Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Όταν η τηλεόραση αιχμαλωτίζεται στον τρομερό υπαινιγμό μιας βαθιάς αλήθειας

Ξαφνικά, το απερίγραπτα ταλαιπωρημένο πρόσωπο μιας αξιαγάπητης γυναίκας κυριεύει, σε γκρο πλαν, την οθόνη και μαζί τη συνείδηση του θεατή: το πρόσωπο ορίζει εκ νέου τους κανόνες του παιγνιδιού της ειδησεογραφίας και αθωώνει, έτσι, την τηλεόραση για όλα της τα εγκλήματα εις βάρος της αξιοπρέπειας του κοινού της. Η τηλεόραση αιχμαλωτίζεται, άθελά της, στον τρομερό υπαινιγμό μιας βαθιάς αλήθειας!

Όσο για την ίδια τη γυναίκα, εκεί στο Ληξούρι, είναι 75 ετών, με μαλλιά στο χρώμα της στάχτης και με τις μαραμένες σακούλες κάτω απ' τα μάτια της να μιλούν για δυσβάσταχτες αντιξοότητες και για τη σκληρότητα μιας μοίρας που δεν έπαψε να είναι ειρωνική. Διότι η γυναίκα, 15χρονη κοπέλα τότε, είχε δει ξανά το σπίτι της να γκρεμίζεται στους σεισμούς του '53 και τώρα, αφού το είδε να καταρρέει σε συντρίμμια δεύτερη φορά, κατέφυγε, μαζί με άλλους ηλικιωμένους, στον τεράστιο χώρο του κλειστού γυμναστηρίου, όπου αισθάνεται κανείς πολύ μικρός σε σύγκριση με το καθήκον να προστατέψει αυτό που του επιτρέπει να λέγεται άνθρωπος. Η συγκεκριμένη δεν έχει, πλέον, τίποτα να προστατέψει· έχει διαβεί το όριο του αναπόφευκτου, όπου νιώθεις τον ίλιγγο της επίγνωσης ότι εγκαταλείπεις τη θέση του υποκειμένου και γίνεσαι αντικείμενο της προστατευτικής μέριμνας των άλλων. Επί του παρόντος, οι άλλοι είναι ένας ρεπόρτερ κι ένας κάμεραμαν.
Η γυναίκα, Αναστασία ονόματι και ντυμένη με ό,τι βρήκε μπροστά της τη στιγμή του πανικού, είναι παχουλή σαν εκείνες τις αγαθές, μητρικές φιγούρες των παραμυθιών που ζητιανεύουν στα κατώφλια μασώντας σπόρους ή ταΐζοντας τα πουλιά. Την ώρα της αναμέτρησης με τις πιο δυσοίωνες προφητείες, έχει εντούτοις το απείρως εκφραστικό της πρόσωπο φωτισμένο εσωτερικά απ' την επιείκεια· οι αργόσυρτοι μορφασμοί της δεν προδίδουν ίχνος θυμού ή αγανάκτησης, μόνον ανταύγειες πικρής συγκίνησης - όλη αυτή τη στωική ματαίωση, τη σχεδόν κατανυκτική μοιρολατρία απέναντι στην εξασθένηση ενός ηθικού που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία του ανθρώπου να κοιμηθεί γαλήνια καλωσορίζοντας τον θάνατο και στην απόφαση να ζήσει το υπόλοιπο μιας ζωής που παρατείνεται σταυρικά. Τα μάτια αυτού του προσώπου δεν ζητούν το παραμικρό, η γυναίκα δακρύζει όπως λέμε «η βρύση στάζει». Έχει κοντά της ένα κουτί παπουτσιών που περιέχει όλη την περιουσία της: φωτογραφίες των παιδιών της και μερικά φάρμακα. «Ισα επρόλαβα κι επήρα δύο φωτογραφίες για τα παιδιά μου να τα βλέπω μην πάθω και τίποτα».

Τέτοιοι άνθρωποι σε τέτοιες συνθήκες σε διδάσκουν να νοσταλγείς την εποχή κατά την οποία είχες ακόμη την ικανότητα να συγκλονίζεσαι.

[ΠΗΓΗ: Ευγένιος Αρανίτσης, ΤΟ ΚΟΥΤΙ, δημοσιεύτηκε στην στήλη του ΕΙΣΟΔΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, σαββατιάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 08-02-2014]

Ευχαριστούμε τη Μυρσίνη για την πρόταση του άρθρου.