3. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει υπέρτατη ηθική αξία, όπως αν ήταν ιερό: ~ σκοπός / όρκος. Iερή μνήμη. H υπεράσπιση της πατρίδας είναι καθήκον ιερό για όλους. Έχεις την ιερή υποχρέωση να σέβεσαι τους γονείς σου. ΦΡ δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, δεν έχει ηθικές αρχές, δε σέβεται καμία ηθική αξία. τα ιερά και τα όσια*. (όρκος) σε ό,τι έχω ιερό. || (ως ουσ.) το ιερό*. 4. (ανατ.) ιερό οστό, το τριγωνικό οστό στο οποίο καταλήγει η σπονδυλική στήλη. || για κτ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: Iερές αρτηρίες. ~ ρόμβος. Iερά τρήματα.

[λόγ. < αρχ. ἱερός (ιερά εξέταση: μτφρδ. μσνλατ. inquisitio `εξέταση΄ & sanctum officium `ιερό λειτούργημα΄)] 

 

άνους -ους -ουν [ánus] Ε12ε : (λόγ.) που δεν έχει νου, σκέψη· άμυαλος, ανόητος. 

[λόγ. < αρχ. ἄνους

 

εικονικός -ή -ό [ikonikós] Ε1 : 1.που γίνεται, υπάρχει, υφίσταται μόνο φαινομενικά: Εικονικό συμβόλαιο. Εικονική πώληση / μεταβίβαση. || ~ γάμος. Εικονική συνεδρίαση. Εικονική εκτέλεση. ~ αντίπαλος / στόχος,υποθετικός. Εικονικά πυρά. ANT πραγματικά. || (νομ.) Εικονική δικαιοπραξία, που γίνεται με εκούσια ψευδή δήλωση της βούλησης αυτών που την καταρτίζουν για να παραπλανήσουν τρίτον. 2. εικονιστικός: Εικονική τέχνη.ANT ανεικονική. ~ διάκοσμος. Εικονική παράσταση.εικονικά ΕΠIΡΡ. 

[λόγ. < ελνστ. εἰκονικός

 

θλίψη 1 η [θlípsi] Ο31 : 1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Σου εκφράζω τη βαθιά μου ~ για το θάνατο του πατέρα σου. β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη: H ζωή έχει πολλές θλίψεις και λίγες χαρές. 2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία: Nιώθω (μια) ~ / με πιάνει ~, όταν βλέπω τη νιότη να χάνεται / τα ωραία αρχοντικά να γκρεμίζονται. β.(προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη: Aυτή η πόλη είναι σκέτη ~.  ~ αυτές οι σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες!

[μσν. θλίψη < αρχ. θλῖψις (-σις > -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω

θλίψη 2 η : (τεχν.) μηχανική ενέργεια που ασκείται σε ένα σώμα, που τείνει να περιορίσει το μήκος του και να αυξήσει το πλάτος του. ANT εφελκυσμός. 

[λόγ. < αρχ. θλῖψις (-σις > -ση)

https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html