Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Φυσιολατρία και ποίηση

Του Γιάννη Λακούτση


Φυσιολατρία, είναι « ο τρόπος που δένει τον άνθρωπο με τη φύση, που τον κάνει να νοιώθει πως είναι ένα από τα πλάσματα τα δικά της και που τον αναγκάζει να ρυθμίζει την σκέψη του, σύμφωνα με την αντίληψη που του χαρίζει η εντατική της ενατένιση».
 Η φυσιολατρία σήμερα είναι επιτακτική. Η ταχύτητα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, οι ψυχοφθόρες συνθήκες εργασίας, ο θόρυβος, η σύγχρονη αστική ζωή, στρέφουν τον άνθρωπο στη φύση.
Στην περίοδο μέχρι το 1870, αναφέρονται πολλοί μεμονωμένοι πεζοπόροι και ορειβάτες, καθώς και διάφορες προσωπικότητες εκείνης της εποχής. Πάντως, δεν φαίνονται πουθενά εξακριβωμένες απόλυτα πληροφορίες  για την εποχή αυτή. Εκείνο που είναι εξακριβωμένο, είναι ότι στην Ελλάδα της εποχής εκείνης που η ύπαιθρος βρισκόταν στα χέρια ληστών, δεν μπορούσε να ανθίσει το άνθος του εκδρομισμού.
Περίοδος 1870-1921: Έχουν σχηματιστεί οι μεγάλες πόλεις. Ξεχωρίζουν οι μεγάλες προσωπικότητες της φυσιολατρικής ιδέας, οι πρωτοπόροι, όλοι επιστήμονες και  άνθρωποι των γραμμάτων, που προσπαθούν να τραβήξουν τον Αθηναίο και Πειραιώτη, από τα καφενεία στον καθαρό αέρα. Ανάμεσα στις προσωπικότητες αυτές, ξεχωρίζει ο ιστοριοδίφης, λογοτέχνης και ερευνητής Δημ. Καμπούρογλου. Αυτός ίδρυσε την πρώτη εκδρομική συντροφιά, μια συντροφιά που έζησε από το 1870-1880.
Να πως την περιγράφει ο ίδιος. « Η πρώτη φυσιολατρική συντροφιά, χωρίς να ονομασθεί έτσι η να θεωρεί τον εαυτό της ως τοιαύτην, απετελείτο από μια συντροφιά πέντε συμμαθητών μου, εκ των οποίων οι εξ ήσαν ερωτευμένοι.
Λέγω έξι, διότι ο έκτος ήτο μη συμμαθητής μας και πατινάδες εκάναμε, διότι απ’ τη συντροφιά ήταν δύο κιθαρωδοί και ένας φλαουτίστας, εκ των οποίων κιθαρωδών, ο ένας και τραγουδιστής, ο υποφαινόμενος. Ως ερωτευμένοι λοιπόν φυσικόν ήτο να παίρνουμε τα βουνά. Ενώ λοιπόν το Σαββατόβραδο συνήθως κάναμε την πατινάδα
μας την Κυριακήν από τον βαθύν όρθρον ξεκινούσαμε να πάμε προς την Καισαριανή η την Πεντέλη. Περνούσαμε την ημέρα μας στις ρεματιές η τον χειμώνα σε κανένα χάλασμα όπου ανάβαμε φωτιά από αφάνες που η φλόγα τους είναι σαν χρυσός διαλελυμένος. Έτσι ελατρεύαμε την φύσιν χωρίς να της το πούμε. Η συντροφιά μας αυτή που κράτησε ηνωμένη από το έτος 1870-1880 ήταν ομολογουμένως ο πρώτος φυσιολατρικός σύνδεσμος».
Δεύτερη προσπάθεια είναι ο «Περιπατικός Σύλλογος»  που ίδρυσε το 1887 ο καθηγητής και πεζοπόρος, Γιάννης Σαρρής, με μέλη ως επί το πλείστον μαθητές του Γυμνασίου Πλάκας. Ο Σύλλογος τελείωσε τη ζωή του το 1892. Είναι, όπως φαίνεται, ο Σύλλογος που  επιχείρησε την πρώτη οργανωμένη εκδρομή στην Πάρνηθα. 
Να πως περιγράφει ο πρόεδρος του, Γιάννης Σαρρής, την διήμερη αυτή ανάβαση που έγινε τον Ιούνιο του 1890, με δέκα μέλη του. «… Επλησίαζεν μεσονύκτιον, οτε τα γαυγίσματα των σκυλιών που μας
υπεδέχοντο εις το Μενίδι εξύπνησαν τους κατοίκους. Εις το πηγάδι όπου εστάθημεν έτρεξαν μερικοί δια να ιδούν τους ανεπιθυμήτους νυκτερινούς επισκέπτας, μεταξύ των οποίων και ο αστυνομικός σταθμάρχης, ο οποίος κατά καθήκον έπρεπε να μάθη ποιοι είμεθα και τι ηθέλαμεν. Με απορίαν ήκουον του σκοπού μας και ματαίως προσεπάθουν οι Μενιδιάτες να μας πείσουν ότι το τοιούτον διάβημα μας ητο παραλογισμός, ότι οι ποιμένες ακόμη δεν ανέβηκαν εις την  Πάρνηθα, ότι θα μας φάνε οι λύκοι, ότι επάνω είναι ο ληστής Μπάλιος, που δεν θα γλυτώσωμεν. Η επιμονή μας όμως ητο ακλόνητος, κατ ουδένα λόγον θα γυρίζαμε πίσω. «Ας τους να πάνε στο διάολο» είπεν επιτέλους ο αστυνομικός σταθμάρχης χάσας την υπομονήν του και ιδού ημείς βαδίζοντες πάλι προς το μετόχι….Ουδεμία ψυχή εις το βουνό, οι ποιμένες δεν είχον αναβή και καμμία στάνη δεν εφαίνετο πουθενά. Δεν υπελείπετο άλλο ειμή να πέσωμεν εις τα χέρια του Μπάλιου. Ο ήλιος έκλινε εις την δύσιν του και έπρεπε να εκλέξωμεν μέρος προς κατασκήνωσιν. Αναζητούντες μέρος προς τούτο κατάλληλον εβλέπομεν πανταχού τους λακκίσκους τους οποίους αφήνουν τα σκαλίσματα των χαυλιόδοντων των αγριοχοίρων. Εις πρόχειρον συμβούλιον αποφασίζεται η ανάβασις πάση θυσία εις την κορυφήν Καραβόλαν και η επ αυτής διανυκτέρευσις. Εκεί θα είμαστε ασφαλέστεροι από τους ληστάς και από τα άγρια  θηρία…»
Το 1889, βρίσκουμε μια εκδρομική συντροφιά με τίτλο « Ο άνευ ρεκλάμας πεζοπορικός σύλλογος», που τα μέλη του είναι δημοσιογράφοι και λόγιοι της εποχής, όπως ο Κρυστάλης, Καρκαβίτσας Βλαχογιάννης κ.α.Το 1893, ιδρύεται το πρώτο πεζοπορικό σωματείο στον Πειραιά με τίτλο « Όμιλος Πεζοπόρων», που το αποτελούσαν δικηγόροι,  δικαστικοί, εκπαιδευτικοί κ.α. Την ίδια χρονιά στην Πάτρα,
750 εκδρομείς με την Οργάνωση του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συνδέσμου, εκδράμουν στην Αρχαία Ολυμπία, ενώ τον Ιούνιο του 1895, στην Πάτρα, πάλι οργανώνεται  εκδρομή που συμμετέχουν και γυναίκες, για πρώτη φορά.
Το 1899 δρα στην Αθήνα ο «Όμιλος εκδρομών» μια οργάνωση πρόδρομος του σημερινού εκδρομισμού, με ιδρυτές τον Σπύρο Λάμπρου και Κων. Ελευθερουδάκη.
Το 1903 έρχεται από τη Ρουμανία ο Νίκος Καρβούνης μυημένος ορειβάτης και προσηλυτίζει τον Κ. Βάρναλη και Φ. Πολίτη και άλλους διανοούμενους. Το             1912 ιδρύεται ο όμιλος εκδρομέων «Αεικίνητος».
Στις 26 Δεκεμβρίου 1920, Δημ. Καμπούρογλου, με 39 ακόμη πεζοπόρους, ιδρύει τον « Οδοιπορικό Σύνδεσμο οι 12 Απόστολοι», του οποίου υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος. Στην αρχή ο Σύνδεσμος είχε αποκλείσει τη συμμετοχή των γυναικών. Στη συνέχεια άνοιξε και στις γυναίκες και αφαιρέθηκε το δεύτερο συνθετικό «12 Απόστολοι».
Με πρωτοβουλία της ορειβατικής συντροφιάς « Οι Κούκοι», 33 ορειβάτες ιδρύουν στις 7 Μαρτίου 1928, τον «Ορειβατικό  Σύνδεσμο Αθηνών», για να ακολουθήσει η ίδρυση του Ορειβατικού Συνδέσμου Πατρών, στις 20 Φεβρουαρίου 1930. Οι δυο αυτοί σύλλογοι ίδρυσαν τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο (Ε.Ο.Σ), που λειτουργεί
μέχρι σήμερα.  

Πηγές: περιοδικά, Φυσιολατρικός κόσμος 1954-1962, Το βουνό 1936.  
  

Το τραγούδι των βουνών

Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά
γυμνά, βουνά βασανισμένα,
μικρός αν είμαι, αισθήματα τρανά
γεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!

Βουνά, παιδιά γιγάντικα της γης,
βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια
που έχετε τη λαμπράδα της αυγής
για χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια.

Που χύνετε θυμό σας φλογερό
την αστραπή, το μαύρο νέφος θλίψη,
και μίλημα σας το γοργό νερό
που με βοή κατρακυλά απ’ τα ύψη.
………………………………..
Βουνά της γης αυτής ελληνικά,
διάφανα, καθαρά, πελεκημένα
από τεχνίτη χέρια μυστικά,
σα μετρημένα αγάλματα ένα, ένα…

Μιας εποχής πανάρχαιας, μιας χρυσής,
σβηστής, με τρωγ’ η ενθύμηση κι η ελπίδα
μου φαίνεται βουνά, πως είσθε εσείς
η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.
                                              Κ.Παλαμάς

Η βρύση του χωριού

Εκεί, που πέντε γέρικα πλατάνια
θαρρείς ένα με τ’ άλλο παραβγαίνουν
πιο πρώτο θε να φτάσει στα ουράνια,
γι αυτό όλο και ψιλότερα πηγαίνουν.

Εκεί που χορταράκι πρασινίζει
την ώρα του ζεστού καλοκαιριού
κι ακούεται νερό, που μουρμουρίζει,
εκεί ’ναι η κρύα βρύση του χωριού.

Εκεί στη μαργαριταρένια βρύση,
όλα του κάμπου τα πουλιά θαρθούνε
κι οι πεταλούδες κι όλο το μελίσσι
μ’ ολόδροσο νερό να ποτιστούνε.

Και του χωριού τα κοριτσάκια πάλι
θα μαζωχτούν στις βρύσης τη γωνιά,
να νίψουν τριαντάφυλλένια κάλλη
και να γεμίσουν κόκκινα σταμνιά.
                                Γ. Δροσίνης


Η εξοχή

Προβαίνει ο ήλιος μ’όλη του τη χάρη
κι από την λάμψη τον κόσμο πλημμυρίζει.
μεσ’ τα χωράφια, ατίμητο ζευγάρι
από βόδια θωρείς να τριγυρίζει.
Εδώ κοιτάς περήφανο μοσχάρι
στο πράσινο σιτάρι να βαδίζει.
Ειν’άλλο εκεί γυρμένο  στο χορτάρι
και το πλατύ ρουθούνι του καπνίζει.
Μύριες αξίνες σκάφτουνε τη γη
κι υψωμένες στον ήλιο λαμπυρίζουν.
Στους κάμπους βασιλεύει  θεία σιγή
κι ενώ θωρείς τα σπίτια να καπνίζουν,
άλλο πια δεν γρικάς στη χαραυγή,
παρά τα βόδια αγάλι να μουγκρίζουν
                                              Στ.Μαρτζώκης

         Στο δάσος
 Σαν μέσα από άϋλο ποτιστήρι
κάτω απ’ το δέντρο που έχω γείρει
των αρωμάτων ρέει το σμάρι
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ότι έχει ο Θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ’ το δάσος έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλοι
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.

                                   Μυρτιώτισσα
                 
               Ρούμελη       
Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν’αγνάντευα το λαχταρώ
Ψηλά που με νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανά πλατάνια ξεδιψούν στις βρύσες με το κρύο νερό
Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει.

Με κρυσταλλένια σφυριχτά σε λόγγους φεύγουν σκοτεινούς
Κοτσύφια και βοσκόπουλα με τα λαμπρά τα μάτια,
Νερά βροντούνε στο γκρεμό και πάνε προς τους ουρανούς
Ίσια κι ορθά σαν την ψυχή της Ρούμελης τα ελάτια.

Κάμπε Αττικέ, με πλάνεψες κι εγώ  για τις κορφές πονώ
και για τραχιές ανηφοριές σηκώνω το κεφάλι…
Φυλακωμένη πέρδικα που κλαίει γι αλαργινό βουνό
δέρνει η ψυχή μου το κλουβί τα νύχια της κοράλλι.
                                                                Ζαχ. Παπαντωνίου


Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

………………………………………….
Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο. 

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι,
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
                                                   Διον. Σολωμός 


Στο σταυραϊτό

……………………………………………………..
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες,
Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους,
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδησμό  τους
Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ,
Και θέλω να ’χω στρώμα μου να ’χω και σκέπασμά μου
Το καλοκαίρι  τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
Θέλω να στρώνω στιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
Ν’ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.

Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι,
Θέλω ν’ ακούω τριγύρα μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
Θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά,  ψηλά στεφάνια,
Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβά να βλέπω,
θέλω ν’ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
Ν’ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά δεν έχω κλαπατάρια,
Και τυραννιέμαι και πονώ και σβιέμαι νύχτα μέρα. 
                                               Κ. Κρυστάλλης 

Η Αγράμπελη

Λεγ’ η αγράμπελη μυριανθισμένη
Στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί
Και με τον ίσκιο του συχνοδιαβαίνει
Πάντοτ’ επάνω της βράδυ κι αυγή:


«Δένδρο περήφανο, μεσ’ τον αγέρα
τα φύλλα, οι κλώνοι σου θρασομανούν.
Βρίσκεις στενόχωρη τώρα τη σφαίρα;
Τ’ άστρα, τα σύγνεφα δε σε χωρούν;

»Τρέχει στη ρίζα σου νεράκι κρύο,
βυζάνεις άσκοπα την καταχνιά,
κι εμένα εζήλεψες, συ το θηρίο,
γιατί μ’επότιζε λίγη δροσιά;

»Τι θέλεις, πλάτανε, τι μου γυρεύεις;
Διώξε τον ίσκιο σου κ’ είμαι μικρή.
Τ’ άνθη μου επάγωσαν- μην τα παιδεύεις,
άστον τον ήλιο μου να τα χαρεί…

»Ξανθή μου αγράμπελη, τι με φοβάσαι;
Θέλεις να σέρνεσαι πάντα ορφανή,
μονάχη σου έρημη τη νύχτα να ’σαι,
νάχεις κρεβάτι σου λιθάρια, γη;

»Τ’ άνθη ζευγάρωσε με την ανδρειά μου,
γένου βασίλισσα κ’ εγώ θρονί,
στυλώσου επάνω μου-στην αγκαλιά μου
κάθε άλλο λούλουδο θα σε φθονεί…»

Την εξεγέλασε τ’ άγριο πλατάνι,
την επερίπλεξε μες τα κλαριά…
Τι κρίμα πόδωκες, ξανθό βοτάνι,
για λίγο ψήλωμα την παρθενιά.

Φτωχή κι ανύπανδρη στην ερημιά σου
μου ’τανε τ’ άνθη σου κρυφή χαρά,
τώρα θ’ αρπάζουνε τη μυρωδιά σου
τα νέφη κι ο άνεμος που ’σαι κυρά.
                            Αριστ. Βαλαωρίτης