Ο Χάρος
Ονειρεύτηκα χθες βράδυ / ότι ήλθε σαν κουρσάρος
να με πάρει στον Άδη / έτσι απρόσκλητα ο Χάρος.
Στο κρεβάτι μου ζυγώνει / κι αμολάει το δρεπάνι
ξεριζώνει την ψυχή μου / λες και ήτανε ραπάνι.
Με αρπάζει σαν το φύλλο / και χωρίς κουβέντα άλλη
με το ύφος του το οργίλο / με οδηγεί στο ακρογιάλι.
«Μπούκαρε στην βάρκα μέσα» / γρύλισε, «χωρίς πολλά»
έγια μόλα έγια λέσα /
για τον Άδη ροβολά.
Καθώς γλίστραγε η βάρκα / μέσα στην πηχτή μαυρίλα
για την άγρια αυτή τσάρκα / ένοιωθα ανατριχίλα
Άκουγα φωνές καμπόσες / και βαθείς αναστεναγμούς,
σε όλων των ειδών τις γλώσσες / και απαίσιους βρυχηθμούς.
Απ’ τον φόβο τον πολύ / μου έτρεμαν τα δύο χείλη
κι έγινα το ραμολί / των σκυλιώνε το ρεζίλι.
Ξύπνησα κοκαλωμένος / κι άνοιξα ευθύς το μάτι
και βρισκόμουν ξαπλωμένος / στο βρεγμένο το κρεβάτι.
Χρόνια
Πολλά!
Ο ξέμπαρκος