Tου Χρηστου Γιανναρα kathimerini
Γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταυγούστου: από τις λίγες πια αφορμές που απόμειναν για να διαπομπεύουμε οι Νεοέλληνες επιδεικτικά τον μεταφυσικό άξονα τού κάποτε πολιτισμού μας. Θρησκευτικές παράτες πανηγυριώτικου εντυπωσιασμού, πομπώδεις κενολογίες πολιτικών, δημοσιογράφων και δεσποτάδων – αχταρμάς επιδείξεων ασχετοσύνης και απαιδευσίας. Ολα να βεβαιώνουν την άγνοια ή την κυρίαρχη αδιαφορία για την πάλη «νοήματος» που μεταμορφώνει την αγέλη σε κοινωνία («οίον γιγαντομαχία τις περί της ουσίας»).
Η οικονομική χρεοκοπία και ο έσχατος διεθνής εξευτελισμός μας, η διαφθορά και κατάρρευση του πολιτικού μας συστήματος, η αλλοτρίωση του κοινωνικού σώματος σε αρένα διεκδικήσεων κτηνώδους ιδιοτέλειας, αυτά και τα συναφή εκεί έχουν την αιτία τους: στη συμπλεγματική ταύτιση του μηδενισμού με την «πρόοδο», στην επηρμένη χλεύη για κάθε ιερό και όσιο. Κυρίως, στη διαστροφή
των θησαυρισμάτων και θεσμών της μεταφυσικής παράδοσης: στη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.
Θολές οι αιτίες, τόσο από τη χρονική απόσταση των απαρχών όσο και από τη σύγχυση των φρενών. Για τέσσερις ολόκληρους αιώνες, η υποδούλωση στους Τούρκους εξαφάνισε την ενεργό παρουσία του Ελληνισμού από το ιστορικό προσκήνιο. Και αυτό που προέκυψε σαν Ελληνισμός μετά από τόσο μακρό διάστημα, ήταν ένα μεταπρατικό κρατίδιο που πάλευε (και παλεύει) και πιθηκίζει τρόπο βίου (πολιτισμό) με αναποδογυρισμένους τους όρους της ελληνικής πρότασης και ταυτότητας.
Στη διάρκεια των αιώνων της ελληνικής απουσίας, ένας άκριτος και ανεξέλεγκτος από τα κριτήρια των Ελλήνων πολιτισμός γεννήθηκε στη μεταρωμαϊκή (βαρβαρική τότε) Δύση. Εκπληκτικός σε δυναμισμό πολιτισμός με κέντρο το άτομο, την εξυπηρέτηση και κολακεία των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης, κυριαρχίας, ηδονής: Αντί για την ελληνική ταύτιση του «αληθεύειν» με το «κοινωνείν», η ταύτιση της αλήθειας με τη «σύμπτωση» (adaequatio) ατομικού νου και αντι-κείμενου νοουμένου – σαρωτική επιβολή της νοησιαρχίας, του ατομοκεντρισμού. Αντί της «κοινωνίας» η societas («εταιρισμός επί κοινώ συμφέροντι»). Αντί του «δικαίου» (του «ανά τον λόγον») το jus: κώδικας χρησιμοθηρικών κανονιστικών αρχών. Αντί της δημοκρατίας, η res publica. Αντί για την ελευθερία (άθλημα αυθυπέρβασης) η συμβατική (με σύμβαση) θωράκιση ατομικών δικαιωμάτων. Αντί για το εκκλησιαστικό γεγονός (την αγαπητική κοινωνία της ύπαρξης και της γνώσης), η θρησκεία (ατομική αξιομισθία, ατομική σωτηρία). Και πάει λέγοντας.
Ετσι, βγαίνοντας από την υποδούλωση στους Τούρκους ο Ελληνισμός (αλλά και οι υπόλοιπες κοινωνίες της Ορθόδοξης ελληνορωμαϊκής και σλαβικής «οικουμένης») στον 19ο αιώνα, βρέθηκαν σε ριζικά καινούργιο ιστορικό περιβάλλον, στους αντίποδες του πολιτισμού που είχε διαμορφώσει η συνάντηση της ελληνικής «πόλεως» με τη χριστιανική «εκκλησία». Ο πριν από την Τουρκοκρατία πολιτισμός ήταν πια ένα απόμακρο παρελθόν, κατασυκοφαντημένο λυσσωδώς από τη Δύση, μετονομασμένο χλευαστικά σε «Βυζάντιο»! Το ρεαλιστικό τώρα δίλημμα για τους Ορθόδοξους ήταν: ή το μοντέλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή η καθήλωση στην ιστορική καθυστέρηση και υπανάπτυξη, ή η μίμηση του καινούργιου, «πεφωτισμένου και λελαμπρυσμένου» κόσμου της Δύσης.
Η ίδια η απελευθέρωση των Ορθοδόξων από τον τουρκικό ζυγό δεν κατορθώθηκε με άξονα και στόχο να αποκατασταθεί η άλλοτε ενιαία σε πολιτισμό ελληνορωμαϊκή «οικουμένη», ιστορική σάρκα, πολυεθνική - πολυφυλετική, της Μιας Καθολικής Εκκλησίας, από την οποία είχε αποσχιστεί η Δύση. Η απελευθέρωση κατορθώθηκε στο όνομα και με το όραμα του καινούργιου μοντέλου συλλογικότητας που είχαν γεννήσει στη Δύση ο ατομοκεντρισμός και η απολυτοποιημένη χρησιμοθηρία: το μοντέλο του «έθνους - κράτους». Οι ορθόδοξοι λαοί απελευθερώθηκαν χάρη στην έγκαιρη παγίδευσή τους στο αντιμεταφυσικό μένος της Δύσης (απόλυτα δικαιωμένο εκεί ιστορικά) και στα παράγωγά του (φυσιοκρατία, δικαιώματα του φυσικού ατόμου) σαρκωμένα στο συναρπαστικό υπόδειγμα της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης.
Διέσωζαν οι Ορθόδοξοι την επίγνωση διαφοράς ή και αντίθεσης προς τη θρησκειοποιημένη Χριστιανοσύνη της Δύσης. Αλλά κατανοούσαν και εξέφραζαν τη διαφορά ή αντίθεση με τους όρους που είχε πια καθολικά επιβάλει η Δύση: Ορους ιδεολογικής αντιμαχίας, δογματικών - νοησιαρχικών διατυπώσεων άσχετων με την πραγματικότητα της ζωής και το «νόημά» της. Τώρα και για τους Ορθοδόξους «πίστη» σήμαινε ατομικές «πεποιθήσεις» βασισμένες σε αξιωματικές a priori παραδοχές, με μοναδικό τάχα βιωματικό στοιχείο την επιδίωξη ατομικής αξιόμισθης ηθικότητας, ατομικής (στεγανά εγωκεντρικής) σωτηρίας.
Στην Ελλάδα σήμερα μοιάζει μάλλον αδύνατο να εντοπίσει κανείς συνοδικό κείμενο, επισκοπικό κήρυγμα, οποιαδήποτε έκφραση επίσημου εκκλησιαστικού λόγου, που να εκφράζει επίγνωση της διαφοράς της Εκκλησίας από τη θρησκεία, διαφοράς του μετέχειν - κοινωνείν από τον ατομοκεντρισμό τού να θρησκεύει κανείς για την αξιομισθία. Η γενίκευση μοιάζει αφοριστική, αλλά οι δυνατότητες για να ελεγχθεί προσφέρονται πληθωρικά: Οι τηλεοπτικές αναμεταδόσεις πανηγυριώτικου ιδεολογικού και ηθικοπλαστικού ευτελισμού της σημερινής Γιορτής θα κατακλύσουν τα Δελτία Ειδήσεων. Κάθε Κυριακή ο Ελληνας τηλεθεατής των κρατικών καναλιών μπορεί να κρίνει αν το αφόρητης κενολογίας κήρυγμα του καθεδρικού ναού των Αθηνών (ή της Θεσσαλονίκης) διαφέρει, έστω και ελάχιστα, από κάθε αντίστοιχη ρωμαιοκαθολική ή προτεσταντική ευσεβολογία. Και η υπεράσπιση της «Ορθοδοξίας», πανομοιότυπη με την ξύλινη ιδεολογική αντιμαχία «ορθόδοξων» μαρξιστών με «σχισματικούς» τροτσκιστές, ρεφορμιστές ή όποιους άλλους συμπλεγματικούς της μονοτροπίας.
Η ιδεολογική αλλοτρίωση και θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος κατακερμάτισε την άλλοτε Μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (που πραγμάτωση και φανέρωσή της ήταν η κάθε τοπική σύναξη Ευχαριστίας) σε πλήθος εθνοφυλετικών κρατικών εκκλησιών, κατά κανόνα υποταγμένων στις σκοπιμότητες του κρατικού εθνικισμού. Πριν από τη θρησκειοποίηση, την ενεργό και λειτουργική ενότητα των διάσπαρτων στην οικουμένη εκκλησιών την εξασφάλιζε το «συνοδικό σύστημα» με ραχοκοκαλιά τον θεσμό της «πενταρχίας των πατριαρχών». Ο θεσμός ακυρώθηκε, όταν οι Ρώσοι, το 1589, απαίτησαν εκβιαστικά τον «ανύψωσή» τους σε πατριαρχείο εκλαμβάνοντας τον τίτλο σαν προνόμιο εξουσιαστικής ισχύος, προϋπόθεση αυτοκρατορικής αυτοτέλειας. Τους ακολούθησαν στην αδαή εθνικιστική θρασύτητα οι Σέρβοι, το 1920, οι Ρουμάνοι, το 1925, οι Βούλγαροι, το 1953. Σκανδαλωδέστεροι οι Νεοέλληνες, είχαμε αυτοανακηρυχθεί, το 1833, «αυτοκέφαλοι», με την εκκλησία μας «επικρατούσα θρησκεία»!
Η πανηγυριώτικη ασχετοσύνη στη γιορτή της Παναγιάς του Δεκαπενταυγούστου έχει ρίζες τόσο βαθιές στο παρελθόν μας όσο και η ανίατη παραπληγία του πολιτικού μας συστήματος.