Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΟΙ ΣΚΛΑΒΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΘΥΡΙΟΥ

ΟΙ ΣΚΛΑΒΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΘΥΡΙΟΥ
Βαμένες κούκλες, που’χετε τα μάτια θολωμένα
σημάδι πως η κούραση σας χτύπησε βαριά
χαρίσατε τη Νιότη σας στης αμαρτίας την ένοια
κι αγάπη αγνή δε φώλιασε στην κρύα καρδιά.

Μονάχα εσείς, αγνόθωρες, δειλές χωριατοπούλες
με τα καθάρια πρόσωπα σα ροδιασμένη αυγή
απ’ τον καιρό που ανθίζετε ως με σκυφτές γριούλες
τον ερχομό προσμένετε κάποιας χαράς που αργεί…

Κλειστές τη μέρ’ αμίλητες, στον αργαλειό σκυμμένες,
όνειρα, προίκες, έρωτες, υφαίνετε μαζί,
για κάποιο νιο που μίσεψε σε χώρες μακρυσμένες
κι –αλλοί σε σας!- δεν  ξέρετε αν πέθανε ή αν ζει.

Γιορτή σας και λαχτάρισμα της Κυριακής η σκόλη
να βγήτε αργά τ’ απόβραδο, στη στράτα την πλατειά,
φορώντας στα μαλλάκια σας λουλούδι απ’ το περβόλι
κι έτσι όμορφες να ρίχνετε στους νιούς κλεφτή ματιά…

Κ’ ύστερα παλ’ ανώφελες της εβδομάδας μέρες,
έρημες μένουν οι πλατιές οι στράτες του χωριού
και σεις- θλιμένα ερείπια σε μελιχρές εσπέρες-
οι αιώνιες σκλάβες μένετε του κρύου παραθυριού.

(εφημ. «ΕΡΜΙΟΝΙΣ»  Οκτωβρ.1933). 
  
Γιάννης Λακούτσης