Του Νίκου Ξυδάκη
«Σώσαμε τις τράπεζες, αλλά κινδυνεύουμε να χάσουμε μία γενιά», δήλωσε
πριν από λίγες ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Η ζοφερή
διαπίστωση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού μας φέρνει στον νου
την άνοιξη του 2010, μέρες σύγχυσης και σοκ. Σε ένα ημιεπίσημο δείπνο,
Ελληνας τραπεζίτης μού είχε πεί ότι η κρίση, που τότε μόλις είχε αρχίσει
να δείχνει τη σφοδρότητά της, δεν θα περνούσε σε λιγότερο από
δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Στην παρατήρησή μου ότι αυτή η πρόβλεψη ακούγεται
τρομακτική, μου απάντησε νηφάλια και αφοπλιστικά: «Εχουμε και οι δύο
παιδιά, καλύτερα να ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί».
Τον θυμήθηκα λίγο καιρό αργότερα, αφού είχε ψηφιστεί το πρώτο
Μνημόνιο, όταν ο Ιταλός οικονομολόγος και πρώην υπουργός Τομάζο Πάντοα
Σιόπα μίλησε ευθέως για δεκαπέντε χαμένα χρόνια και για μισή ή μία
χαμένη γενιά Ελλήνων.
Η πραγματικότητα έμελλε να είναι ακόμη πιο σκληρή και από τις
σκοτεινές προβλέψεις των οικονομολόγων το 2010. Σήμερα, μετά τρία χρόνια
διάσωσης, δηλαδή λιτότητας και βαθιάς ύφεσης, μετά τρία χρόνια σοκ και
ενοχοποίησης, ένας Γερμανός πολιτικός, από τη χώρα που πρωτοστατεί στην
εφαρμογή της ενάρετης λιτότητας παρ’ ημίν, άρα και της συνοδεύουσας
ύφεσης, περιγράφει αδρά την ιστορική καταστροφή που συντελείται όχι μόνο
στην αμαρτωλή Ελλάδα αλλά σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο: «Η Ελλάδα, η
Ισπανία και η Ιταλία διαθέτουν ίσως τις καλύτερα εκπαιδευμένες γενιές
που υπήρξαν ποτέ στις χώρες τους, οι γονείς τους επένδυσαν πολλά
χρήματα
στην εκπαίδευση των παιδιών τους, έκαναν το σωστό. Και τώρα που είναι
έτοιμοι να εργασθούν, η κοινωνία λέει: ‘Δεν υπάρχει θέση για εσάς’».
Το 60% νεανικής ανεργίας είναι ο δείκτης αποτυχίας της Ενωμένης
Ευρώπης, δείκτης μιας απίστευτης πολιτικής μυωπίας των Ευρωπαίων ηγετών,
αλλά και σήμα κινδύνου για τον ίδιο τον πυρήνα των δημοκρατιών και την
κοινωνική ειρήνη. Ενας άλλος Ευρωπαίος ηγέτης, ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ,
πρόσφατα το διατύπωσε με πικρή ωμότητα: «Όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται
πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να
πλανάται οικτρά. Οι δαίμονες δεν έχουν φύγει, απλά κοιμούνται».
Υπό μία έννοια, και οι δύο πολιτικοί ηγέτες δείχνουν να αναγνωρίζουν
ότι η αιώνια ειρήνη έχει ραγίσει. Και δειλά αναγνωρίζουν επίσης ότι με
δική τους ευθύνη οι ευρωπαϊκοί λαοί αφέθηκαν ανυπεράσπιστοι, βουλιάζουν
στην ανεργία και τον αποκλεισμό, τα κράτη χρεοκοπούν, οι δημοκρατίες
κλονίζονται, ενώ η χρηματοπιστωτική βιομηχανία δέχεται συνεχώς τους
πόρους και τα χάδια των κρατών.
Γιατί; Μια απάντηση, μεταξύ άλλων, είναι η εξής: όπως στις παραμονές
του Α΄Πολέμου, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν πίστευαν ότι
απειλείται η ειρήνη, άρα δεν τη θωράκιζαν, έτσι και μέχρι το 2007-08,
δεν πίστευαν ότι η νεαρά και ευημερούσα ευρωζώνη μπορεί να πληγεί από τη
μεγάλη κρίση, άρα δεν είχαν απολύτως καμία προετοιμασία. Η ίδια η
ευρωζώνη δεν ήταν εξοπλισμένη για αντιμετώπιση κρίσεων. Ακόμη και
σήμερα, με την μακρά και πικρή πείρα της έκρηξης του δημόσιου χρέους,
των πτωχεύσεων, των μνημονίων και της παγίδας της ύφεσης, η κρίση
αντιμετωπίζεται με νυσταλέα αντανακλαστικά, με αδύναμα γιατροσόφια που
πάντα χορηγούνται αργά, με υστεροβουλία, και με καταπλήσσουσα επιμονή σε
μια ηθικολογία, που δεν μπορεί να κρύψει την υπερχειλίζουσα υποκρισία
και την έλλειψη πραγματισμού. Ορισμένως η ηθικολογία και η καθυστέρηση
δεν μπορούν πια να κρύψουν το βαθύ έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης της
ευρωελίτ στις Βρυξέλλες και την αφύσικη αυτονόμηση της κεντρικής
τράπεζας στη Φρανκφούρτη από τα κράτη μέλη και τους δοκιμαζόμενους
λαούς.
Κι έτσι, όπως στον Α’ Πόλεμο η Ευρώπη θυσίασε μια γενιά στα
χαρακώματα και στα αέρια, όπως στον Β’ Πόλεμο αφάνισε μια γενιά νέων
στρατιωτών αλλά και αμάχων, ισοπέδωσε πόλεις και στιγμάτισε εσαεί την
ανθρώπινη συνείδηση με το Shoah, με παρόμοιο τρόπο τώρα, η μεγάλη Ευρώπη
του 21ου αιώνα θυσιάζει ασυλλόγιστα την καλύτερη γενιά νέων στην
ιστορία του Νότου της. Πρόκειται για πόλεμο με άλλα μέσα.
Δημιουργική καταστροφή; Ας το δεχτούμε. Αλλά πού είναι η δημιουργία;
Εδώ, στο ευρωπαϊκό υπογάστριο, επί τρία τουλάχιστον χρόνια αντικρίζουμε
μόνο καταστροφή, τέτοια που δεν είχαμε νιώσει από το τέλος της
αιματοβαμμένης δεκαετίας του ‘40.
Η ελπίδα για διάσωση και δημιουργία βρίσκεται ακριβώς στην επίγνωση
της καταστροφής, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι ζούμε μια μείζονα
ιστορική μετάβαση, αμετάκλητα, χωρίς επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι απώλειες είναι βαθιές και μόνιμες, και ότι
το προέχον δεν είναι τόσο η ανάκτηση των απωλεσθέντων, αλλά το χτίσιμο
υγιών και ανθεκτικών δομών καθώς θα ανοιγόμαστε στο μέλλον. Η Μεγάλη
Υφεση γκρεμίζει την κοινωνία, ακόμη τώρα που μιλάμε· το μέλλον όμως δεν
συνίσταται μόνο από στατικά ερείπια, είναι δυναμική κατάσταση, σύντομα
μια νέα κοινωνία ασπαίρουσα θα διαμορφώνει τη δική της κοίτη, και θα
διεκδικεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης του οικονομικού
βίου, νέες συλλογικές αναπαράστασεις και ηθικές αξίες· μια νέα διάνοια.
Η παράδοση θα είναι μία πηγή που θα τροφοδοτεί το ποτάμι· το νέο
περιβάλλον, το μεταϋφεσιακό, το “μεταπολεμικό” θα είναι η άλλη πηγή
έμπνευσης και ενέργειας για την ανασυγκρότηση. Μένει να μεριμνήσουμε
ποια στοιχεία της παράδοσης θα αξιοποιήσουμε, και πώς, δια της ενεργού
βουλήσεως, της αναγεννημένης γενικής διάνοιας, θα ορίσουμε την κοίτη του
ποταμού. Ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ.