Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Πειραιάς

 ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Μια και είμαστε ακόμα στην πολύ αρχή του 2011 είναι έγκαιρο να κόψω και να μοιράσω σε όλους την πίτα των ευχών μου, να είναι αυτή η νέα χρονιά συμπονετική προς τις ελλείψεις του ανθρώπου, να φέρει έστω και μερικά απ’ όσα ο καθένας μας επιθυμεί, κι αν δεν φέρει, πάντως ας μην του πάρει, ό,τι του είναι ήδη αρκετό και πολύτιμο.
 Οι ευχαριστίες μου είναι πολλές, δεν έχουν, ευτυχώς, επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, και θέλω να τις προκαταβάλω πριν ψηφιστούν νέες περικοπές και στο εισόδημα των αισθημάτων μας, στο οποίο περιλαμβάνεται και όσο κέρδος εγκαρδιότητας θα μου καταβληθεί απόψε, από όσους το θελήσουν, ιδιαίτερα από τον Γιώργο Χρονά, σαν καλεσμένη του που είμαι, σε τούτο τον θερμό οικοδεσπότη χώρο, το Πάσπορτ, απόκτημα στολιστικό για τον Πειραιά.
  Ετούτη την αφιερωμένη σε μένα βραδιά, δηλώνω ότι με μεγάλη συστολή θα την εισπράξω. Οσο κι αν ο Σύλλογος της κακεντρεχούς λιβελογραφίας με χαρακτήρισε πρόσφατα, συν τοις άλλοις, και ως «δαφνοστεφανωμένη», έτσι ώστε να εκπυρσοκροτήσει και ο αυτοσχέδιος, φτηνός χλευασμός του, ένα αληθεύει: ότι διατηρώ έως σήμερα αμείωτη την έκπληκτη αμηχανία μου, και για το πιο μικρό ακόμα φυλλαράκι δάφνινης συμπάθειας που μου προσφέρεται, επειδή συνεχώς με επιτηρεί η συνετή επίγνωση ότι δεν έκανα τίποτ’ άλλο, παρά να βιδώσω σφιχτά την αφοσίωσή μου επάνω σε αυτό το ελάχιστο που από τη φύση μού προσφέρθηκε -δωρεάν και οι βίδες.

Δεν ανεβάζω -έπειτα από καμιά διάκριση- τις χαμηλές μετοχές μου, ούτε και όταν ο εμπαθής λίβελος συστηματικά με διαφημίζει, ως την πιο προσοδοφόρα μούσα του…

Περιορισμένη και διστακτική ήταν και παραμένει η εξοικείωσή μου με την ποίηση. Απλώς «εκόμισα
εις την τέχνη» -μια και πέρασε κάποτε και ο Καβάφης από αυτόν τον χώρο- τον εαυτό μου κι εγώ, με όσην ανθρωπότητα μετέφερα, πήγαιν’-έλα, καλά κρυμμένη μέσα στην ασφαλή ομοιότητα της αγωνίας της με τη δική μου.

Αυτό το πήγαιν’-έλα, μέσα-έξω μου και αντιθέτως, μου στοίχισε περίπου 60 χρόνια προσπάθειας. Και η ποίηση μού χρωστάει γι’ αυτό το έξοδο μόνο την ήσυχη συνείδησή μου. Ομως, το ψεύτικο που το αγάπησα ως αληθινό, και το άσκημο που το εξύψωσα ως σφοδρά αναγκαίο, αυτά, ναι, μου χρωστάνε ότι τους παραχώρησα, τιμής ένεκεν, έναν οικογενειακό τάφο, σε υπερυψωμένη, κεντρική θέση, με θέα τον περίπλοκο κόσμο. Θέλοντας να παρηγορήσω τη λυπημένη πραγματικότητα, αγωνίστηκα σκληρά να εγκαταστήσω μέσα στα ποιήματά μου όλους αυτούς που περιμάζεψα από τις διάφορες μακρινές και κοντινές ανάγκες μου, και ξεθεώθηκα κυριολεκτικά ώσπου να τους εξασφαλίσω την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη υπάρξεως -όπως νόμιζα-, να κάθονται δηλαδή κοντά κοντά ο ένας δίπλα στον άλλον, για να μη νιώθουν άγνωστοι μέσα σ’ αυτό το απρόοπτο, ενωτικό αίσθημα που τους έφερα.

Και τι ανατρεπτική πείρα με ολοκλήρωσε, όταν είδα μια μια την καταπιεσμένη μοναξιά του καθενός να σηκώνεται αίφνης και να πηγαίνει να κάθεται παράμερα, μόνη της, κατάμονη η καθεμιά, νοσταλγώντας τον εαυτό της, και ξαναβρίσκοντάς τον.

Μέσα στη σκηνοθεσία και ο έρωτας, με όλη εκείνη την ατάλαντη συνοδεία του: την εγωπάθεια, την τσιγκουνιά, τον ναρκισσισμό του και τον αγενέστατα βιαστικό χαρακτήρα του. Ετρωγε, έπινε, χόρταινε, έφευγε, άφηνε μες στη μέση πεταμένα όλα του τα γνωρίσματα και όλα εκείνα τα αρωματικά του άφτερ, και όταν πια ξεθύμαιναν κι αυτά, και καθάριζα τον τόπο που μύριζε ψοφίμι όνειρο, αυτός επέστρεφε εκ νέου αρωματικός, φέρνοντας μαζί του κάθε φορά και μιαν άλλη, άξεστη, μια σκυλομούρα, άρνηση, και όλο αγκαλιές και αγάπες μπροστά σε όλες τις πιστές σ’ αυτόν επιθυμίες μας. Αλλά αυτές εκεί, δώσ’ του, απανωτά τα ποδόλουτρα στην κουρασμένη αποστασία του. Και με τι ηδονική ταπείνωση…

Τέτοια συμπεριφορά του συγκάτοικου έρωτα. Και πώς να τον διώξεις; Κι αν δεν ξαναγύριζε; Με τι φως πια θα διαβάζονταν, όλα όσα γράφτηκαν για μια πυγολαμπίδα πριν ξεψυχήσει και για τη φωτεινή ύστατη κραυγή ενός διάττοντος, αν έσβηνε και το κλεφτοφάναρο του έρωτα;

Τα εκμυστηρεύομαι όλ’ αυτά στον Πειραιά γιατί είναι λιμάνι και είμαι δεμένη σε πολλούς κάβους του. Με θέλγει μελαγχολικά, ότι από δω φεύγουν πλοία. Και γω, ούτε με τρένα ούτε με αεροπλάνα τη νιώθω την αναχώρηση. Μόνο από το κατάστρωμα του πλοίου μού διαγράφεται ως οριστική, απέραντη. Λες και αμέσως κατά την επιβίβασή της, ο χωρισμός απορροφά την οριστική απεραντοσύνη, την ακαταπολέμητη της θάλασσας.

Πέρα απ’ αυτό, πολλές φορές αναμνήσεις ζουν εδώ τριγύρω, αρκετά αγαπητά μου πρόσωπα, εδρεύει εδώ και το σεβαστό Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, το οποίο μου καταβάλλει τη μεγάλη ηθική αμοιβή να είμαι μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου. Ελάχιστη βέβαια, περιορισμένη, είναι η δική μου συμβολή στο σημαντικό, ευρύ και εξαπλωμένο στη μεγάλη απήχηση πολιτιστικό έργο που προσφέρει.

Εγώ απλώς συναντώ εκεί παιδιά από τα Λύκεια της περιοχής, με σκοπό να τους μεταδώσω τι δεν γνωρίζω για την ποίηση. Αλλά αυτό είναι για τους κάπως μυημένους στα ανεξήγητα.

Πώς να εξηγήσω στα παιδιά το ανεξήγητο και για μένα ότι ο ίδιος ποιητής που γράφει ένα καλό, δυνατό ποίημα, γράφει κι ένα αδύναμο, και γιατί άραγε η αυστηρή πείρα του κάνει τα στραβά μάτια και δεν το τιμωρεί να το σκίσει;

Πώς να μπερδέψω τα παιδιά, λέγοντάς τους ότι δεν ξέρω, ποιος Θεός ή Διάβολος ευλογεί τη συγγραφή ενός καλού ποιήματος; Το χάρισμα; Το ορμητικό, το ακατάσχετο ή το άλλο που αργά, στάλα στάλα, πέφτει από τη συσσώρευση της μεγάλης επιμονής; Μήπως όταν βρέχει δυνατό βίωμα; Μήπως το ποίημα γράφεται από εκείνο το ξαφνικό φάντασμα που ονομάζουμε έμπνευση; Από όλα μαζί; Πώς να τα μπερδέψω χειρότερα τα παιδιά λέγοντάς τους ότι κατά τη γνώμη μου το τυχερό ποίημα το γράφει μια τυχαιότητα, περιπλανώμενη μέσα στον χαώδη φόβο της, που απροσδόκητα προθυμοποιείται να την περιθάλψει, ο σπανίως φιλόξενος οίστρος της γλώσσας. Εκείνος ο οίστρος που κυριεύει τη γλώσσα όταν αυτή φύγει μακριά από τη συνήθη ζωή της και πάει να κλειστεί στο μοναστήρι τής σιωπής, για να εμβαθύνει απερίσπαστη στον στοχαστή εαυτό της.

Και τι να τους πω για το τέλειο ποίημα; Ποιος ξέρει τη συνταγή;

Υποπτεύομαι απλώς ότι αυτό το τέλειο ποίημα ίσως είναι η αρμονική διάταξη των ατελειών. Αρκεί αυτές να πλέουν δυσδιάκριτες μέσα σ’ ένα αχνά εκλεπτυσμένα φωτισμένο μισοσκόταδο.

Τη μετάδοση, μόνον αυτής της μαγευτικής αοριστίας από την οποία δονείται η ποίηση, θεωρώ πολύτιμη για τα παιδιά. Να διαχυθεί στη φρέσκια απορροφητική άγνοιά τους, η πληροφορία ότι υπάρχει ποίηση και σιγά σιγά να ασκηθεί ο άπειρος αποπροσανατόλιστος ακόμα νους τους, στο να αναγνωρίζει από μακριά τον ήχο και να προσδοκά το πλησίασμά της. Αλλά δέχομαι και την αναλυτικότερη ακόμα διδασκαλία της ποίησης, που εφαρμόζεται ήδη, αν η ίδια η ποίηση δεχτεί να ανοίξει τις αναρίθμητες κλειστές πόρτες της, και αν με το που ανοίγει η μία δεν γεννιέται αμέσως στη θέση της μια άλλη πόρτα, ερμητικότερη.

Και η μόνη επιφύλαξη που εξέφρασα πριν από καιρό, ήταν αν ωφελεί να ενταχθεί η ποίηση στην εξεταστέα ύλη, στις πανελλήνιες εξετάσεις. Κάτι που σημαίνει τρόμος του μαθητή για την απόρριψη, που σημαίνει ίσως και την οριστική αποστροφή του για την ποίηση, ενώ το αντίθετο οραματίστηκε η παιδεία. Ετυχε να μου εκφράσουν πολλά παιδιά αυτή την αγωνία τους, ζητώντας μου συμπληρωματική βοήθεια.

Αυτό το απολύτως καθαρό τόλμησα να εκφράσω, με τη δημοκρατική αφέλεια που με δέρνει, αλλά επειδή το καθαρό σπανίως προκόβει, η μεταφορά από στόμα σε στόμα του εξασφαλίζει τη στέρεη καριέρα της παρανόησης, της παραμορφωτικής παρερμηνείας: ότι τάχα ζήτησα να μην περιλαμβάνομαι στην εξεταστέα ύλη. Αν είναι δυνατόν να είμαι τόσο λίγο φιλόδοξη. Παρά τις επίμονες σχετικές διευκρινίσεις που έδωσα, ό,τι είπα παραμένει και θα παραμείνει μετ’ ευχαριστήσεως, θα έλεγα, παρανοημένο, έχοντας ίσως συντελέσει, κοντά σε άλλα, να εξαιρεθώ από τη διδακτέα – εξεταστέα ύλη.

Ολα έχουν ειπωθεί, έγραψε ένας δικός μου ποιητής, λίγον πριν πάψει να μπορεί να επαναλάβει και να επαναληφθεί ο ίδιος.

Θεωρείται προσβολή για την τέχνη και την πρωτοτυπία η επανάληψη. Το δέχομαι, αλλά το προσπερνώ ευχαρίστως προκειμένου να ζήσω και αύριο και μεθαύριο απομυζώντας την επανάληψη.

Δεν με έβλαψε καθόλου ότι έζησα τα αρκετά έως τώρα χρόνια, ώστε να φτάσει να γίνει υπερήλικη η πλήξη τους – αλλά τι χαϊδευτική, νανουριστική, αξιαγάπητη πλήξη, τι άδικο να μην είναι αθάνατη. Εχω πράγματι τόσο πολύ εθιστεί στον ακίνητο ή και αφανέρωτο πλούτο που κρύβουν τα ίδια πράγματα, ώστε έφτασα να μου αρέσω κι εγώ ακόμα, έτσι ίδια, η πληκτικά έφηβη που παραμένω, μέσα βέβαια στον φανταστικό χρόνο. Ο έξω χρόνος ξέρουμε ότι συνεργάζεται με την τρομοκρατική θνητότητα. Δεν το κρύβει άλλωστε. Κι άλλο δεν κάνουν η ποίηση και η τέχνη γενικά, από το να τον καταπολεμούν, μαχόμενες υπέρ της νοερής αφθαρσίας τους κι ακόμα πιο λυσσαλέα μάχονται εναντίον του φόβου μας για τον αντι-δημιουργό μας θάνατο.

Και είμαι σίγουρη πως αυτόν τον φόβο τον νιώθει ακόμα και η ασφαλής, η αμέριμνη, η βαθιά πίστη μας στον Θεό.

Ολ’ αυτά που είπα κουράζοντάς σας, ο Βαλερί τα έχει πει όλα μόνο με αυτόν τον έναν στίχο του: «Ω δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα»…

Τα άκρως φοβισμένα, τα έτοιμα να συμπληρωθούν, 80 μου χρόνια σας ευχαριστούν που τα φιλοξενήσατε στην αύρα της παραθαλάσσιας ευγένειάς σας.


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ