Την Κυριακή του ΟΧΙΝΑΙ
Πώς θα πάρει μπρος αυτή η χώρα;
Υπάρχει
το ποιο πρόσφατο ανάλογο μεγάλης κρίσης με το τέλος του εμφυλίου
πολέμου. Η χώρα βγήκε ρημαγμένη και διαιρεμένη. Μαύρα και άραχνα, καμιά
σχέση με τα σημερινά.
Υπήρχε όμως το χαμόγελο της επιβίωσης μετά τη τρομερή καταστροφή.
Τη
δεκαετία του 1950 έπεσαν οι πατεράδες μας με τα μούτρα στη δουλειά, με
χαμόγελο και καρτερία, με αποταμίευση και πίστη στο μέλλον. Μικρά παιδιά
εμείς δεν ακούγαμε τίποτα για Κατοχή και Εμφύλιο, εκτός κανένα γνωμικό
του τύπου: έπρεπε να είσαστε τη κατοχή να τρώγατε μπομπότα, χαρούπια και
χόρτα χωρίς λάδι. Δεν έβλεπαν πίσω. Μόνο μπροστά. Η ανάπτυξη δεν τους
χώρεσε όλους. Περί το 1000000 κυρίως βορειοελλαδίτες έφυγαν για τις
"φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου της στοές", όπου τους
χρησιμοποίησαν στις πιο βαριές και ανθυγιεινές εργασίες. Αγρότες ήτανε.
Το κράτος δεν είχε ξοδέψει ούτε δραχμή να τους μορφώσει και εκπαιδεύσει.
Με τα εμβάσματά τους βοήθησαν την οικονομία και όταν άρχισαν να
επιστρέφουν είχαν αποκτήσει δεξιότητες και εμπειρίες που τους βοήθησαν
μαζί με τις αποταμιεύσεις τους να μεταμορφώσουν την Μακεδονία και τη
Θεσσαλία. Έφτιαξαν ωραιότατα κτήματα, συνεταιρισμούς, μαγαζιά και
βιοτεχνίες.
Τούτη
η κρίση που δεν είναι πρωτίστως οικονομική, φαίνεται να αφήνει πίσω της
μια παρόμοια μαυρίλα. Μορφωμένα παιδιά, για τα οποία γονείς (κυρίως)
και κράτος καταξοδεύτηκαν να τα μορφώσουν, φεύγουν από τη χώρα, αφού εδώ
δεν υπάρχει ανάλογη των προσόντων τους δουλειά. Υπολογίζονται στις
300000 μέχρι σήμερα. Εδώ ο τύπος προβάλει νέους που πέτυχαν έξω στα
πανεπιστήμια, στην έρευνα, όμως αυτό δεν είναι ο κανόνας. Η πλειοψηφία
καλύπτει τα κενά των ξένων εταιρειών σε μορφωμένο προσωπικό και τις
κενές θέσεις σε οργανισμούς που δεν τις προτιμούν οι ντόπιοι. Κάπου 3500
Έλληνες γιατροί καλύπτουν τις βάρδιες στο γερμανικό σύστημα περίθαλψης,
και μερικοί διαπρέπουν σε προωθημένους τομείς έρευνας.
Όμως
και με αποταμιεύσεις αν επιστρέψουν, δεν χωράνε στο σύστημα της
ειδικότητάς τους, γιατί υπάρχει πληθώρα. Άρα μακροχρόνια μάλλον θα τους
χάσει η χώρα, εκτός και αν αρχίσει εκρηκτική ανάπτυξη. Και πλέον δεν
κοστίζει τίποτα ένα ταξίδι στην Ελλάδα που σε 3 ώρες σε φέρνει στο
Ελ. Βενιζέλος.
Άρα δεν είναι τα πράγματα ίδια με την δεκαετία του 1950, αλλά απλά υπάρχει μια αναλογία.
Τα
περισσότερα παιδιά έχουν μεγαλώσει σε αστικά κέντρα, κυρίως Αθήνα και
Θεσσαλονίκη και στην αρχή της κρίσης νόμιζε ο κόσμος ότι θα επιστρέψουν
στα χωριά τους κ.λ.π. Φαντασιώσεις. Ελάχιστοι γύρισαν που είχαν έτοιμες
αγροτικές ή άλλες δουλειές από γονείς ή συγγενείς. Ούτε στράφηκαν στο
μεροκάματο. Όλες οι αποθήκες, πλήθος καταστημάτων και βιοτεχνιών
δουλεύουν με μετανάστες. Όνειρο έγινε η φυγή.
Και κανένας δεν επιστρέφει με κανένα επίσημο κάλεσμα, δήθεν έγνοια των κυβερνώντων.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος