Tου Παντελή Μπουκάλα kathimerini
Εξι και είκοσι γράφει το ταξίμετρο. Δίνω εξίμισι και πάω να κατέβω. «Την απόδειξή σας», με προλαβαίνει ο ταξιτζής. «Και το πενηντάλεπτό σας» συνεχίζει. «Ποιο πενηντάλεπτο; Εξι και είκοσι έγραψε, σου χρωστάω». «Ελα ρε αδερφέ. Δε χάθηκε ο κόσμος για είκοσι λεπτά και για τριάντα». Κατεβαίνω και νιώθω να ξηλώνονται μέσα μου τα στερεότυπα που μαζικά ανακυκλώνουμε για τους ταξιτζήδες. Ναι, υποθέτω τον αντίλογο, «εξαίρεση ήταν, ο κανόνας είναι άλλος». Αλλά μετράω πια όλο και περισσότερες τις εξαιρέσεις και λέω πως κανένας κανόνας δεν είναι από μπετό και σίδερο, ούτε καν της γραμματικής (ή της αγοράς, χα) και κάποια στιγμή μπορεί να ραγίσει.
Στο περίπτερο τώρα. Στους Αμπελόκηπους. Δεν έχω ξαναγοράσει κάτι από κει. Παίρνω ένα μπουκαλάκι νερό, ζητάω την «Καθημερινή», δίνω ενάμισι ευρώ, «την απόδειξή σας» μου λέει ο περιπτεράς. Ανεβαίνω στην κλινική, «πού είναι η εφημερίδα;» με ρωτούν. «Ελα ντε» απαντώ, διαισθανόμενος ότι μέτρησα μηχανικά την απροσδόκητη παράδοση της απόδειξης σαν παράδοση της εφημερίδας. «Ισως έπεσε στο παγκάκι που κάθισα για τσιγάρο». Στο εικοσάλεπτο γυρνάω στο περίπτερο να ξαναγοράσω την εφημερίδα. Ρωτάω, «μήπως θυμάστε αν πήρα ή δεν πήρα την εφημερίδα;» «Πού να θυμάμαι, αδερφέ. Αλλά τι σημασία έχει. Πάρε άλλη». Δίνω ένα δίευρο αλλά μου το επιστρέφει: «Αφού την πλήρωσες την πρώτη φορά». «Ναι αλλά μπορεί να την πήρα και να μου ’πεσε». «Ελα μωρέ, δεν χάθηκε ο κόσμος για ένα ευρώ». «Στρίψε το δίευρο» επιμένω, «κι όπου κάτσει». «Στρίψ’ το εσύ» λέει γελώντας. Φεύγω και νιώθω μέσα μου να πέφτουν κι άλλα στερεότυπα, για τους «φραγκοφονιάδες Ελληνες» και τα τοιαύτα.
Στο καφενεδάκι. Εξω βέβαια, μια και το επιτρέπει η λιακαδίτσα και το επιβάλλει η ελευθερωτική
δουλεία του καπνίσματος. Στο διπλανό τραπέζι, δυο μεσόκοποι καπνιστές (μέσα πεντέξι χαρτοπαίζουν δίχως να καπνίζουν) ψευτοτσακώνονται για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Πληρώνει τους καφέδες ο ένας, ο καφετζής πάει να του επιστρέψει τα παραπανίσια. «Σώπα ρε, δεν θα κόψουμε τώρα και το μπουρμπουάρ επειδή πέσαμε στα δύσκολα» του λέει ο πελάτης, τακτικός καθώς φαίνεται. «Δεν χάθηκε ο κόσμος για λίγα ψιλά». Ανάβω κι άλλο τσιγάρο, καιρό είχα να το νιώσω τόσο γλυκό.
Το μάτι μου παίρνει έναν τριαντάρη με χαρακτηριστικά της Απω Ανατολής να βγαίνει από το κοντινό σούπερ μάρκετ. Εχει ένα μωρό στην αγκαλιά και στο άλλο χέρι τα ψώνια. Ακουμπάει τη σακούλα και βγάζει από την τσέπη τα ψιλά του. «Στριμώγματα» σκέφτομαι, νομίζοντας πως τα μετράει. Οχι. Διαλέγει ένα κέρμα και το δίνει στη γερόντισσα που έχει απλωμένο χέρι επαιτείας και το κεφάλι σκυμμένο, να μη φαίνονται τα μάτια της. Δεν χάθηκε ο κόσμος, επαναλαμβάνω σιωπηρά αυτό που άκουσα μια, δυο, τρεις φορές, ούτε στημένο να ’ταν. Και κρύβω κι εγώ τα μάτια μου. Για άλλους λόγους.
Εξι και είκοσι γράφει το ταξίμετρο. Δίνω εξίμισι και πάω να κατέβω. «Την απόδειξή σας», με προλαβαίνει ο ταξιτζής. «Και το πενηντάλεπτό σας» συνεχίζει. «Ποιο πενηντάλεπτο; Εξι και είκοσι έγραψε, σου χρωστάω». «Ελα ρε αδερφέ. Δε χάθηκε ο κόσμος για είκοσι λεπτά και για τριάντα». Κατεβαίνω και νιώθω να ξηλώνονται μέσα μου τα στερεότυπα που μαζικά ανακυκλώνουμε για τους ταξιτζήδες. Ναι, υποθέτω τον αντίλογο, «εξαίρεση ήταν, ο κανόνας είναι άλλος». Αλλά μετράω πια όλο και περισσότερες τις εξαιρέσεις και λέω πως κανένας κανόνας δεν είναι από μπετό και σίδερο, ούτε καν της γραμματικής (ή της αγοράς, χα) και κάποια στιγμή μπορεί να ραγίσει.
Στο περίπτερο τώρα. Στους Αμπελόκηπους. Δεν έχω ξαναγοράσει κάτι από κει. Παίρνω ένα μπουκαλάκι νερό, ζητάω την «Καθημερινή», δίνω ενάμισι ευρώ, «την απόδειξή σας» μου λέει ο περιπτεράς. Ανεβαίνω στην κλινική, «πού είναι η εφημερίδα;» με ρωτούν. «Ελα ντε» απαντώ, διαισθανόμενος ότι μέτρησα μηχανικά την απροσδόκητη παράδοση της απόδειξης σαν παράδοση της εφημερίδας. «Ισως έπεσε στο παγκάκι που κάθισα για τσιγάρο». Στο εικοσάλεπτο γυρνάω στο περίπτερο να ξαναγοράσω την εφημερίδα. Ρωτάω, «μήπως θυμάστε αν πήρα ή δεν πήρα την εφημερίδα;» «Πού να θυμάμαι, αδερφέ. Αλλά τι σημασία έχει. Πάρε άλλη». Δίνω ένα δίευρο αλλά μου το επιστρέφει: «Αφού την πλήρωσες την πρώτη φορά». «Ναι αλλά μπορεί να την πήρα και να μου ’πεσε». «Ελα μωρέ, δεν χάθηκε ο κόσμος για ένα ευρώ». «Στρίψε το δίευρο» επιμένω, «κι όπου κάτσει». «Στρίψ’ το εσύ» λέει γελώντας. Φεύγω και νιώθω μέσα μου να πέφτουν κι άλλα στερεότυπα, για τους «φραγκοφονιάδες Ελληνες» και τα τοιαύτα.
Στο καφενεδάκι. Εξω βέβαια, μια και το επιτρέπει η λιακαδίτσα και το επιβάλλει η ελευθερωτική
δουλεία του καπνίσματος. Στο διπλανό τραπέζι, δυο μεσόκοποι καπνιστές (μέσα πεντέξι χαρτοπαίζουν δίχως να καπνίζουν) ψευτοτσακώνονται για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Πληρώνει τους καφέδες ο ένας, ο καφετζής πάει να του επιστρέψει τα παραπανίσια. «Σώπα ρε, δεν θα κόψουμε τώρα και το μπουρμπουάρ επειδή πέσαμε στα δύσκολα» του λέει ο πελάτης, τακτικός καθώς φαίνεται. «Δεν χάθηκε ο κόσμος για λίγα ψιλά». Ανάβω κι άλλο τσιγάρο, καιρό είχα να το νιώσω τόσο γλυκό.
Το μάτι μου παίρνει έναν τριαντάρη με χαρακτηριστικά της Απω Ανατολής να βγαίνει από το κοντινό σούπερ μάρκετ. Εχει ένα μωρό στην αγκαλιά και στο άλλο χέρι τα ψώνια. Ακουμπάει τη σακούλα και βγάζει από την τσέπη τα ψιλά του. «Στριμώγματα» σκέφτομαι, νομίζοντας πως τα μετράει. Οχι. Διαλέγει ένα κέρμα και το δίνει στη γερόντισσα που έχει απλωμένο χέρι επαιτείας και το κεφάλι σκυμμένο, να μη φαίνονται τα μάτια της. Δεν χάθηκε ο κόσμος, επαναλαμβάνω σιωπηρά αυτό που άκουσα μια, δυο, τρεις φορές, ούτε στημένο να ’ταν. Και κρύβω κι εγώ τα μάτια μου. Για άλλους λόγους.