Στο όνειρο μου
Στον ύπνο βυθισμένος, / βγάζω ξεφωνητό
είμαι τριγυρισμένος / από τρελό χαχανητό.
Σε λιβάδι ανθισμένο / από ρόδα στολισμένο
τρυφερούδια δίχως έννοια / από ζάχαρη πλασμένα,
παιχνιδιάρες κοπελούδες
/ με τα χέρια σηκωμένα
κυνηγούσαν πεταλούδες
/ κυνηγούσαν και εμένα.
Μια τρέχει σαν τρελή / άλλη μια με γαργαλάει
μια φωνάζει, πηλαλεί
/ και μια τρίτη με φιλάει.
Φαίνονται αλαφιασμένες
/ σαν μπαλάκι αυτές με κάνουν
«χαλαρώστε λυσσασμένες» / το υπονοούμενο μου πιάνουν.
Στον ίσκιο του πλατάνου, / στα ξερόφυλλα του απάνου
στο ρυάκι της πηγής / με ξαπλώνουν καταγής.
Με γυρίζουν από τη
μια / με γυρίζουν από την άλλη
νιώθω ψάχνουν το κουμπί /
για του όπλου τη σκανδάλη.
Τι να κάνω πια δεν ξέρω, / με την τόση την λατρεία
είναι αλήθεια, υποφέρω / στη γλυκιά τούτη ομηρία.
Μέσ’ στο φλογερό μου πόθο / προσπαθώ να τις φιλήσω,
μα στον ύπνο όμως νοιώθω / πως γυρίζω πάλι πίσω.
Ξυπνητός και μουσκεμένος / το όνειρο μου ζω ακόμα
κι έχω μείνει μαγεμένος / με τη γλύκα μεσ’ στο στόμα.
Ο ξέμπαρκος
(Ξέμπαρκος, είναι το ψευδώνυμο ενός Ερμιονίτη)