Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Αββάς Φουρμόν



ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΙΚΟΣ ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟΝ 18Ο ΑΙΩΝΑ Ο,ΤΙ ΕΙΧΕ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ.

Τα ερείπια του Θεάτρου της Σπάρτης, όπου ο
Φουρμόν κατέστρεψε πλήθος επιγραφών.

Δημήτρης Τουτουντζής

Ο Γάλλος αββάς Fourmont, μέγας καταστροφέας κλασικών αρχαιοτήτων, γεννήθηκε το έτος 1690 και ήταν αδελφός του ανατολιστή Etienne Fourmont. Διδάχθηκε την Ελληνική, Εβραϊκή και Συριακή γλώσσα και το έτος 1720 χειροτονήθηκε κληρικός και εν συνεχεία έγινε καθηγητής της Συριακής στο Γαλλικό Κολλέγιο (College de France) και διερμηνεύς στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Βοήθησε τον αδελφό του στις σινολογικές μελέτες του και το 1724 κατάφερε ν’ ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών. 
Όπως εξιστορεί ο Κυριάκος Σιμόπουλος, στις αρχές του 1729, ο
Fourmont έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ως απεσταλμένος του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ, και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ του Γ, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτό το φιρμάνι στο χέρι, ο  Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά
ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας αλλ’ αντιθέτως καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. 
 Στις 8 Φεβρουαρίου έφυγε μέσω Μυτιλήνης και Χίου για την Αθήνα, όπου αφίχθη στις 12 Απριλίου και έμεινε περίπου πέντε μήνες, καταγράφοντας αμέτρητες επιγραφές με τη βοήθεια των Οθωμανών και εκκλησιαστικών αρχόντων, πληρώνοντας 3 παράδες για κάθε ενεπίγραφο μάρμαρο που του έφερναν. Έπειτα μετέβη στην Πελοπόννησο, η οποία ωστόσο εμαστίζετο την εποχή εκείνη από επιδημία πανώλης με χιλιάδες θύματα. Αφού «ερεύνησε» και ξεσήκωσε ό,τι μπορούσε από την Κορινθία (700 επιγραφές), την Αργολίδα (Ερμιόνη, όπου βρήκε 40 επιγραφές, Άργος, Λέρνη, Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα), την Αρκαδία (Μαντίνεια) και την Αχαΐα, κατέληξε στη Μεσσηνία. Προηγουμένως είχε περάσει από τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου που τάχα διέθετε σημαντική βιβλιοθήκη. Αυτό που βρήκε ήταν μόνο αθλιότητα και παντελής αμορφωσιά: «…Μου είχαν πεί ότι η βιβλιοθήκη του Μ. Σπηλαίου ήταν η μεγαλύτερη σ’όλη την Ελλάδα. Φαμφαρονισμοί. Υπήρχαν μόνον 130 τόμοι, μισοκατεστραμμένοι από την υγρασία σε σημείο που δεν διαβάζονταν. Η δυσωδία από το σάπισμα του χαρτιού σου έφερνε λιποθυμία» (επιστολή στον Καρδινάλιο de Fleury, 17 Φεβρουαρίου 1730) 
Από κάποιο μοναστήρι της Ιθώμης γράφει επίσης τον ίδιο μήνα: «οι μοναχοί ζουν ανέτως, αλλά οι συγγραφείς δυστυχούν. Τους καίνε, τους ακρωτηριάζουν, τους ανασκολοπίζουν, τους μαχαιρώνουν. Είδα βιβλία σάπια μέσα σε υγρές τρύπες βράχων και το μόνο που επέτυχα ν’ αποσπάσω ήταν μερικά άμορφα ράκη. Άλλα βρίσκονται σε υπόγεια, μουχλιασμένα και με ολότελα σβησμένα τα γράμματά τους..»
 

Από την Καλαμάτα, όπου έφτασε τον Φεβρουάριο του 1730, έγραψε ένα γράμμα προς τους προκρίτους της γειτονικής Ζαρνάτας της Μάνης, ζητώντας τους την άδεια να επισκεφθεί τη χώρα τους επειδή ήταν αυτοδιοικούμενη και δεν ίσχυε εκεί το σουλτανικό φιρμάνι. Μία εβδομάδα αργότερα, έχοντας ήδη λάβει την άδεια, έφθασε με συνοδεία ένστολων εντοπίων στη Ζαρνάτα, αλλά δεν προχώρησε στα ενδότερα της Μάνης, γιατί κατά τα γραφόμενά του «οι κάτοικοι της μέσα Μάνης ευρίσκονται διαρκώς εις πόλεμον, πότε με τους Τούρκους πότε αναμεταξύ των, οι παπάδες, οι μοναχοί και οι Επίσκοποι ακόμη περιφέρονται ένοπλοι και οι γυναίκες της Μάνης φέρουν πιστόλες. Οι Μανιάτες είναι λαός άγριος, αλλά έχει αγάπη προς την ελευθερίαν και μόνος του πόθος είναι η απόκτησις ωραίων όπλων».
 
Φοβισμένος ο χριστιανός κληρικός από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στο Μυστρά με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και αργότερα είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του Γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες. Επί 53 συνεχείς ημέρες, σάρωσε σχεδόν τα πάντα στο Μυστρά, τη Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία εφόρτωσε σε πλοία και έστειλε στην Γαλλία.
 
Στην ίδια τη Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του μοχθηρού Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του τού Απριλίου 1730 προς τον φίλο του Φρενέ: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από τη μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί, έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα…
 
Μιαν ημέρα, ο ανεψιός μου που επιστατούσε στις εργασίες, ανεκάλυψε μία δωδεκάδα μάρμαρα, εκπληκτικά, γεμάτα επιγραφές. Έστειλε αμέσως να με πληροφορήσει, φροντίζοντας στο δρόμο να το διαλαλήσει σε όλη την περιοχή, έτσι σε λίγο έφθασε στη Σπάρτη όλος ο Μυστράς. Αυτή τη στιγμή, μόνον 4 πύργοι των τειχών απομένουν όρθιοι… Για να είμαι ειλικρινής, εκπλήσσομαι κι εγώ με αυτή την εκστρατεία που ανέλαβα, από όσα τουλάχιστον έχω διαβάσει κανείς δεν έχει σκεφθεί έως σήμερα να εκθεμελιώσει ολόκληρες πολιτείες…
 
Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω κύριε και αγαπητέ φίλε εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει τη δυνατότητα να σκορπίσεις στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψεις τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα
  διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τη Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. 
Φανταστείτε τη χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη τη δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους τη δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα
  χρήσιμα πράγματα». 
Δύο εβδομάδες μετά την πιο πάνω επιστολή, στις 20 Απριλίου του 1730, ο μοχθηρός κληρικός, σε επιστολή του προς τον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, αποδίδει τις ακρότητες και τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του: «Επέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόϊ, έρριξα τη θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου.
 
  
Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της; Έχω την τιμή να σας απαντήσω, ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώμα της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Έως σήμερα κανείς ταξιδιώτης δεν ετόλμησε να τους αγγίξει, ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους εσεβάσθησαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να θρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προεκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί εθύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς.
 
Ποιος θα επίστευε ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν ν’ ανακαλυφθεί ο τάφος του Αγησιλάου και του Λυσάνδρου, αυτών των ενδόξων βασιλέων της Σπάρτης; Ποιός θα επίστευε πως θ’ ανεκάλυπτα, ύστερα από τόσους πολέμους, σεισμούς και άλλες θεομηνίες που αφάνισαν αυτή την πόλη, θαυμαστά μάρμαρα που μας κάνουν γνωστούς όλους τους Εφόρους, τους ρήτορες και άλλες προσωπικότητες, παντελώς άγνωστες, έως τουλάχιστον την τελευταία καταστροφή που έγινε από εμένα;
 
«Βιβλία δεν υπάρχουν», συνεχίζει στην επιστολή του. «Πολλοί δεν ξέρουν σ’ αυτή την χώρα ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν. Χρησιμοποιούν τα χειρόγραφα για φυσέκια. Κι αφού δεν υπάρχουν βιβλία, φρόντισα για κάτι άλλο, ώστε το ταξίδι μου να ωφελήσει τα Γράμματα. Αφοσιώθηκα με τόσο ενθουσιασμό σε αυτό και έδωσα τέτοια πλήγματα που ο αντίλαλός τους θα ακουστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο. Εγώ τις κατέσκαψα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις ανακαλύψουν».
 
Σε άλλη επιστολή του, αυτή τη φορά προς τον Ιταλό ιεραπόστολο Ντομένικο Ντε Λα Ρόκα που υπηρετούσε στη Γαλλική Πρεσβεία της Πόλης, γράφει: «δεν άφησα λίθο επί λίθου. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι βρίσκομαι σ’ ένα παραλήρημα χαράς που κατόρθωσα να καταστρέψω ολότελα τις ξακουστές αυτές πολιτείες, έτσι όπως γίνεται σε πόλεμο. Το έκανα για την Γαλλία, για την Αυτού εξοχότητα. Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».
 
Αποκαλυπτική για το βαθύ χριστιανικό μίσος που έθρεφε ο Γάλλος ιερωμένος κατά της «κατειδώλου» Σπάρτης και για τα μέσα που χρησιμοποίησε στο καταστροφικό του έργο, είναι και η επιστολή του προς τον Καρδινάλιο Φλερύ, στην οποία του αναγγέλλει ότι πήγε μεν στη Λακωνία σε αναζήτηση παλαιών χειρογράφων, πλην όμως «ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και τη μανία του πολέμου. Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν όπλα. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους…
 
Εκτόνωσα λοιπόν το θυμό μου στην κυριότερη πόλη της περιοχής, την αρχαία Σπάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε επάνω στα κτίσματα που κατά την γνώμη μου έκρυβαν θησαυρούς για τα Γράμματα. Ήσαν κίονες, ανάβαθρα, ενεπίγραφες μετώπες. Ν’ αφήσω όλα αυτά σε άλλους (γιατί δεν είμαι εδώ ο μοναδικός ερευνητής), θα ήταν έλλειψη καλού γούστου, θα ήταν αδιαφορία για την τιμή του έθνους μου, θα σήμαινε πως είμαι ανάξιος να αντιληφθώ τις προθέσεις του βασιλιά μου και να εκπληρώσω τις διαταγές μου. Πρόκειται, όπως θα κατάλαβε η εξοχότης σας, για καλή υπηρεσία των Γραμμάτων.
 
Γι’ αυτό, εμίσθωσα εργάτες και κατέστρεψα εκ θεμελίων τα λείψανα της υπέροχης αυτής πολιτείας, σε σημείο που να μην απομείνει λίθος επί λίθου. Μπορεί, σεβασμιώτατε, να καταντήσει σε λίγο ένας άγνωστος τόπος, εγώ όμως έχω τον τρόπο να την αναστήσω στο πνεύμα των ανθρώπων, ακόμη και των πιο μακρινών γενεών, γιατί έχω καταρτίσει ολόκληρο κατάλογο των ιερέων και ιερειών της, των εφόρων, των αγορανόμων και των γυμνασίαρχων. Η καλή μου τύχη θέλησε να ανακαλύψω επιγραφές για πολλούς φιλοσόφους, ρήτορες, στρατηγούς, ποιητές, καλλιτέχνες, ακόμα και διάσημες γυναίκες, άγνωστες έως τώρα. Οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν ποιοί αυτοκράτορες ευεργέτησαν την πόλη, ποιοί ευλαβείς ιδιώτες έκτισαν ναούς, ποιοί από αλαζονεία χρηματοδοτούσαν δημόσια θεάματα… Η ευσέβειά μου, σεβασμιώτατε, έφτασε στο σημείο να μην αφήσω σε ησυχία ούτε την τέφρα των βασιλιάδων τους. Εσκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησιλάου, εισήλθα στον τάφο του Λυσάνδρου και ανεκάλυψα τον τάφο του Ορέστου».
 
Είναι πολύ πιθανόν εκείνη η ανεξήγητη μανία του Γάλλου ιερωμένου να αφανίσει τη Σπάρτη να είχε ως αίτίο της την ενημέρωσή του ότι στην περιοχή είχαν φθάσει και άλλοι ξένοι
  τυχοδιώκτες και αρχαιοκάπηλοι που ίσως επωφελούντο από τα ευρήματά του. Σε μία επιστολή του προς τον φίλο του Μπινό, αναφέρει την παρουσία στη Λακωνία ενός Άγγλου αρχαιοκάπηλου επ’ ονόματι  Morrison, τον οποίο και περιγράφει ως «μέθυσο, βάρβαρο και αγροίκο» που έγινε έξαλλος όταν έμαθε ότι ο ιερωμένος τον είχε προλάβει. Ο Fourmont πάντως είχε την πλήρη προστασία των Τούρκων, αλλά και διαφόρων ισχυρών Ρωμιών «παραγόντων», όπως ο ιατρός του Μυστρά Ηλίας Δόξας, άνθρωπος της Εκκλησίας και φανατικός τουρκολάτρης και ο Μητροπολίτης Παρθένιος, ο οποίος, εξ ονόματος όλων των προκρίτων, απηύθυνε  στον καταστροφέα της Αρχαίας Σπάρτης επαινετική επιστολή που, μεταξύ άλλων κολακειών, τον προσφωνεί «θειότατο» και «τρισμέγιστο» άνδρα. 
Το τρομερό όργιο του αφανισμού των αρχαιοτήτων της Σπάρτης από τον
Fourmont, έγινε ωστόσο γνωστό στο Παρίσι και οι προϊστάμενοί του έσπευσαν οργισμένοι να τον ανακαλέσουν τον Απρίλιο του 1730. Επιστρέψας ο βάνδαλος στη Γαλλία, εδέχθη δριμύτατες επιθέσεις από τους πνευματικούς κύκλους για το όργιο των καταστροφών, οι δε κριτικοί τον ετιμώρησαν με κάτι πολύ χειρότερο. Μη υπαρχόντων πλέον των πρωτοτύπων, η γνησιότητα του επιγραφικού καταγραφικού έργου του, που περιελάμβανε περίπου 2.600 επιγραφές, αμφισβητήθηκε εκ θεμελίων. Πολλοί εξέφρασαν την άποψη ότι ο Fourmont με την καταστροφή των επιγραφών είχε σκοπό να ανακατέψει πλαστές και γνήσιες χωρίς να αφήσει ίχνη. Η συλλογή του έπεσε σε πλήρη απαξία και τα χειρόγραφά του, τα ημερολόγια και οι επιγραφές κατετέθησαν αδόξως στα αρχεία της Βασιλικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων. 
Ο απόηχος των αγρίων καταστροφών του
Fourmont στη Λακωνία υπήρξε τόσο αρνητικός που, όταν το 1801 ο Άγγλος περιηγητής Ντοντγουέλ προσεπάθησε να ερευνήσει για τη δράση του Γάλλου καταστροφέως με συγκέντρωση υλικού και αφηγήσεων, συνάντησε μία τρομερή δυσπιστία στον απλό λαό: «Ενώ αντέγραφα μερικές επιγραφές, βλέπω τον Μανουσάκη, έναν εντόπιο εργάτη, ν’ αναποδογυρίζει τα μάρμαρα και να τα κρύβει κάτω από τους θάμνους. Όταν τον ερώτησα τι σημαίνουν αυτά, μου εξήγησε ότι ήθελε να προφυλάξει τις επιγραφές, γιατί πριν πολλά χρόνια ένας Γάλλος μυλόρδος που ήλθε στη Σπάρτη, αφού ξεσήκωσε πολλές επιγραφές εξαφάνιζε με καλέμι τα γράμματά τους. Και πραγματικά μου έδειξε μεγάλες μαρμάρινες πλάκες από τις οποίες είχαν πελεκηθεί με βάρβαρο τρόπο οι επιγραφές». 
  
Βλάσης Γ. Ρασσιάς