Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Κάτω απ’ την κληματαριά

 


Χαλασμένη την πήρε. Το κατάλαβε την πρώτη νύχτα του γάμου όταν έπεσε πάνω στο κορμί της με πάθος και τρυφεράδα. Τίποτα δεν είπε. Ένα κοκόρι ξέπλυνε τη ντροπή. Το ‘σφαξε για το  ματωμένο νυφιάτικο σεντόνι που άπλωσαν το πρωί τα πεθερικά στο μπαλκόνι. Όλο το χωριό χόρευε κι έπινε στη θέα του αίματος, σημάδι αγνότητας και καθαρότητας της νύφης κι αξιοσύνης του γαμπρού. Ο Γιωργής άξιο παλικάρι ήταν, δουλευταράς, έντιμος, καλός και συμπονετικός. Ποτέ κανείς δεν του γύρισε κουβέντα. Την αγαπούσε από παιδί. Τρεις φορές έστειλε προξενιό να τη ζητήξει και τρεις φορές ο πατέρας το γύρισε  πίσω. Δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον είχε για παρακατιανό.

Γεννήθηκε  σ’ ένα  καπνοχώρι της Μακεδονίας. Ο πατέρας  τής  είχε αδυναμία κι ας μην ήταν αγόρι. Ήταν φτυστή η μάνα του έλεγε, η κυρά Μαριγώ. Της έδωσε το όνομά της και τη φώναζε Μαριώ. Τη μάνα δεν τη θυμάται ούτε τρυφερή ούτε στοργική. Σκληρή κι απόμακρη τούς αγαπούσε με τον τρόπο της. Είχε να φέρει βόλτα το σπίτι, τα χωράφια, τα ζωντανά, να ταΐσει τόσα στόματα. Σαν γατάκι γουργούριζε  και τριβόταν στην αγκαλιά του πατέρα κι ας έλεγε η μάνα πόσο άπρεπο ήταν για μία καθωσπρέπει θυγατέρα.

Οι σκοτεινές μέρες της Κατοχής και του εμφυλίου είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν στη μνήμη και τις καρδιές των ανθρώπων. Ο φόβος και το μίσος είχαν καταλαγιάσει και στην πλατεία του χωριού στήνανε γλέντια και πανηγύρια ολοήμερα. Άλλες φορές για να τιμήσουν τον Άγιο κι  άλλες για να κάψουν τα ξεραμένα στεφάνια του Μαγιού και να πηδήξουν πάνω απ’ τη φωτιά, να υποδεχτούν το θέρος και να ευχηθούν καλύτερη σοδειά. Σ’ ένα απ’  τα πανηγύρια τον γνώρισε. Τη  μάγεψε με τη μουσική του. Της πήρε τα μυαλά της ξεσυλλόγιστης! Περιπλανώμενος βιολιστής έτρεχε από γιορτή σε γιορτή σ’ όλη την επαρχία. Στα βάθη του κάμπου, κρυμμένοι πίσω από τις παχιές συστάδες των δέντρων χάνονταν  με τις ώρες. Με το δοξάρι του γρατζουνούσε τις χορδές του βιολιού κι έκανε την καρδιά να φτεροκοπά στο στήθος της.

Ένα πρωινό έφυγε αξημέρωτα χωρίς αυτήν. Άφησε την ψυχή της πίσω, γρατζουνισμένη απ’ τις νότες  να  τον καρτερά και τον σπόρο του να μεγαλώνει στην κοιλιά της.  Με πόσα σκουτιά, πόσα υφάσματα ξεχασμένα στα σεντούκια της μάνας φάσκιωνε  την κοιλιά που όλο στρογγύλευε! Να μην πάρει είδηση κανείς. Μικρό κορίτσι ήταν. Δεν ήθελε να γενεί μάνα. Να κρεμαστεί  από το μπράτσο του μουσικάντη ήθελε και να σεργιανίσει τον κόσμο όλο. Στο στάβλο γέννησε μονάχη, δίπλα στη γελάδα που κανάκευε το μοσχαράκι της. Το δικό της δεν το κανάκεψε κανείς. Στ’ άχυρα το ‘κρυψε. Αγόρι ήτανε θαρρεί. Παγωμένο και στραγγισμένο από ζωή ήρθε στον κόσμο. Ίσως έφταιγε το φάσκιωμα της κοιλιάς και οι βαριές δουλειές στο χωράφι. Ίσως πάλι ένιωσε το καψερό πως δεν ήταν καλοδεχούμενο.

Σα σφαχτάρι μες  στα αίματα τη βρήκε ο πατέρας. Γρήγορα με το κάρο μέχρι τη δημοσιά κι από κει με ναυλωμένο αμάξι στην πόλη. Τρεις βδομάδες έμεινε στο νοσοκομείο με τη μαμή του χωριού στο προσκέφαλό της. Της στάθηκε με το αζημίωτο. Ένα σακούλι χρυσά της έδωκε ο πατέρας για να κρατήσει το στόμα της κλειστό και να μην τους κάνει βούκινο. Το κράτησε. Η μάνα χαμπάρι δεν πήρε. Της είπαν ότι πήγε σε μια θεια της στην πρωτεύουσα. Όταν γύρισε στο χωριό ο πατέρας τα είχε ήδη κανονισμένα με τον Γιωργή. Σε λιγότερο από μήνα αρραβωνιάσματα και στέφανα μαζί.

Ο έρωτας του Γιωργή έφτανε και για τους δυο τους. Ποτές του δε γύρεψε να μάθει το μυστικό της. Τη σεβάστηκε, την πόνεσε, τη νοιάστηκε, την αγάπησε! Αρχόντισσα την  είχε στο σπιτικό του. Κι εκείνη του στάθηκε  λαμπάδα αναμμένη. Μαζί είδαν παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, χαρές, λύπες, φουρτούνες, βάσανα, πεθυμιές, λαχτάρες, γέλια, δάκρυα, καημούς.

Πλησιάζει τα ενενήντα. Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής συλλογιέται τα παλιά. Με το χέρι στο μέτωπο θωρεί τον ουρανό ν’ αλλάζει χρώματα λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Τον χάρο δεν τον σκιάζεται. Καλώς να ορίσει! Τον Γιωργή της θα πάει να ‘βρει. Κι αν εκεί ψηλά ανταμώσει τον βιολιστή της νιότης της θα του γυρίσει την πλάτη και θα σταθεί στο πλάι του αντρός της. Γιατί μπορεί να μην ένιωσε πολλά από έρωτα, γεύτηκε όμως την αγάπη.

Ελένη  Καραγιάννη