Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Νεράιδα, με θυμάσαι;



Του Γιάννη Λακούτση
« Νεράιδα», με θυμάσαι; 
Είμαι ο πιτσιρικάς, που ξεκινούσε από ένα ταπεινό σπίτι  στην άκρη του χωριού. Έτρεχα να σε προλάβω και ήμουν εκεί πριν ακόμα δέσεις στο λιμάνι. Έφτανα ακριβώς πριν τα ροζιασμένα χέρια του μπάρμπα Μανόλη, του πατέρα μου, δέσουν τα παλαμάρια σου και αρπάξουν με δύναμη την σκάλα και την τοποθετήσουν ώστε να αρχίζουν να κατεβαίνουν οι επιβάτες. 
Μου έδινε την τσάντα με τα καλούδια και πριν προλάβεις να απομακρυνθείς , ήμουν ήδη στο σπίτι και άνοιγα την τσάντα. Θησαυρός! Ζάχαρη, καφές, τυρί « τα στόρια» που έδινες
κάθε εβδομάδα, θυμάσαι;
Έκοβα ένα κομμάτι τυρί και μια φέτα ψωμί και βουρ! για τις αλάνες. Έχω να σου πω πολλά ακόμα, αλλά θα σου τα πω
όταν σε συναντήσω, στο αυτί, γιατί ο κόσμος είναι κακός.
Σε ευχαριστώ «Νεράιδα», κομμάτι του εαυτού μου και εσύ. 

                   Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι 
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ’ακρολίμανα δεμένα.

Τα φορτηγά καράβια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
απ’ του Μουρμάνκ τη παγερή τη θάλασσα,
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
 Που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
Μ’υπομονή κι αγάπη -για τα εγγόνια τους
(είτε γι αυτούς;΄) – μικρά φτιάχνουν καράβια


και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κατιτις να χάσανε κοιτάνε.

                  Κώστας Ουράνης