«Παράθυρο στο χάος» είναι για τον Καστοριάδη η τέχνη, η σπουδαία καλλιτεχνική δημιουργία.
Το σημαντικό έργο τέχνης αποκαλύπτει το χάος, με την έννοια ότι κλονίζει τα κατεστημένα νοήματα και διαρρηγνύει τις προφανείς αλήθειες πάνω στις οποίες στηρίζεται η φαινομενική ομαλότητα της καθημερινής μας ζωής.
Στις κορυφαίες στιγμές της η τέχνη ξεσκεπάζει το χάος δίνοντάς του μια μορφή.
Του Θανάση Γιαλκετση από την Ελευθεροτυπία
Αυτή η «μορφοποίηση» του χάους είναι ταυτόχρονα και δημιουργία ενός κόσμου μέσα στο χάος. Εμείς οι άνθρωποι, λέει ο Καστοριάδης, ζούμε στο χείλος μιας διπλής αβύσσου. Από τη μια μεριά είναι η άβυσσος που υπάρχει εντός μας, η άβυσσος που είμαστε εμείς οι ίδιοι, και από την άλλη είναι το χάος που ενεδρεύει πίσω από τα εύθραυστα φαινόμενα, πίσω από τον οργανωμένο κόσμο εντός του οποίου ζούμε. Η ανθρωπότητα προσπάθησε να αντιμετωπίσει το χάος με τους κοινωνικούς θεσμούς και κυρίως με τη θρησκεία, που θέλει να κρύψει την άβυσσο, να παρηγορήσει ή να διδάξει τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, ο μεγάλος δημιουργός, ο ποιητής, ο καλλιτέχνης, ο φιλόσοφος, αποκαλύπτει το χάος ακριβώς επειδή αμφισβητεί την κατεστημένη θέσμιση της κοινωνίας. Η σημαντική τέχνη αποκαλύπτει στους ανθρώπους ότι ζουν πάνω στην άβυσσο. Διασαλεύει έτσι
τις θεσμισμένες βεβαιότητες που συγκαλύπτουν το χάος και προσφέρουν παρηγοριά με ψεύτικες υποσχέσεις και μάταιες ελπίδες.
Το ζήτημα της τέχνης και της πολιτισμικής δημιουργίας είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τα ετερογενή κείμενα της περιόδου 1979-1992, τα οποία συνθέτουν το βιβλίο «Παράθυρο στο χάος». Ο Καστοριάδης διαπιστώνει μια δραματική συρρίκνωση της δημιουργικότητας στον σύγχρονο κόσμο. Ο δυτικός πολιτισμός έχει πάψει να παράγει σημαντικά έργα ικανά να κερδίσουν τη μάχη με τον χρόνο. «Υπάρχουν όλο και λιγότερα έργα και όλο και περισσότερα προϊόντα όχι για να διαρκέσουν αλλά για να μη διαρκέσουν».
Ο στοχασμός χάνει τη δημιουργική του δύναμη και υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο σε ερμηνεία, που τείνει με τη σειρά της να μετατραπεί σε σχόλιο και σε σχολιασμό του σχολίου. Η κριτική λειτουργία εκφυλίζεται σε απλή προώθηση πωλήσεων. Αυτή η «προωθητική» κριτική εξυμνεί τα ψευτοπροϊόντα της μόδας και ακολουθεί πιστά τα κριτήρια και τις προτιμήσεις της κοινής γνώμης. Το «καινούργιο» στην τέχνη αναγορεύεται σε αυτοσκοπό και η καινοτομία, που ταυτίζεται συνήθως με τις παραβάσεις μερικών ακαδημαϊκών κανόνων, αποκτά αυταξία και επιδιώκεται πάση θυσία. Η σύγχρονη κουλτούρα εμφανίζεται ανίκανη να διατηρήσει μιαν ουσιαστική σχέση τόσο με τη ζωντανή μνήμη του παρελθόντος όσο και με το πρόταγμα για ένα καλύτερο μέλλον. «Το σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού -γράφει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης- είναι διχασμένο ανάμεσα, αφενός σε μια επανάληψη, που δεν μπορούσε να είναι παρά ακαδημαϊκή και άδεια, εφόσον είναι ξεκομμένη από αυτό το οποίο άλλοτε εξασφάλιζε τη συνέχιση μιας ζωντανής παράδοσης... και αφετέρου σε μια ψευτοκαινοτομία πιστή αντανάκλαση της κατάρρευσης των κληρονομημένων ουσιαστικών αξιών».
Ο Καστοριάδης συσχετίζει την κρίση της πολιτισμικής δημιουργίας με την αποσύνθεση των αξιών στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Και θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «Μπορεί να υπάρξει δημιουργία έργων σε μια κοινωνία που δεν πιστεύει σε τίποτα;»
Ολα τα μεγάλα έργα που μας κληροδοτεί το παρελθόν δημιουργήθηκαν μέσα από μια γόνιμη σχέση με «θετικές» αξίες. Προϋπέθεταν επίσης μιαν ουσιαστική σχέση του δημιουργού τους με κάποιο κοινό. «Η ιδιοφυΐα του Αισχύλου και του Σοφοκλή είναι αδιαχώριστες από την ιδιοφυΐα του αθηναϊκού δήμου». Οταν η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος υποτάσσεται στη φαντασιακή σημασία της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» κυριαρχίας, όταν το πράττειν των ατόμων αποβλέπει κυρίως στην ανταγωνιστική μεγιστοποίηση της κατανάλωσης ή την απόκτηση δύναμης και γοήτρου, τότε η πολιτισμική δημιουργία παρακμάζει ή πεθαίνει.
Το ζήτημα της τέχνης και του πολιτισμού συνδέεται, επομένως, από τον Καστοριάδη με το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Το αίτημα για μιαν ανανέωση της πολιτισμικής δημιουργίας συγκλίνει τελικά με τον στόχο της εγκαθίδρυσης μιας καινούργιας αυτόνομης κοινωνίας, στον βαθμό που προϋποθέτει μια ριζική μεταβολή των αξιών που προσανατολίζουν το κοινωνικό πράττειν και τη συνακόλουθη βαθιά μεταμόρφωση των ψυχικών και νοητικών δομών των ατομικών υποκειμένων.