Η μητέρα μου
( ώρα εσπερινή
θάλαμος Μ.Α.Φ.
κλίνη δεύτερη -πάνε δυό ώρες που άδειασε ο διπλανός τη θέση, στο όνομα του οποίου δεν επιτρέπεται πιά η προσφώνηση «κύριος»-
πολυσυνδεδεμένος -από αισθήσεις και κινητικότητα, ό,τι έχει το κεφάλι και ναι, αντίληψη οξεία- και ζοχαδιασμένος, ετών 42
η πόρτα ανοίγει αποφασιστικά, όπως όταν μπαίνει το προσωπικό για την καθιερωμένη νοσηλεία
μια φινετσάτη πενήντα-πλας, άνευ λευκής ρόμπας αλλά με το απαραίτητο καρτελάκι-μενταγιόν έρχεται καρφί σε μένα
ως αντιλήπτωρ -που θα ΄λεγε κι ο Πλάτων- την προλαβαίνω: )
— Αν έρχεσαι να με τσεκάρεις, σε πληροφορώ ότι τα ΄χω τετρακόσια κι αν προσπαθήσεις να μ΄ αλλάξεις γνώμη, χαμένος κόπος. Κάτσε μόνο αν έχεις τη λύση
-δηλαδή χιούμορ- κι ας είσαι θεούσα, γιατρίνα, δικηγορίνα, ή ό,τι στο καλό μου κουβαλήσανε πάλι.
— Αναστασία Τασουλάκου, καθηγήτρια Βιοηθικής στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης, επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ερευνών Δεοντολογίας, νεο…
— Τωωώρα μάλιστα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας!
— Νεογνολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ζυρίχης.
— Πλάκα μου κάνουν! Τι στο…
— Έρχομαι εθελοντικά αν και, αρνήθηκα την -μέσω τρίτων- πρόσκληση τού πατέρα σου, σχεδόν ινκόγκνιτο δηλαδή. Μπαίνω κι εγώ στον ενικό με το καλησπέρα αφού το θες κι ας είναι κάτι ακόμα με το οποίο δεν πολυσυμφωνώ, φτάνει να κουβεντιάσουμε καλόπιστα.
— Κατευθείαν στο ψητό, ε; μ΄ αρέσεις! που λέει ο λόγος… Και με ποιά απ΄ όλες τις ειδικότητές σου έχω την τιμή να συνομιλώ; ή θα μονολογήσεις κι εσύ, όπως όλοι όσοι παρελαύνουν αυτές τις μέρες και μου ΄χουνε κάνει τα νεύρα κρόσσια;
— Γνώριζα τη βιολογική σου μητέρα.
— …
— Επίσης, συνηγορώ έμπρακτα υπέρ της ευθανασίας υπό όρους, όπως και υπέρ των αμβλώσεων, εν ονόματι του δικαιώματος της επιλογής και της αυτοδιάθεσης. Σου κάνω;
— Ναι, εντάξει… αλλά, κάτσε… ξέρεις τους θετούς μου γονείς και τους βιολογικούς; αυτούς που έχουν αρνηθεί οποιαδήποτε επικοινωνία δια παντός; ακόμα και να τους ψάξω δεν επέτρεψαν, με γραπτή εντολή από την υιοθεσία… οι γονείς τους εννοώ, άθρωποι της εκκλησίας τάχαμου, γιατί αυτοί -οι… «δικοί» μου ντε- ήτανε πιτσιρίκια τότε, στη Μάνη, …
( μπαίνει η νυχτερινή βάρδια για νοσηλεία
και διακόπτεται απότομα η συζήτηση
ανταλλάζουμε τα στερεότυπα για την απόφασή μου
και εισπράττω -για τρίτη συνεχή μέρα και ένατη φορά- τα θυμωμένα σχετικά παρακάλια )
— Δεν έχω εξουσιοδότηση να σου λύσω τέτοιου είδους απορίες. Πες μου Κοσμά γιατί θες ν΄ αυτοκτονήσεις; και μάλιστα προκαταβολικά;
— Ρώτα αυτή που με γέννησε! αν μιλιόσαστε ή αν ζει, αφού «την γνώριζες», γιατί η μάνα μου πέθανε απ΄ τον καημό της όσον καιρό ήμουν σε κώμα.
— Μην παραφέρεσαι! δε χρειάζεται ν΄ αυθαδιάζεις! Ξέρω τι περνάς, αλλά δε θα σου κάνω το χατίρι ν΄ αλλάξεις θέμα. Λοιπόν, από τη στιγμή που η κατάστασή σου δεν έχει χαρακτηριστεί καθολικά ή και οριστικά μη αναστρέψιμη προς το παρόν, το βρίσκω τουλάχιστον κουτό, να επιβαρύνεις τη θέση σου, αντιστεκόμενος με αυτόν τον ανορθόδοξο -για την περίπτωσή σου- τρόπο.
— Η μόνη σωστή κουβέντα σου, ήταν ότι αντιστέκομαι. Αφού δεν βρήκαν ανταπόκριση όλες οι άλλες νόμιμες διαδικασίες διεκδίκησης του αυτονόητου αιτήματός μου -όπως και άλλων ομοιοπαθών φαντάζομαι- είναι το μόνο όπλο που μού απέμεινε ν΄ αμυνθώ έγκαιρα, γι΄ αυτό που τόσο ανυπόφορα ήδη ζυγώνει, μπας κι ευαισθητοποιήσει τον κόσμο και τους αρμόδιους, ν΄ αλλάξει η γνώμη κι η στάση τους απέναντι στο προφανές δικαίωμα της απαλλαγής από τη φρίκη της αναξιοπρέπειας.
— Βιάζεσαι. Εκτός του ότι αυτοταλαιπωρείσαι μάταια. Εξάλλου…
— Μα καλά… εσύ δεν είπες..;! δεν υπερασπίζεσαι την ευθανασία;
— Την ευθανασία, ναι. Υπό όρους, αλλά ναι. Και στην περίπτωσή σου είναι πρόωρο να το συζητάμε, αλλά την απεργία πείνας όχι. Ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες.
— Μα ίσα-ίσα! είναι οι ιδανικές για πιθανότερη αποδοχή και συμπαράσταση!
— …
( σηκώνεται, μαζεύει τα μπογαλάκια της )
— Λοιπόν; κατάπιες τη γλώσσα σου; ή παραδέχεσαι ότι είναι πολύ καλά μελετημένο το σχέδιό μου και μπορεί να μη χρειαστεί να πεθάνω από την προσπάθεια, αλλά όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι και δεν μου απαγορευτεί να πεθάνω με την ησυχία μου;!
( και -παρότι- γυρίζοντάς μου την πλάτη, μου πετάει κατάμουτρα: )
— Σε είχα για πιο έξυπνο. Εκτός από την άστοχη γενναιότητα που μου τσαμπουνάς με υφάκι, σκέφτηκες μήπως, ότι καταπονώντας τον οργανισμό σου, σαμποτάρεις το επιχείρημα της απελευθέρωσής του από τον ίδιο λόγο;
— …
( έχει ήδη ανοίξει την πόρτα και μου χαλαλίζει μια τελευταία ματιά )
— Θα μείνω γι΄ απόψε μόνο. Στο Ξενοδοχείο Σωκράτης. Πετάω αύριο το μεσημέρι. Καλό ξημέρωμα!
( βουρκώνω, δεν γλιτώνει, προφταίνω να μπήξω μια φωνή: )
— Μμμαμά;!...
._