Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Μην απελπίζεσαι

Αύγουστος Κορτώ
protagon 
Ξέρω ότι λεφτά δεν υπάρχουν ούτε για τα τρέχοντα – πόσω δε μάλλον για διακοπές. Κι ας τρέχει το μυαλό σε παραλίες με το παραμικρό κι άντε μάζωχ’ το. Κι αυτές οι φωτογραφίες από αμμουδιές και θάλασσες και καλοπέραση στο Facebook, μαχαιριά στην καρδιά. Ένα κομμάτι σου θα ’θελε να μπορεί να τους μισήσει όλους αυτούς που έχουν την τύχη να παραθερίζουν όσο εσύ ψήνεσαι στο τσιμεντένιο τσουκάλι της Αθήνας, αλλά δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος, γιατί κι αυτοί τσίμα-τσίμα μπορεί να βγάλανε τρεις-τέσσερις μέρες ελεύθερο κάμπινγκ και να ’χουν ταράξει τη σκέτη τη μακαρονάδα τη σκορδάτη (2 ευρώ κόστος η κατσαρόλα) στο πετρογκάζ. Και λες, ας το φχαριστηθούν μωρέ, δεν αξίζει να κακιώσω για την τρελή τους τη χαρά – κι εγώ στη θέση τους θα ’χα φωτογραφίσει μέχρι τη χημική τουαλέτα.
Ξέρω ότι σ’ έχει κουράσει το μακροβούτι της επιβίωσης, το άντε να βγει κι αυτός ο κερατάς ο μήνας, κι όχι πάλι ΔΕΗ το στανιό μου, τι διάολο, η Σεξωγήινη είμαι, που ρούφαγε τις μπαταρίες; Και να οι φάκελοι να πληθαίνουν ώσπου το συρταράκι στο τραπέζι του χολ φρακάρει και δεν κλείνει, και κάθε φορά που πας να πεις, δε γαμιέται, θα βγω για ένα ποτάκι, κοιτάς το μισάνοιχτο συρτάρι με το χαρτομάνι των Ερινυών κι αλλάζεις γνώμη, κι ας το ’χεις ψιλοσιχαθεί αυτό το χύμα κρασί απ’ το περίπτερο, σκέτο χημικό το άτιμο, αλλά και τι να κάνεις; Με 3 ευρώ το εναμισόλιτρο, τουλάχιστον φτουράει.

Ξέρω ότι είναι μέρες που λες, τι νόημα έχει να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, να κάνω ντους για να φύγει το δρωτάρι που έλιωσα όλο το βράδυ απ’ τη ζέστη και με σκίσανε και τα καριόλικα τα κουνούπια,

τι νόημα έχει να πάω στη "δουλειά" (λέμε τώρα) απ’ όπου ζήτημα να πληρωθούνε τα δισέγγονά μου, χώρια που μ’ ένα πεντακοσάρι το μήνα κι αυτό όποτε τους καυλώσει, δεν το λες ακριβώς δουλειά, αλλά μπουρδέλο μπαταχτσίδικο. Ούτε τα δόντια σου δεν έχεις κουράγιο να πλύνεις, γιατί μέσα σ’ όλα τ’ άλλα τώρα τελευταία σ’ έχει πιάσει μια ουλίτιδα γάμησέ τα, και κάθε φορά που τα βουρτσίζεις φτύνεις μισό καντάρι αίμα σαν τον χτικιάρη. Δεν τρως σωστά, το ξέρεις και το ξέρω, αυτά τα τρία σουβλάκια του τάλιρου ό,τι θες έχουν μέσα εκτός από βιταμίνες. Η μάνα σου θα σε σταύρωνε, και θα σε κυνηγούσε με τα φρούτα της λαϊκής, και κατά βάθος ήταν ωραία τότε που ’ταν γεμάτο πάντα το ψυγείο μ’ ένα σωρό φαγιά σε τάπερ και κάποιος νοιαζόταν κι ανησυχούσε για σένα νύχτα-μέρα, κι ας γκρίνιαζες. Μα δεν γίνεται να γυρίσεις πίσω, κάλλιο νηστικός παρά στο παιδικό δωμάτιο να μικραίνεις ώσπου να γίνεις μια σταλιά, σαν ανάμνηση των πέντε σου χρόνων.
Ξέρω ότι έχεις ξεράσει και τα γαμημένα τα στριφτά. Ποτέ δεν ήσουν καλός στρίφτης, μια ζωή σε κράζανε οι κολλητοί όταν έπαιζε καμιά φούντα, γιατί όλο λούφαρες και στρίβαν εκείνοι, αλλά είναι ντιπ κουλά τα ρημάδια τα χέρια σου, και παρ’ όλο που κλείνεις ένα χρόνο που άλλαξες, ακόμα είναι αγώνας να στρίψεις ένα ρημαδοτσίγαρο που να μην είναι σαν σαλιωμένο ταμπόν, χώρια που σου μένει ο μισός καπνός στο στόμα και το σκασμένο όλο σβήνει και σου ’χει κάνει και τα ακροδάχτυλα καφέ σαν του παλιού ρεμπέτη. Κι ώρες-ώρες θυμάσαι τα Marlboro Lights που κάπνιζες ίσαμε δεκαπέντε χρόνια, και πώς ξεπαρθένευες το πακέτο με μια κίνηση κι έβγαζες το πρώτο τέλειο τσιγάρο και τ’ άναβες, και σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα – αλλά όταν έχουν πάει τέσσερα ευρώ, δεν παίζει με την καμία να τα ξαναρχίσεις, γιατί θα σου φεύγουν ένας σκασμός λεφτά και μετά να δεις κλάμα.

Ξέρω ότι αναρωτιέσαι συχνά τι έφταιξε, τι δεν έκανες σωστά, και στα τριάντα πέντε σου είσαι μόνος – δίχως ταίρι, γιατί από φίλους άλλο τίποτα. Βέβαια θα μου πεις, σιγά και τους σχεσάκηδες τους φίλους μου, κι αυτοί οι πιο πολλοί μπακούρια είναι, όπως κι ο περισσότερος κόσμος που βολοδέρνει στα chat room με την ελπίδα και στέλνει μηνύματα με καρδούλες και emoticons και κάνει και poke μπας και… Μα η ερωτική μοναξιά των άλλων δεν σε παρηγορεί – είπαμε, δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Μόνο που φοβάσαι ότι μπορεί να μην τον βρεις ποτέ τον άνθρωπό σου, κι αυτό σε ισοπεδώνει χειρότερα κι απ’ το άγχος για τα φράγκα, γιατί άντε πες ξαφνικά πέφτει απ’ τον ουρανό ένα πεντακοσάρικο στην κεφάλα μου (τι ωραία που θα ’ταν, ε;) και ξαφνικά μπορώ να την κάνω για διακοπές εδώ και τώρα. Αλλά τι αξία έχει να φύγεις μόνος σου; Και πόσο πιο ωραία θα ’ταν να ’παιρνες μαζί και το κορίτσι ή το αγόρι σου, και να μοιράζονται οι ηδονές του νησιού όπως της πόλης οι πίκρες…

Ξέρω ότι η όλη φάση με τη Χρυσή Αυγή και τα κόμματα και τη σκυλοφαγωμάρα την εμφυλιακή σ’ έχει εξουθενώσει ακόμα κι αν την παρακολουθείς πίσω απ’ τη γρίλια, με μισόκλειστα μάτια γιατί δεν αντέχεις πια την τόση φρίκη κι ασχήμια. Κι ότι αναρωτιέσαι, τι θα γίνει, ρε πούστη μου, πού θα πάει αυτό το πράμα, δεν θα τους μαντρώσουν κάποια στιγμή τους κερατάδες, αλλά και πες ότι πατάς το μαγικό κουμπάκι και οι Χρυσαυγίτες τηλεμεραφέρονται στον Άρη (καθ’ όσον και Άριοι) – τι, μετά θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα και οι υπόλοιποι θα κάνουν τη χώρα τζιτζί παραδεισένια; Τρίχες. Αυτό που σε διαολίζει είναι ότι νιώθεις πως όλα αυτά δεν είναι πια στο χέρι σου (αν ήταν και ποτέ), κι ότι όσο κι αν σε πνίγει η δυσφορία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για ν’ αλλάξεις τον κόσμο (εδώ καλά-καλά κάλτσες βαριέσαι, πια, να αλλάξεις). Και δεν αντέχεις κι άλλην ανημπόρια.

Ξέρω ότι είναι μέρες που νιώθεις τόσο χάλια, που ανεβάζεις στο Facebook ένα κομμάτι τόσο γαμάτο που δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το λατρεύει, μόνο και μόνο για να μαζέψεις μερικά like, κι ας είναι από φίλους και γνωστούς τα πιο πολλά, και κοιτάς κάθε τόσο να δεις αν έπιασες τα 20, που είναι το πλαφόν της ικανοποίησης, όπως το εικοσάρι στο σχολείο. Κοίτα να δεις η γαμημένη η κρίση που σε ξανάκανε σπασικλάκι που φωτίζεται η καρδιά του με το "μπράβο".

Και ξέρω τέλος, ότι κάποια βράδια που δεν σε πιάνει ύπνος, αναρωτιέσαι κατά πόσον δεν φταίει εν τέλει ούτε η κωλοδουλειά, ούτε η αφραγκία, ούτε η πολιτική αστάθεια, ούτε καν το ότι τελευταία φορά έκανες σεξ επί κυβέρνησης Παπαδήμου κι ότι μπορεί να γεράσεις μόνος – αλλά μήπως η ίδια η ζωή δεν έχει νόημα, είναι μάταιη, κι έπειτα από κάποια στιγμή, και κάποιο βαθμό απελπισίας, η καλύτερη φάση είναι να την κάνεις με ελαφρά και γεια σας.

Κι όλα αυτά τα ξέρω διότι, παρά τις όποιες αποκλίσεις, μοιάζουμε πολύ εμείς οι δύο. Ό,τι σκέφτεσαι το ’χω σκεφτεί, ότι νιώθεις το ’χω νιώσει, ό,τι σε βασανίζει με βασάνισε κι εμένα. Ξέρω κι εγώ το σεντόνι το λαμαρινάτο που σε πλακώνει, και τα ματωμένα ούλα του σκορβούτου (ναι, το παθαίνεις και σήμερα αυτό, μην κοιτάς που ακούγεται σαν κάτι που εξέλειψε με τον Κολόμβο), και τη μαύρη σκέψη-δίνη με τον πειρασμό του αφανισμού στο βάθος.

Γι’ αυτό και θα σ’ το πω, με κεφαλαία κιόλας κι ας μοιάζει σαν να φωνάζω: ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ!
Λύσεις υπάρχουν, κι ευτυχία προσβάσιμη, και ζεστές καρδιές που θα βρούνε τη δική σου και θα της πάρουν την παγωμάρα και το βάρος. Το ότι δεν έχεις το κουράγιο να τις ψάξεις σήμερα, και λες αυθαίρετα πως δεν υπάρχει τίποτα για σένα, δεν τις ακυρώνει τούτες τις ηδονές του μέλλοντός σου. Είναι σαν να μου λες ότι επειδή έκλεισες τα μάτια εξαφανίστηκε ο ήλιος.

Μπορεί η τωρινή σου τραγωδία σ’ ένα χρόνο από τώρα να ’ναι κωμική αφήγηση που θα μοιράζεσαι στον καναπέ, μπλέκοντας τα γυμνά σου πόδια με του περίφημου άλλου σου μισού, που σε περίμενε κι ας μην το περίμενες εσύ. Η φύση αποστρέφεται το κενό, κι αν λοιπόν νιώθεις την καρδιά σου άδεια, σε παρακαλώ να πιστέψεις πως μια μέρα θα γεμίσει απότομα, μ’ έναν ήχο σαν να ρουφάει την αγάπη απ’ το μεδούλι.

Κι αν το πράγμα σοβαρεύει, και δεν αντέχεις πια να βγεις ούτε ως το σούπερ μάρκετ, μην αποκλείεις να σε ταλαιπωρεί καμιά καταθλιψούλα ύπουλη, σαν αυτή των Χριστουγέννων, απ’ την επιβεβλημένη χαρά του καλοκαιριού που για χίλιους δυο λόγους δεν μπορείς να μοιραστείς. Μα ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, μη φοβάσαι – η κατάθλιψη είναι πια σαν την τερηδόνα: τη βλέπεις και την ακούς παντού, κι επειδή εγώ είμαι και παλαίμαχος, πίστεψέ με, μ’ όλο τον ζόφο της περνάει, θεραπεύεται, και φεύγει το αγκωνάρι που σου πλακώνει την ψυχή.

Πάνω απ’ όλα, θέλω να επιμείνω στην ελπίδα, αυτή που στον μύθο της Πανδώρας μένει κλεισμένη στο κουτί. Ορισμένοι ερμηνεύουν πως και η ελπίδα ήταν ένα απ’ τα δεινά, κι ότι ελπίζοντας δίχως λόγο και ρεαλιστικές προσδοκίες απλώς ξεγελάς τον εαυτό σου. Μα εγώ διαφωνώ – αρκεί να δεις μια φωτογραφία απ’ το Άουσβιτς, και τους επιζώντες του, και καταλαβαίνεις ότι και η πιο μεγάλη απελπισία κι ερήμωση δεν πιάνουν μία μπρος στο μεγαλείο της ανθρώπινης θέλησης.

Γι’ αυτό κι ο Θωμάς ο Ακινάτης στη λίστα με τα θανάσιμα αμαρτήματα έβαζε και την ακηδία – την παραίτηση, την απελπισία, την πεποίθηση ότι ο Θεός σ’ έχει εγκαταλείψει και δεν μπορεί πια να σε σώσει. Κι όχι, δεν θα σ’ αρχίσω στα θεοτικά – θα σου πω μονάχα να ορίσεις για Θεό τη δύναμή σου, και να μην την προδώσεις ενδίδοντας στην απόγνωση μιας στραβής ημέρας ή μιας ζόρικης νύχτας.

Κι αν σε φάσεις σου ακούγομαι σαν βιβλίο αυτοβοήθειας και σου ’ρχεται να με σιχτιρίσεις κι εμένα και την αβάσιμη αισιοδοξία μου, σκέψου μονάχα πόση σπατάλη ενέργειας απαιτεί η απαισιοδοξία, κι ότι όντως, την πρώτη χείρα βοηθείας θα σ’ τη δώσει ο ίδιος ο εαυτός σου. Αρκεί να πιστέψεις πως τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, κι ότι δεν είσαι ο αδικημένος της ζωής κι ο άτυχος της αγάπης. Η κλάψα είναι για τα μωρά που δεν έχουν δύναμη ακόμα να πάρουν τη ζωή, εύκολη ή δύσκολη, στα χέρια τους.
Και να ’σαι σίγουρος πως οι δρόμοι μας θα ανταμώσουνε, αν δεν έχουν ανταμώσει ήδη. Είμαι αυτός που ζήλεψες κάποτε, όπως ζήλεψα κι εγώ εσένα, και ίσως για μια στιγμή, στο πεζοδρόμιο της Στουρνάρη, να ευχηθήκαμε ν’ αλλάζαμε ζωές, μπας και λιγόστευαν τα βάρη.
Κι ωστόσο τα αντέξαμε, τα κουβαλήσαμε, τα φέραμε ως εδώ.
Και δεν πρόκειται να τα αφήσουμε να μας πλακώσουν.