Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω εγώ, χωρίς αυτούς.
Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σε ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν.
Για τους άλλους έχουν την αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου ούτε από την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω με δικές μου δαπάνες.
Δεν έχω ούτε και μία έστω βεβαιότητα που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν.