Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ 1125 μ.Χ.



Δημήτρης Τουτουντζής

    Το 1123 ο Βενετός κληρικός Cerbanus Cerbani που υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη, στην Αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, ταξιδεύοντας από την Πόλη στους Αγίους Τόπους, πιάστηκε αιχμάλωτος κοντά στην Ικαρία και οδηγήθηκε στη Χίο. Κατόρθωσε να δραπετεύσει, έφθασε στη Ρόδο και ξαναγύρισε στη Χίο με το στόλο των Βενετών κατά την εκστρατεία που κατέληξε στην κατάκτηση του νησιού. Εκεί ο Cerbanus είχε την έμπνευση να κλέψει το λείψανο του Αγίου Ισιδώρου και να το μεταφέρει στη Βενετία.
    Το χρονικό της απαγωγής περιέχεται στην έκθεση του καθολικού παπά προς τον πάτρωνά του, επίσκοπο Βονιφάτιο Φαλιέρο. Πρόκειται για ένα κείμενο που αποκαλύπτει ότι η αρπαγή λειψάνων Αγίων από την Ανατολή ήταν μια πολύ αποδοτική επιχείρηση και σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιρνε τη μορφή πειρατικής επιδρομής. Είναι μια γκρανγκινιολική αφήγηση, μια σύνθεση καλογερικής υποκρισίας και τυχοδιωκτισμού, που εκφράζει αυθεντικά το πνεύμα του Μεσαίωνα.
    Η έκθεση του Cerbanus έχει τον τίτλο «Μετακομιδή του θαυματουργού μάρτυρος Ισιδώρου από τη νήσο Χίο στην πόλη της Βενετίας, 1125». Αφού ιστορεί ο κληρικός το βίο του Αγίου προχωρεί στην περιγραφή της αρπαγής.
    Καθώς η γαλέρα, φορτωμένη βενετικό στρατό ζύγωνε στη Χίο ο
παπάς εμπιστεύεται στον πλοίαρχο, στο ναύκληρο «και σε μερικούς άλλους ευγενείς» την ιδέα του να κλέψουν από τον ομώνυμο ναό το σκήνωμα του Αγίου που αποτελούσε το καύχημα του νησιού.
    «Αδελφοί, σ’ αυτό το νησί που πάμε να παραχειμάσουμε, κρύβεται πολύτιμος και ξακουστός θησαυρός, το σώμα του μάρτυρος Ισιδώρου. Ας το πάρουμε, με τη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας, με ευλάβεια βέβαια, αλλά προσεκτικά και κρυφά μη μας προλάβουν άλλοι».
    Η ιδέα ενθουσίασε όλους κι’ αμέσως ετέθη σ’ εφαρμογή το σχέδιο της αρπαγής. Την άλλη μέρα, Κυριακή, εορτή του αγίου Αμβροσίου, οι συνωμότες σπεύδουν στην εκκλησία και κλειδώνονται μέσα. Ο στρατός είναι απασχολημένος με την εξεύρεση καταλυμάτων και δεν υποπτεύεται κανείς τίποτα. Εκεί, στην εκκλησία του Αγίου Ισιδώρου, η «θεοσεβής» συντροφιά με επικεφαλής τον κυνικό ιερέα, αφού έψαλε ύμνους και έκανε δεήσεις και μετάνοιες, αναμέτρησε και τους κινδύνους που συνόδευαν το εγχείρημα. Τίποτα δεν απέκλειε να αποκαλυφθεί η επιχείρηση. Έπειτα θα αντιμετώπιζαν και τη θεϊκή οργή. Αλλά ο πανούργος ρασοφόρος έλυσε το πρόβλημα με αυτό τον απλό τρόπο:
    «Αν η Θεία οικονομία και ο Άγιος συμφωνούν να μετακινηθεί το λείψανο, όλα θα πάνε καλά, οι στρατιώτες θα παρασυρθούν με Θεϊκή ενέργεια μακριά από το ναό και η εργασία θα τελειώσει χωρίς καμιά ενόχληση».
    Αλλά έπρεπε πρώτα να ζητηθεί του Θεού η ευδοκία και του Αγίου η συγκατάθεση για την απαγωγή. Έπεσε, λοιπόν καταγής ο παπάς και με το πρόσωπο στο δάπεδο του ναού δεήθηκε στον Ύψιστο:
    «Παντοδύναμε Θεέ, που χωρίς τη δική σου έμπνευση, και το τελευταίο στρουθίο δεν μπορεί να πετάξει, και που με τη δική σου οικονομία έχουν μετακομισθεί τα πολύτιμα σώματα των Αποστόλων, του Μάρκου από την Αλεξάνδρεια στη Βενετία, του Ιακώβου
από τα Ιεροσόλυμα στην Ισπανία, του Ματθαίου και του Βαρθολομαίου από την Αιθιοπία και την Ινδία στην Απουλία, ικετεύω με δάκρυα, μην εναντιωθείς στην επιθυμία της αμαρτωλής μου ψυχής, μην εμποδίσεις την ευχή των παρισταμένων δούλων σου. Κι’ αν ο οφθαλμός της δικαιοσύνης σου έκρινε ότι πρέπει να αρνηθεί δείξε σημάδι της θέλησής σου για να μην προχωρήσουμε στο έργο μας».
    Από την πλευρά του Θεού καμία εκδήλωση διαφωνίας. Έπρεπε όμως να εξασφαλισθεί και η άδεια του Αγίου. Ο εφευρετικός Βενετός ιερέας απευθύνεται και προς τον οσιομάρτυρα και προσπαθεί να τον πείσει με μια σειρά «λογικά επιχειρήματα» και δελεαστικές προτάσεις να μη φέρει εμπόδια στην ευλαβική επιχείρηση της απαγωγής του:
    «Αρκετά πια, ένδοξε και θαυματουργέ πρωτομάρτυς, σε χάρηκε η Ανατολή. Αρκετή η περηφάνεια και η τύχη της για την παρουσία του σκηνώματός σου. Τώρα, ας ευδοκήσει η θεϊκή σου μεγαλειότης, δέξου να μετακινηθείς και να εγκατασταθείς στη Δύση. Και εδώ, βέβαια σε τιμούν και σε δοξολογούν. Αλλά εκεί, θα δοξαστείς με μεγαλοπρεπέστερες και συχνότερες λειτουργίες, με πανηγυρισμούς, τελετές και ψαλμωδίες και με λαϊκούς εορτασμούς. Επίσης εκεί, στη Βενετία, θα σε επισκέπτονται πιο συχνά οι πιστοί για να σε προσκυνήσουν».
    Του υπενθυμίζει ότι στη Βενετία θα έχει λαμπρή συντροφιά Αποστόλων και πρωτομαρτύρων που δεν έδειξαν καμιά δυσαρέσκεια για τη μετακομιδή τους:
    «Εκεί αναπαύονται τα σεβάσμια σκηνώματα του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, του ενδόξου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, του μεγάλου και θαυματουργού Νικολάου και άλλων αγίων και ομολογητών από τη βασιλική πολιτεία της Αλεξάνδρειας. Θα τιμηθείς, όπως εκείνοι, και θα χαίρεσαι να βρίσκεσαι και σωματικώς μαζί τους».
    Και φυσικά, αν δεν επιθυμεί να μετακινηθεί, ας το δείξει: Ας μη επιτρέψει να αγγίξουν τον τάφο του.
    «Γι’ αυτό, μόλο που με βαραίνουν τόσες αμαρτίες, ικετεύω την ευμένεια της Οσιότητός Σου αν αυτό που θα επιχειρήσω δεν αρέσει στο Θεό και σε Σένα, εξ αιτίας του ρύπου των αμαρτημάτων μου, ας φανερωθεί η Θεία χάρη. Ας μην επιτραπεί ούτε να αγγίξουμε τον τάφο σου. Αν όμως, φιλεύσπλαχνος και πολυέλεος όπως είσαι, ευδόκησες να συγκινηθείς από τις δεήσεις μας και να δεχτείς τη μετακίνησή σου, βοήθησε στο έργο μας και δος μας κουράγιο και δύναμη».
    Καμία αντίδραση από τον Άγιο. Ούτε αστραπές, ούτε βροντές. Φως φανερό η συγκατάβαση. Αρχίζουν λοιπόν, βιαστικά οι έρευνες για την ανακάλυψη της κρύπτης με το σκήνωμα στα σκοτεινά υπόγεια του ναού:
    Και όλοι μαζί, με κεριά αναμμένα στα χέρια, μπαίνουν στο υπόγειο. Αλλά οι κρύπτες έχουν κατασκευασθεί με τέτοια τέχνη και τέτοια επινοητικότητα, που είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι κάτω από την πλάκα όπου γονατισμένος προσεύχεται ο ιερέας βρίσκεται ο τάφος του Αγίου. Οι τεχνίτες έχουν συνδέσει τα μάρμαρα με τόση τέχνη που νομίζεις πως πρόκειται για στερεό τοίχο πέτρινων όγκων και όχι επικάλυμμα κρύπτης. Πήρε ο ιερές ένα σφυρί, προχώρησε στο βάθος του υπογείου και άρχισε να γκρεμίζει τον τοίχο.
    «Βρεθήκαμε μπροστά σε μια μαρμαρένια πλάκα. Την έσπασα και αυτή με το σφυρί. Τότε μια γλυκιά  ευωδία ξεχύθηκε από τον τάφο και ευφράνθηκαν οι ρώθωνες των παρισταμένων. Σκύβοντας, είδαμε τα σώματα τριών αγίων και ενός παιδιού».
    Δοξολόγησαν αμέσως και ευχαρίστησαν το Θεό. Δεν έβλεπαν όμως, καμιά επιγραφή και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ύστερα από μια σύντομη σύσκεψη, ανέσυραν με ευλάβεια τις τρεις οθόνες, όπως ακριβώς βρίσκονταν στον τάφο.
    Ερευνώντας προσεκτικότερα τα τοιχώματα, ανακάλυψαν, με τη θέληση του Αγίου, το μαρμάρινο τάφο του. Οι λαμπάδες που έκαιγαν επάνω στο πολύτιμο μνημείο ήταν η απόδειξη. Γιατί να χρονοτριβούν; Το τοίχωμα γκρεμίστηκε, και μέσα από το άνοιγμα είδαν όλοι αυτό που λαχταρούσαν. Και όταν ανασήκωσαν την ταφόπλακα, Μέγας είσαι Κύριε, τι γλυκιά ευωδία έλουσε όλους! Δοξάζοντας λοιπόν το θεό, όσο δυνατότερα επέτρεπε ο χώρος, πήραν το ασημένιο επιτάφιο με το όνομα και την εικόνα του Αγίου. Και ο ιερέας, τρέμοντας και με ευλάβεια ανέσυρε το σώμα, το τύλιξε πρώτα σε μια πολυτελή σινδόνη και ύστερα με πέπλο, και ψάλλοντας ύμνους το εναπόθεσε στη Αγία Τράπεζα.
    Και ενώ συζητούσαν πως θα κρύψουν το θησαυρό τους, βρέθηκαν μπροστά τους τρία μεγάλα καλάθια. Αποφάσισαν λοιπόν, να βάλουν τα καλάθια το ένα μέσα στο άλλο. Στο τρίτο τοποθέτησαν τον ένδοξο μάρτυρα του Χριστού, ώστε να μην αισθανθεί κανείς την οσμή όταν θα έμπαιναν στο πλοίο.
    Γύρισαν στην πόλη, άφησαν τα δύο καλάθια σε μια εκκλησία, σφράγισαν το τρίτο με το σεβάσμιο σώμα του Αγίου και το παρέδωσαν στο ναύκληρο του πλοίου. Αλλά η ευωδία τύλιξε όλους τους επιβάτες του καραβιού, που έκπληκτοι ρωτούσαν τι ήταν αυτό που αποπνέει τόσο γλυκιά μυρωδιά. Τους απάντησαν ότι το καλάθι ήταν γεμάτο σταφίδα. Και ήταν μια απάντηση όχι του ανθρώπινου μυαλού αλλά έμπνευση της Θείας Πρόνοιας.
    Αλλά η αρπαγή δεν ήταν δυνατό να μείνει κρυφή. Και έφθασε στ’ αυτιά του Δούκα. Ο άρχοντας εξαγριώθηκε και μιλούσε για προσβολή. Γιατί;
    Ο Δούκας είχε οργισθεί, επειδή, όπως είπε σε μεγάλη σύσκεψη που συγκροτήθηκε στο καράβι, ενώ σχεδίαζε κι’ αυτός να αρπάξει το άγιο λείψανο με κατάλληλο τέχνασμα, η αρπαγή έγινε χωρίς την τιμητική πομπή και λιτανεία που ταίριαζε στον μάρτυρα με επικεφαλής τους άρχοντες. Αλλά μια και διαπιστώθηκε ότι όλοι είχαν την ίδια επιθυμία, ο Δούκας καταπραϋνθηκε και τους συγχώρησε για το σφάλμα τους. Άλλωστε δεν είναι παράδοξο, που ο ένδοξος άγιος και οσιότατος μάρτυς, στον αμαρτωλό ιερέα ενέβαλε την ιδέα της αρπαγής και τον βοήθησε περισσότερο. Ίσως επειδή τον αγάπησε πιο πολύ ευδόκησε να μην αφαιρέσουν το σώμα του άλλοι.
    Την άλλη μέρα ανακάλυψαν οι Χιώτες την αρπαγή του Αγίου τους. Λαϊκός οδυρμός και απελπισία. Οι Έλληνες λησμόνησαν την άλωση της πολιτείας τους και την υποδούλωσή τους και θρηνώντας ξεχύθηκαν στους δρόμους και τις πλατείες. «Συμφορά μας, φώναζαν. Τι θα κάνουμε τώρα που μείναμε ορφανοί από τον πατέρα μας, τώρα που χάσαμε τον ποιμενάρχη μας»; Μερικοί όμως, που ήθελαν να βρουν στηρίγματα παρηγοριάς έλεγαν: Καλά να πάθουμε οι αμαρτωλοί. Αν δεν ήθελε να φύγει δεν θα επέτρεπε να γίνουν όλα τόσο εύκολα. Είναι φανερό ότι ήθελε μόνος του να φύγει.
    Και συνεχίζει ο πανούργος ιερέας: «Οι βενετοί, για να μην πάθουν τίποτα οι Χιώτες επειδή έχασαν τέτοιο προστάτη, έδειξαν μεγαλοψυχία και άφησαν στο νησί τα άλλα τέσσερα λείψανα που βρέθηκαν στη κρύπτη του Αγίου Ισιδώρου».
    Αλλά η αρπαγή του Αγίου είχε και συνέχεια. Οι Βενετοί, μετά την κατάληψη της Χίου, ξεχείμασαν στο νησί και έσφαξαν όλα τα ζώα για τα ατελείωτα γλεντοκόπια τους. Πολλά σφαχτάρια είχαν εγκαταλειφθεί στους δρόμους και στις πλατείες, και την άνοιξη έπεσε επιδημία που προκάλεσε μεγάλο θανατικό στο στρατό των Βενετών. Μήπως ήταν θεία δίκη για την αρπαγή του λειψάνου του Αγίου; Όχι βέβαια, γράφει στην έκθεσή του ο πολυμήχανος ιερέας. Και να ο συλλογισμός που δικαιώνει τη θεάρεστη πράξη του:
    «Ενώ ο στρατός που έφθασε με τα καράβια στη Χίο αφανίστηκε από την επιδημία, οι στρατιώτες που ταξίδευαν με το καράβι του Αγίου για  τη Βενετία, δεν έπαθαν τίποτα.
    Αντίθετα, και οι πληγωμένοι και οι άρρωστοι βρήκαν την υγεία τους. Πρέπει λοιπόν, να πιστέψουμε και να μην αμφιβάλλουμε διόλου ότι ο Άγιος για ανταμοιβή της συνοδείας για το θαλασσινό ταξίδι, τους ευεργέτησε με την ευσπλαχνία του. Και μάλιστα με τη μεσολάβησή του στον Ύψιστο θα τους χαρίσει και τα άπειρα δώρα της αιώνιας ζωής. Αμήν».
    Το σκήνωμα του Αγίου Ισιδώρου θα ξαναγυρίσει στη Χίο ύστερα από 830 χρόνια, το 1965, με επίσημη συγκατάθεση της καθολικής Εκκλησίας.

Πηγή: Από τον πρώτο τόμο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».