Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

«Το Νησί»: ένα μεγάλο λάθος

Της Ρίκας Βαγιάννη
Tεράστια γκάφα το «Νησί». Mega λάθος. Εγώ, αν ήμουν Μπόμπολας, ή Βαρδινογιάννης, ή Ψυχάρης (μα τον Άγιο των media, δεν έχω ιδέα πλέον ποιανού είναι αυτό το κανάλι: Ήξερα στην αρχή, αλλά τώρα έχω μπερδευτεί). Αν ήμουν πάντως το αφεντικό, θα τους μάζευα όλους, στη γραφειάρα μου, κάτι Μπούτους, κάτι Τούτους, με όλη τους τη συνοδεία, αυτόν που είχε την αρχική (τρομάρα του) ιδέα, παρέα με τους καλλιτέχνες, τους σκηνοθέτες και όλο το επιτελείο των συντελεστών, από τον πρωταγωνιστή ως τον πιο άσημο βοηθό ηλεκτρολόγου. Θα τους καλούσα στο γραφείο μου και θα τους απέλυα. Με συνοπτικές διαδικασίες. Θα ζητούσα επί πίνακι το κεφάλι της Παποικονόμου: να δω κεφάλια κι ένσημα να κατρακυλάνε στα σκαλιά του Ερρίκου Ντυνάν.

Εν συνεχεία, ως μυαλωμένο αφεντικό θα προμηθευόμουν μια βαριοπούλα κι ένα αλυσοπρίονο και θα κατέστρεφα συστηματικά τις μονταζιέρες, τις ψηφιακές μνήμες, τους σκληρούς δίσκους που περιείχαν κάθε δευτερόλεπτο γυρισμάτων της σειράς. Θα πολτοποιούσα ολόκληρη την παραγωγή- Να μη μείνει τίποτα από το Νησί, ούτε καν μια ανάμνηση ότι κάποτε γυρίστηκε.

Αλλά έχουν μυαλό; Δεν έχουνε. Πήγαν, σαν τις μωρές παρθένες, βρήκαν ένα βιβλίο που έχει χαλάσει τον κόσμο με την επιτυχία του και αποφάσισαν να το κάνουν σήριαλ. Εν μέσω κρίσης, φτώχειας σε χρήμα και πνεύμα, εν μέσω πλήρους σύγχυσης ιδεών και αξιών. Ε, τα ήθελαν και τα έπαθαν. Τα πρώτα σημάδια ήρθαν νωρίς, από τις εξομολογήσεις των εργαζομένων «κάτι πάει να γίνει εδώ, κάτι που δεν μοιάζει με τα άλλα», μας έλεγαν συνάδελφοι, όλων των ειδικοτήτων που επέστρεφαν από τους τόπους γυρισμάτων. Δεν ήταν αργά, ακόμα και τότε: έπρεπε να τη σακουλευτούν τη δουλειά ο ι αρμόδιοι και να «θάψουν» την παραγωγή-κάτι τέτοια τα πνίγεις μικρά, γιατί μεγαλώνουν και σου δημιουργούν του κόσμου τους μπελάδες.

Τέλος πάντων, κανείς δεν είχε τη δύναμη να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι, να βάλει φρένο σ΄αυτή την κατρακύλα (προς τα πάνω). Το Νησί έγινε σενάριο, συγκέντρωσε τον κόσμο του, γυρίστηκε, ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες επεξεργασίες κι από προχτές, ο δόμος του δεν έχει
επιστροφή: Προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο του σήριαλ και τα έκανε όλα μαντάρα.

Μπορεί να μην είμαστε κριτικοί τέχνης, αλλά λίγα δράμια νιονιό έχουμε. Ξέρουμε πότε βλέπουμε σκατά τηλεόραση, πότε βλέπουμε σαχλοτηλεόραση και πότε βλέπουμε αυτό που λένε «καλή τηλεόραση». Αυτό που είδαμε ήταν δέκα σκαλιά παραπάνω από το απλώς, «καλή τηλεόραση». Ήταν ένας καλλιτεχνικός και τεχνικός άθλος, που όμως, κατάφερνε το αδιανόητο, να διατηρήσει την ανθρωπιά του και να «μιλήσει» τρυφερά και λυπημένα στη γλώσσα των πιο απλών ανθρώπων. Να μιλήσει για την ιστορία μας. Και να μας κάνει να κλάψουμε, γιατί όλοι αναγνωρίσαμε μέσα στην ιστορία, το παρελθόν των ανθρώπων και των τόπων μας, όλοι νιώσαμε ξαφνικά να ανοίγει η πληγή των τραυμάτων που κουβαλάμε, εντός μας: τραύματα αμίλητα κι ανείπωτα, «δώρα» βαριά από τις παλιότερες γενιές. Δεν έπρεπε εμένα να μου το κάνει αυτό το Mega. Είχα βολευτεί με την τηλεόρασή μας. Την είχα συνηθίσει, είχα το πρόγραμμα αυτά που χάζευα, αυτά που μ΄άρεσαν κι αυτά που βαριόμουν. Η σιχαινόμουν.

Και ξαφνικά, μου ρίχνει στο κεφάλι το «Νησί». Και με φέρνει εκτός εαυτού, ανεβάζοντας για το ίδιο το δίκτυο –και τα γειτονικά του- αλλά κυρίως για τους τηλεθεατές, έναν πήχη θεόρατο, που δεν πηδιέται με τίποτα. Τι να κάνω τώρα εγώ; Ποια είναι αυτή η ξανθιά ντυμένη Λευκορώσσα έσκορτ που προσπαθεί κάτι να μου πει για το μπότοξ μιας άλλης ξανθιάς; Τι να δω; Ποια είμαι; Και κυρίως, τι δουλειά έχει το «Νησί» στη σημερινή ελληνική τηλεόραση; Μου θυμίζει μια φάση πέρσι, που ήμουν άφραγκη και άνεργη, αλλά «κόλλησα» και αγόρασα μια υπέροχη γαλλική τσάντα. Ήταν η πιο ωραία, η πιο σικ, (και η πιο ακριβή) που είχα στη ζωή μου. Την έφερα στο σπίτι κι έγινε της τσάντας. Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα της, τα ρούχα μου έδειχναν τσίτια, τα παπούτσια μου φτηνιάρικα, τα μαλλιά μου βλάχικα, η ίδια μου η ντουλάπα ήταν πολύ «βήτα» για να φιλοξενήσει αυτή την τσάντα. Χρειάστηκε να αλλάξω όλη μου τη γκαρνταρόμπα, προς το κομψότερο, η τσάντα με κατέστρεψε.

Έτσι τώρα και με το «Νησί»: διέφθειρε με αδιαπραγμάτευτη ποιότητα και απέραντη, δημιουργική αγάπη, τους εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές που σκλάβωσε από το πρώτο πλάνο. Τα πράγματα δε, πάνε από το κακό στο χειρότερο. Πολύ επικίνδυνη ιστορία. Τι θα γίνει αν, μετά την πρώτη χαρά που πήραμε με αυτό το πανέμορφο «λάθος» πάρουμε αέρα και ζητάμε περισσότερα; Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να απαιτούμε ένα «Νησί» στις Ειδήσεις, ένα άλλο «Νησί» στις μουσικές εκπομπές, ένα «Νησί» στις πολιτικές συζητήσεις; Τι θα απογίνουν όλα τα άλλα (και όλοι οι άλλοι), αν ξαφνικά ξέρουμε ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν –και γίνονται- αλλιώς; Ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε θριαμβευτικά, ακόμα και στην πιο δύσκολή μας ώρα; Τι θα γίνει αν συνεννοηθούμε μεταξύ μας ότι δεν μας ικανοποιεί τηλεοπτικά, τίποτα λιγότερο από ένα αντίστοιχο «Νησί» σε κάθε πρόγραμμα που επιλέγουμε να τιμήσουμε με τον πολύτιμο χρόνο που διαθέτουμε;

Δεν έπρεπε να μου το κάνουν εμένα αυτό. Εξορισμένη στη Τηλε-Σπιναλόγκα της βλαχογκλαμουριάς, είχα συμφιλιωθεί με την αρρώστια μου: Τόσο που σιγά σιγά έπειθα τον εαυτό μου ότι περνούσα και ωραία. Μιλάμε , είχα υποστεί την απόλυτη ασυλοποίηση. Και μου πετάς ρε Μέγκα μου, ένα βλέμμα του Μάϊνα κενό μπροστά στον ξεριζωμό της ζωής του (της ζωής όλων μας) και με στέλνεις, κανονικά, για βρούβες. Ωραία συμπεριφορά, ρε Στέλιο. Συγχαρητήρια. Να το πεις και στους άλλους, ακούς; Δεν θα σας συγχωρήσω ποτέ… Ούτε εγώ, ούτε άλλος κανένας, γι αυτές τις Δευτέρες: Γι αυτή την αχνή, παράλογη ελπίδα πώς, αφού υπάρχει και αναδύεται, έστω ένα «Νησί», δεν χάθηκαν όλα.

Ή τουλάχιστον, όχι ακόμα.

protagon