Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια στη Σαλαμίνα
(Αποσπάσματα από το ομώνυμο διήγημα του αείμνηστου μουσικολόγου Νίκου Σαλτάρη – Επιμέλεια: Γιάννη Μ. Σπετσιώτη)
Παραμονή Χριστουγέννων. Ύστερα από εκείνη την ξαφνική γερή μπόρα που μας είχε κλείσει στη στάνη φίλων μας βοσκών στο δάσος «Κανάκιανι» της Σαλαμίνας, μετά τα μεσάνυχτα, σαν αποστραγγίστηκαν κάπως τα πολλά βροχόνερα, κινήσαμε για τον γυρισμό. Προχωρούσαμε ανεβαίνοντας. Σε λίγο αγνάντια μας σε αρκετή απόσταση φάνηκαν φώτα από το μοναστήρι του Άι Νικόλα που όσο πλησιάζαμε ξεχώριζε καθαρότερα. Ζυγώνοντας ακόμη περισσότερο είδαμε ότι ήσαν φωτισμένα όλα τα κελιά του ξενώνα.
- Θα ‘χουν έρθει μουσαφίρηδες προσκυνητές αποβραδίς είπε ο σύντροφός μου κόβοντας τη σιωπή που κρατούσε σ’ όλη αυτή την ανηφοριά της πορείας μας. Συνάμα έφτανε στ’ αυτιά μας από κει αχνόσβεστος σαν λαθευτά ο ήχος μελωδίας.
- Άκου! Μίλησε πάλι ο Πλάκο-Λιότσης. Γρικάς; Θάχουνε φερμένο και παπά οι ξένοι κατά πως το συνηθάνε για τα Χριστούγεννα. Όταν προχωρήσαμε ακόμη λίγα λεπτά, ακούσαμε κοντοζυγώνοντας να φτάνουν ως εμάς καθαρόηχα από τον ναό οι ψαλμωδίες για την Άγια Νύχτα. Ξεχωρίζαμε τους ψάλτες, που μελωδούσαν τον Θεό Βασιλέα που ως άνθρωπος - βρέφος ήρθε μια τέτοια νύχτα, λυτρωτής των ποιμένων.
Βιάζοντας λίγο τ’ άλογα φτάσαμε στην εξώπορτα της Μονής. Ξεπεζέψαμε. Ο γέρος πήρε τα δύο ζώα και τράβηξε να τα οικονομήσει στον στάβλο του μοναστηριού. Εκεί έξω στη νύχτα στάθηκα μονάχος. Ένοιωθα τόσο όμορφα! Μ’ έντυνε ο υγρός αγέρας του δάσους και με εύφραιναν τα αρώματά του.
Ο γείτονας μού ζήτησε να πάμε μέσα.
- Έμπα, του είπα. Σε λίγο έρχομαι κι εγώ!
Μπήκε. Έμεινα πάλι μονάχος κι άκουγα που έψαλαν από τον «Πολυέλαιο» τον ψαλμό Ρμν (148) τους τελευταίους στίχους. «Οι φοβούμενοι τον Κύριον, ευλογήσατε τον Κύριον». Και στη συνέχεια, άρχιζαν για το μάκρος της πολύωρης Χριστουγεννιάτικης νύχτας και για το εορταστικό της ημέρας να μελωδούν αποσπάσματα από τα «κρατήματα» τα λεγόμενα «τερερεμ». Όποιος δεν έτυχε να γνωρίζει κάτι πληροφοριακό γι’ αυτά, όταν ακούει τις ακατανόητες αλλά με σημασία συμβολικές συλλαβές του (τε, ρι, ρε, ρου, ρε) απορεί, παραξενεύεται, παρεξηγεί και παρερμηνεύοντας κατακρίνει. Όμως μ’ αυτές τις συλλαβές μιμούνται οι ψάλτες τα όσα περιλαμβάνει αυτός ο ψαλμός (148), που προτρέπει να απευθύνει αίνεση και ύμνους στον Δημιουργό «Πάσα η κτίσις». Όλα τα πλάσματά του έμψυχα και άψυχα κάθε είδους με τον δικό τους τρόπο.
Έτσι ακούμε τους ψάλτες «τη ζώσα κιθάρα» να μελωδούν μιμητικά αυτή τη συμφωνία, καταπώς το προτρέπουν οι ψαλμικοί στίχοι του ποιητή Βασιλέα Δαυίδ: «Αινείτε το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών» ενώ μέσα στο ναό οι ψάλτες ψαλμωδούσαν «το κράτημα η ποταμίς» σύνθεση του Θεόδωρου Λάσκαρη αυτοκράτορα της Νίκαιας με τα «ρι, ριρί, ρο, ριρρό», όμοιος ήχος με το τρεχούμενο νερό. Ταυτόχρονα σαν «ισοκράτημα» της υμνωδίας εκείνης ερχόταν στ’ αυτιά μου αντιφώνηση απ’ τα νεροστραγγίσματα κάτω στο ρέμα «ριρροορουού, ριρρορουού». Οι ψάλτες του δεξιού χορού συνέχιζαν μίμηση των κατοπινών στίχων του ψαλμού ενώ ταυτόχρονα προς τα δυτικά στον όρμο του Κανιάκι βοερή, αποφουρτουνιασμένη, η απράυντη θάλασσα, γεμάτη χλαπαταγή της ρεστίας μαζί με τον παφλασμό του αντιμάμαλού της στα βράχια, βαρυγκομούσε.
Οι ψάλτες του αριστερού χορού συνέχιζαν το «αινείτε πάντα ερπετά, πτερωτά, πετεινά» και σε περίτεχνο μέλος συμφωνούσαν τα συρτά ηχήματα των ερπετών, τα τερετίσματα και των πουλιών τα κελαδήσματα… ενώ σύγκαιρα, σαν να μην ήθελε να λείψει, ακούστηκε μέσα από τα κοντινά πεύκα το λάλημα του πουλιού της νύχτας.
Και τι θάμα! Γλυκασμός ψυχής την ώρα εκείνη! Παρέκει από τα πλάγια του βουνού ο γεροβοσκός με γιους, θυγατέρες και εγγόνια όμοια όπως εκείνοι της Βίβλου οι ποιμένες της Άγιας Νύχτας στη Βηθλεέμ και σαλαγητά τα ίδια με τα «κρατήματα» των μοναχών της Άγιας Μονής.
Οι βοσκοί οδηγούσαν στη βοσκή τα κοπάδια τους. Το μαρτυρούσε η αρμονία του ήχου των τροκανιών. Τα βελάσματα «εμέεε» των προβάτων. «Αινείτε νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεοτέρων. Πάντα τα κτήνη τα άστρα, οι άγγελοι αινείτε εν χορδαίς και οργάνοις».
Αφουγκραζόμουν τα πάντα, συγκινημένος ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Άκουγα, συλλογιόμουν και σώπαινα. Αισθανόμουν πως και εγώ τόση ώρα έμενα βουβός, εγώ ο απειροελάχιστος μέσα στο σύμπαν, εγώ το πήλινο σκεύος εκεί έμενα άναυδος και άηχος μέσα σ’ αυτή την ένα γύρω μου ηχηρή, υμνητική μυσταγωγία! Μέσα στο σύμπλεγμα όμως της γιορταστικής αυτής συμφωνίας ήμουν δεμένος και μέτοχος με τη σιωπή μου, ευλαβική προσφορά στο θαύμα! Προσμένοντας κι εγώ ναρθεί να γεννηθεί αυτός, που για όλα «είπε και εγεννήθησαν… εκείνος που ενετείλατο και τα πάντα εκτίσθησαν…» (ψαλμός 148).
Χρόνια Πολλά!