Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Σπύρος Λούης, ο αδιαμφησβήτητος νικητής Του Γιάννη Λακούτση

  


Σπύρος  Λούης,  ο  αδιαμφησβήτητος  νικητής  



Του Γιάννη Λακούτση 

 

Ο Μαραθώνιος  δρόμος  το  πιο  δημοφιλές  αγώνισμα,  χρωστά  την  ύπαρξή  του στον  Γάλλο  διακεκριμένο  διανοούμενο  Μιχαήλ  Μπρεάλ  (1835-1915),  ο  οποίος  πρότεινε  να  συμπεριληφθεί  στους  πρώτους  σύγχρονους  διεθνείς  Ολυμπιακούς  Αγώνες,  που  πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το  διάστημα  25  Μαρτίου -  3 Απριλίου  1896  ( 6-15  Απριλίου  με  το  νέο  ημερολόγιο). Ο Μαραθώνιος δρόμος ήταν  μια  πρωτότυπη ιδέα, ένα  νέο άθλημα,  το  οποίο  δεν υπήρχε  στους  αγώνες  που  διοργανώνονταν  στην  Αρχαία  Ολυμπία. Ο Μπρεάλ  ήταν  αυτός  που συνέλαβε  και  την ιδέα  της  θεσμοθέτησης  κυπέλλου  ειδικά  για  το νικητή  του Μαραθωνίου.  Ο Σπύρος Λάμπρου, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και  αργότερα  Γραμματέας της  Ελληνικής  Ολυμπιακής  Επιτροπής ( 1901-1917), υποστήριξε ότι ο Μπρεάλ  είχε  εμπνευστεί  την  θεσμοθέτηση  του  κυπέλου  από  την Ενάτη Ολυμπιακή Ωδή  του  Πινδάρου, η οποία  αναφερόταν σε  αθλητικό  αγώνα, όπου  ο νικητής έλαβε  ασημένιο  κύπελλο. Η Ωδή  αυτή  εξυμνεί  τη νίκη  του Εφαρμοστού από την Οπούντα, σε  αγώνα  πάλης, στους  Ολυμπιακούς  Αγώνες  στην Αρχαία Ολυμπία  το 468 π.Χ. και  αναφέρεται  σε  προηγούμενη  νίκη του  όταν ήταν νέος, εναντίον μεγαλύτερης  ηλικίας  αθλητών: « και στον Μαραθώνα όταν του απαγορεύτηκε να συναγωνισθεί άλλους νέους, πως  υπόμεινε  τον  αγώνα  μεταξύ  μεγαλύτερων  ανδρών για  να κερδίσει  ασημένια  κύπελλα».  Η θέσπιση  του  νέου  αυτού  αγωνίσματος,  που  θεωρούνταν  κατ’ εξοχήν  ελληνικό,  προκάλεσε  έντονο  ενδιαφέρον ανάμεσα στους  Έλληνες  δρομείς,  οι οποίοι προπονούνταν  για  τον δρόμο  αυτό  από πολύ καιρό. Ακόμη και στα πλέον απομακρυσμένα μέρη της  Ελλάδας  νεαροί χωρικοί προετοιμάζονταν  να εμφανιστούν  στους αγώνες.



Τελικά, οι  επίσημες συμμετοχές  στο Μαραθώνιο  έφτασαν  στις 17, αφού  οι Γερμανός  Γκαλ   δεν  εμφανίστηκε.Συμμετείχαν  οι  Έλληνες  που  είχαν  αναδειχθεί  νικητές  στους  προκριματικούς  Αγώνες, δηλαδή  οι  Βασιλάκος, Μπελόκας,  Δεληγιάννης,  Χριστόπουλος,  Γρηγορίου, Γερακάρης,  Λαυρέντης, Βρετός,  Παπασυμεών, Καφετζής,  Λούης, Μασούρης. Οι  ξένοι  δρομείς  ήταν  ο Αυστραλός  Φλάκ,  ο Γάλλος  Λερμιζιώ, ο Αμερικανός Μπλέηκ  ο Ούγγρος  Κέλνερ και ο γιατρός Λαγουδάκης ο οποίος διέμενε στο Παρίσι και αγωνίστηκε με  τα  Γαλλικά  χρώματα. Σχεδόν όλοι  οι  ερευνητές και  συγγραφείς  επιμένουν  να  καταγράφουν  τον  αριθμό  των  συμμετεχόντων  δρομέων  στον  Μαραθώνιο  στους  25  διότι  η  πληροφορία  αυτή εμπεριέχεται στο  βιβλίο των Ολυμπιακών  Αγώνων  των εκδόσεων  Μπεκ. Πληροφορία  όμως  που  είναι  λανθασμένη.

Οι ξένοι  δρομείς  ήταν  ήδη  γνωστοί  στο  κοινό,  αφού οΦλάκ,  ο  Μπλέηκ  και  ο  Λερμιζιώ  είχαν  έρθει  πρώτος  δεύτερος  και  τρίτος  αντίστοιχα  στα  1.500 μέτρα  την  Τρίτη26 Μαρτίου,  ο  δε  Φλάκ  είχε  αναδειχθεί  νικητής  στον  τελικό  των  800 μέτρων  την  Πέμπτη  28 Μαρτίου,  παραμονή  της  έναρξης  του  Μαραθωνίου δρόμου. Ήταν  δρομείς  κοντινών  αποστάσεων.

Παρασκευή  29  Μαρτίου  1896.  

Δέκα λεπτά πριν από  την  εκκίνηση  οι  αθλητές  έχουν  πάρει  θέσεις.  Υπογράφεται  το  πρωτόκολλο  της  εκκίνησης.

Ξεφυλλίζοντας  τις  εφημερίδες  της  εποχής:

«Εκκίνησις  κανονικοτάτη

Ώρα   1.  56’  .30’’

Έλαβον μέρος  δρομείς      17

Ήτοι  ξένοι                              5

Έλληνες                                  12

Εν  Μαραθώνι  τη  29  Μαρτίου  1896

Ο  Αφέτης  και  ανώτερος  επόπτης  Γ.Παπαδιαμαντόπουλος,

Γουλιμής  Λοχαγός-  Δεν  παρουσιάσθη  μόνον  ο  αριθ.  9  Γερμανός.

Προσοχή!    Ο  πυροβολισμός  αντήχησε  και  οι  δρομείς  ελαφροί,  πτερωτοί,  έσπευδον  επί  του  δρόμου. Το  χρονόμετρον  εδείκνυεν  1  ώραν  και  57. Την  πρωτοπορίαν έχουσιν  πέντε  ποδηλάται.  Υπερ  τας  50 άμαξαι  συνόδευον εκ  Μαραθώνος  τους  δρομείς,  πολλοί  ιππείς  και  πολλοί  χωρικοί, Αμαρουσιώται  ιδία,  τρέχοντες,  πάντες  δε  οι  κάτοικοι  των  επί  της  οδού  χωρίων  εξήλθον  επευφημούντες.Δέκα  χιλιόμετρα  από  τον  Μαραθώνα  εις Αγ. Διονύσιον,  ήτο  μεγάλη  συγκέντρωσις  χωρικών,  οίτινες  εστάθμευον εκατέρωθεν  στο  χείλος  της  οδού  αναμένοντες  με  ανυπομονησίαν  τους  δρομείς. Από  του  δεκάτου  χιλιομέτρου  αρχίζει  να  γίνεται  καταφανής  η  διαφορά  των  δρομέων,  ους ακολουθούσιν  οι  έφιπποι  αξιωματικοί…Από  του  σημείου  εκείνου  προηγείται  εις  απόστασιν  χιλιομέτρου  ο  Γάλλος  δρομεύς  Λερμιζιώ,  ακολουθεί  ο  Αυστραλιανός  Φλάκ  εις  απόστασιν  διακοσίων  μέτρων,  έπεται  ο  Αμερικανός  Μπλέικ, εγγύτατα  βαίνων  και  ακολουθεί  ο  Ούγγρος,  μεθ’ ον  οι  λοιποί  Έλληνες  δρομείς. ( 1. Λερμιζιώ, 2. Φλάκ,  3. Μπλέικ,  4. Κέλνερ).

Την  αυτήν  σειράν  ην  μεταβάλλει  ο  Αμερικανός  Μπλέικ,  ερχόμενος  τέταρτος,  φθάνουν  μέχρι  του  Πικερμίου.

Αλλ’  εκεί  ο  Γάλλος  Λερμιζιώ  ευρίσκεται  εις  επτά  χιλιομέτρων  απόστασιν  προ  του  τελευταίου  ερχομένου  δρομέως  και  εις  τριών  χιλιομέτρων  προ  του  Αυστραλιανού  Φλάκ,  διανύσας  τα  είκοσι  πρώτα  χιλιόμετρα  εντός  πεντήκοντα  δύο  λεπτών  της  ώρας. Από  το  Πικέρμι  αρχίζει  νέα  σκηνογραφία.  Ο  Γάλλος  διέρχεται  πρώτος,  ακολουθεί  ο Αυστραλιανός  πάντοτε  και  τρίτος  έρχεται  ο  Αμερικανός.  

( 1. Λερμιζιώ, 2.Φλάκ,  3. Μπλέικ). Εκεί  ο  Γρηγορίου,  (ο  οποίος,  προπονούμενος,    μέσα  σε  ενάμιση  μήνα,  έτρεξε  πάνω  από  πέντε  Μαραθώνιους)  και  ο  Λαυρέντης,  τη  συμβουλή  του  ιατρού  εισέρχονται  εις  τας  αμάξας  και  αναπαύονται,   αδυνατούντες  να  ακολουθήσουν…Εξακολουθούν  οι  δρομείς  τρέχοντες.  Διέρχεται  ήδη  από  το  Πικέρμι  ο  Λούης.  Ζητεί  ποτήριον  οίνου  το  οποίον  ρουφά  μέχρι  τρυγός  και  φεύγει  λέγων: «όπου  κι  αν  είναι  θα  τους  φτάσω».  Όλα  τα  πέριξ  χωρία,  τα  μεσόγεια  και  τα  της  άλλης  Αττικής  έχουν  συρρεύσει  εις  την  οδόν…Πρώτος  μετά  το  εικοστόν  χιλιόμετρον  καταπίπτει  εν  τω  23ω  χιλιομέτρω  ο  Αμερικανός  Μπλέικόστις  εδείκνυε  ήδη  σημεία  κοπώσεως  μεγίστης.  Φθάνουν  ήδη  προς  το  Χαρβάτι    (25ο χιλ.), και  την  θέσιν  του  Αμερικανού  εν  τη  σειρά  κατέχει  ο  Βασιλάκος,  τελευταίου  ερχομένου  του  εξ  Αμαρουσίου  Παπασυμεών.  Ο Λούης  είναι  πέμπτος,  υστερεί  του  Γάλλου  Λερμιζιώ  κατά  δύο  χιλιόμετρα. 

( 1.Λερμιζιώ, 2. Φλάκ,  3.Βασιλάκος,  4. ;  5. Λούης). Εις  το  Χαρβάτι  έχει  στηθεί  αψίς  με  μυρσίνας  και  σημαίας,  μικρός  δε  στέφανος  δάφνης  αναμένει  τον  νικητήν. Διέρχεται  ο Λερμιζιώ  το  πλήθος  των  χωρικών  ζητωκραυγάζει,  ο ελαφρός  μικρός  στέφανος  περιβάλλει  την  κεφαλήν  και  είτα καταπίπτων  τον  λαιμόν  του  Γάλλου  δρομέως,  προτού  διελθόντος  εκείθεν. Αλλά  νυν  αρχίζει  ο  τρομερός  ανήφορος,  ο  κωπιώδης  και  εξαντλητικός.  Ήδη  ο  Φλάκ εκατοντάδες  βημάτων  απέχει των  πρώτων  ερχομένων  και  μακράν  απόστασιν  χιλιομέτρου  διαγράφεται  η  σιλουέτα  του  Λούη,  τρέχοντος  με  καταπλήσσουσαν  ταχύτητα, ετάνυσε τας  χείρας  του  ήνοιξε  τα  σκέλη  των  ποδών  του  και  ως  ιπτάμενος  πλέον  έσπευδεν  εις  το  τέρμα  της  πορείας  του. Αι πέριξ  των  οδών  τοποθεσίαι  είνε  γεμάται  από  χωρικούς  έτοιμους  να  παράσχουν  τας  βοηθείας  των  εις  τους  ερχόμενους…Απέχομεν  δέκα  χιλιόμετρα  ( 30 ο χιλ.των  Αθηνών.  Όντως  δε  εις το  ένατον  χιλιόμετρον  ο Λερμιζιώ ίσταται  και  ο  σύντροφός  του  Γκρίζελ,  όστις  τον  ακολουθεί,  τρίβει  δι’  οινοπνεύματος  τας  κνήμας  του.  Ο  Φλάκ  τον  καταφθάνει  και  προπορεύεται.  Φαίνεται  ήδη  η  πόλις  των  Αθηνών  ολόκληρος.  Ο  Λούης  ολονέν  πλησιάζει  και  φαίνεται  ως  ιστός  κινούμενος,  ο  ψιλόλιγνος  Βασιλάκος  έρχεται  κατόπιν.

Τον  Λούην  να  ακολουθούν  τρέχοντες  διακόσιοι  τουλάχιστον  άνθρωποι  πάσης  ηλικίας  και  τάξεως. Όλοι  οι  Αμαρουσιώται  οι  συγκεντρωθέντες  εις  τα  μέρη  εκείνα  και  όλοι  οι  Αθηναίοι  οι  σπεύσαντες  εις  συνάντησιν  των  δρομέων. Εις  το  όγδοον  από  των  Αθηνών  ( 32ο  χιλ.χιλιόμετρον  ο  Λούης  αφίνει  οπίσω  τον  Λερμιζιώ,  όστις τρέχει  τρίτος  πλέον  μέχρι του  εβδόμου  χιλιομέτρου, 

( 1.  Φλάκ,  2. Λούης, 3. Λερμιζιώ.),  όπου  αδυνατών  να  βαδίση  στρέφεται  περί  εαυτόν,  ορμά  ο  ποδηλάτης  Γκρίζελ και  τον  συγκρατεί,  πηδώμεν  εκ  της  ακολουθούσης  αμάξης  και  λαμβάνοντες  τον  λυποψυχούντα  Γάλλον,  τον  εναποθέτομεν  εν  εαυτή… Από  του  τριακοστού τετάρτου  χιλιομέτρου  αντηχούν  αι  κραυγαί  του  πλήθους,  αγγέλοντος ότι  ο  Λούης  κατώρθωσε  να  προστρέξη  τον Φλάκ,  μη  απέχοντος  όμως  αυτού  πλέον  των  δέκα  μέτρων. «Πώς  τον  αφήκεν  ο  Φλάκ  τον  Λούην  να  τον  περάση;»  λέγομεν  εις  τον  Άγγλον  ποδηλάτην  Κήπινγγ,  τον  ακολουθούντα  τον  Φλάκ.  « Επίτιδες  δια  να τον  αντρενάρη,  πρώτος  όμως  θα  εισέλθη  ο  Φλάκ  εις  το  στάδιον»… 

Τώρα  πλησιάζει  και ο  Βασιλάκος  ακούραστος  φαινόμενος,  μόλις  διακόσια  μέτρα  απέχων  του  Λούη  και  τον  ακολουθή ο  Ούγγρος  Κέλνερ,  παραπλεύρως  του  οποίου  βαίνει  ο  ημέτερος  Μπελόκας.

( 1.Λούης,  2. Φλάκ, 3. Βασιλάκος, 4. Κέλνερ, 5. Μπελόκας.)

Πλήθη  λαού  ήδη  κατακλύζουν  τας  οδούς,  αι  άμαξαι  εις  σειράν  κατάμεστοι  επιβατών  αναμένουν,  οι  ιππείς  προπορευόμενοι  διανοίγουν  δρόμον.  Του  Λούη  το  όνομα  αντηχεί  παντού.  Στρέφεται  και  βλέπει  ότι  ο  Φλάκ ευρίσκεται  πλησίον  του  και  τότε  χύνεται  ορμητικός και  εντός  δευτερολέπτων  τινών  εξαφανίζεται  εις  την  οδόν  την  φέρουσαν  προς  τους  Αμπελοκήπους.  Τότε  ο  Φλάκ  μείνας μόνος  κλονίζεται  και  πίπτει,  στηριζόμενος  επι  τινός  ανθρώπου… Ήδη  ο  Βασιλάκος  φθάνει. Τρία  μόνον  χιλιόμετρα  (37ο χιλ.)   απέχομεν  των  Αθηνών.  Οι  Έλληνες  δρομείς  έχουσιν  ελευθέραν  την  νίκην,  διότι  και  ο  εναπομείναν  Ούγγρος  υπολείπεται  ήδη  του  Μπελόκα  κατά  διακόσια  μέτρα  ενώ  από  της  Ριζαρείου  Σχολής  ο  κανονιοβολισμός  αγγέλει  την  διέλευσιν  του  Λούη… Ουδέποτε  θα  εξεχύθη  τόσος  κόσμος  εις  τας  οδούς  της  πόλεως.  Τα  ευρύτατα  πεζοδρόμια  της  λεωφόρου  Κηφισίας και  της  οδού  Ηρώδου  του  Αττικού βρίθουσι  λαού  όλων  των  ηλικιών  και  όλων  των  τάξεων. Έλλην!  Η  συνοχή  των θεατών  επί  των  κερκίδων  διεσπάσθηΚραυγαί μυριόστομοι  αντήχησαν,  πίλοι  εστροβιλίσθησαν  εις  τον  αέρα  δια  να  μην  ανευρεθώσιν  ίσως  πλέον,  σημαίαι  μικραί ελληνικαί  ανεπετάσθησαν,  μια  λευκή  περιστερά  αγγελιοφόρος  της  νίκης  φαιδρά  επέταξε  με  την  ελληνικήν  σημαίαν  εις  τους  πόδας  της,  μανδήλια  εκυμαίνοντο,  ομβρέλλαι  και  ομβρελλίνα  ανεσείοντο,  ζητωκραυγαί  μετά  λυγμών  εξεπορεύοντο,  οφθαλμοί  εδάκρυσαν,  ασπασμοί  αντηλλάσοντο,  συγχαρητήρια  διημείβοντο… Εως  που  εφάνη πελώριος,  εις  τα  λευκά  του  ενδύματα  παρά  την  είσοδον τρέχων  ο  Αμαρουσιώτης Λούης  με  την  ηλιοκαμένην μορφήν.  Διήνυσε  την  απόστασιν  των  40  χιλιομέτρων  εις  2 ώρας,  58  λεπτά  και  50  δευτερόλεπτα…

Μετά  τον  τερματισμόν  και  τον  γύρο  του  θριάμβου   ο  Λούης  εισήλθε  στα  αποδυτήρια  συνοδευόμενος  από  τη  βασιλική  οικογένεια,  τον  πατέρα  του,  τον  αδελφό  του  και  πολλούς  Μαρουσιώτες.  Ανώτεροι  αξιωματικοί  τον  κατεφίλουν.  Τον  συνεχάρησαν  και  πλείστοι  εκ  του  διπλωματικού  σώματος,  όλον  το  προσωπικόν  της  αγγλικής  πρεσβείας,  ο  ανταποκριτής  των  Τάιμς  κ. Μπάουτσερ.  Και  οι  επισκέπται  έρχονται  ολονέν  και  ούτος  δέχεται  συγχαρητηρια  από  όλας  τας  γαντοφορεμένας  χείρας… Μας  έλεγεν  με  την  συνήθη  άξεστον  φρασεολογίαν  του,  ότι  πέντε  ποδηλάται  τον  παρηκολούθησαν  καθ’  όλον  τον  δρόμον.  

Δεύτερος  ήλθεν  ο  Βασιλάκος,  ο  ατρόμητος  λάκων  δρομεύς.  Δεν  εφαίνετο  καθόλου  κουρασμένος.  Απεναντίας  ήτο  φαιδρός.  Εχαιρέτα  δεξιά  και  αριστερά.  Εμειδία,  συνωμίλει,  ηστειεύετο».

Εκείνη  την  ημέρα,  κανένας  δεν  αμφισβήτησε  τη  νίκη  του  Λούη.  Λίγο  αργότερα  μια  δυσάρεστη  φήμη  διαδόθηκε  από  κάποιον  Ε.  Μπένσον.  Ο Μπένσον  με   το  ψευδώνυμο  «Φρέντι», συγγραφέας  και  δημοσιογράφος,  εργαζόταν  στη  Βρετανική  Σχολή  Αθηνών ως  αρχαιολόγος   τη  δεκαετία  του  1890. Ο  ίδιος  διέψευσε  τη  φήμη  αυτή,  με  τρόπο  όμως  που  υπονόμευε  την  τιμή  του  Λούη:  « Ήταν  τόσο  μπροστά  από  τους  άλλους  και  ο  χρόνος  στον  οποίο  κάλυψε  τα  40  χιλιόμετρα,  τόσο  εξωπραγματικός,  που  ακούστηκαν  κάποιοι  ψίθυροι  και  εικασίες  ότι  πιθανόν  να  δέχτηκε  βοήθεια πατώντας  κατά  διαστήματα  στον  αναβολέα  του  Έλληνα αξιωματικού  του  ιππικού  που  κάλπαζε  δίπλα  του  και  τον  ενθάρρυνε.  Ο ισχυρισμός  αυτός  ήταν,  χωρίς  αμφιβολία,  αβάσιμος.»

Η  φήμη  αυτή  διαδόθηκε  και  στο  εξωτερικό. « Ο  Ημερήσιος  Χρόνος»  του  Λονδίνου  αναφέρθηκε  στη  νίκη  του  Λούη  την  οποία  θεώρησε  έκπληξη:  « ο χρόνος  που  εδαπάνησε  ο  Λούης,  ο  νικητής  του  Μαραθωνίου  δρόμου  δια  να  διανύση τα  40  χιλιόμετρα  προεξόφλησε  πολλήν  εντύπωσιν». Μια  γαλλική  εφημερίδα  διοργάνωσε  αγώνα  δρόμου  του  ίδιου  μήκους  με  τον  Μαραθώνιο  και  με  επιστολή  κάλεσε  τον  Λούη  να  συμμετάσχει,  αλλά  ο  Λούης  την  αγνόησε  και  δεν  ανταποκρίθηκε  ποτέ. « Η  εφημερίδα  Le  Petit   Journal»  ανακοινώνει  την  διοργάνωση  παρόμοιου  αθλητικού  γεγονότος  με  τον  Μαραθώνειον  όμοιον  αγώνα  δρόμου  του  αυτού  μήκους,  όστις  θα  εκτελεσθή  την  7/19  Ιουλίου.  Ο  Ολυμπιονίκης  κ. Λούης  έλαβεν  επιστολήν  του  εκ  των  συντακτών  του  «Figaro»  κ.  Τ.  Μανούση  όστις  θερμώς  τον  παρακαλεί  όπως  συμμετέχει  του  αγώνος  του  εν  Παρισίοις Μαραθωνίου  δρόμου».  Η  δυσάρεστη  αυτή  φήμη,  ότι  δηλαδή  η  πρωτιά  του  Λούη  δεν  ήταν  «καθαρή»,  έφτασε  μέχρι  τη  Βαυαρία  όπου  οι  θαμώνες  ενός  καφενείου  ζητούσαν  από  την  επιτροπείαν   των  Ολυμπιακών  αγώνων να  τους  πληροφορήσει  αν  αυτό  αληθεύει:  « Οι  τακτικοί  θαμώνες  του  εν  Σβάιφουρτ  της  Βαυαρίας  καφενείου  Δρολ,  αναγνώσαντες  εις  έκθεσιν  τινά  περί  των  Ολυμπιακών  αγώνων,  ότι  ο  νικητής  του  Μαραθωνίου  δρόμου  διήνυσε τα  40  χιλιόμετρα  εις  3  ώρας  και  θεωρήσαντες  την  εκτέλεσίν  ταύτην  ως  λαμπράν  και  αξιοσημείωτον,  παρακαλούσι  την  επιτροπείαν,  ίνα  ευαρεστουμένη πληροφορήση  αυτούς  περί της  αληθείας  του  πράγματος».

Στο  ζαχαροπλαστείο του  Ζαχαράτου, στην  πλατεία Συντάγματος,  σύχναζε  ο δημοσιογράφος  της  εφημ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ,  Σπύρος  Δάσιος,  ο  οποίος  κάλυψε  τον  Μαραθώνιο  με  ποδήλατο.  Πολίτες  τον  πλησιάζουν  και  τον  ρωτούν  αν  είναι αλήθεια  τα  όσα  ακούγονται  για  το  ότι  ο  πραγματικός  νικητής  είναι  ο  Βασιλάκος.  « Ποιος  τα  λέει  αυτά,  βρε  παιδιά;  Εγώ  παρακολούθησα  όλη  τη  διαδρομή  με  ποδήλατο  και  δεν  αντελήφθην  τίποτε  το  επιλήψιμο».  Οι  φήμες  συνεχίζονται  μέχρι  και  στις  μέρες  μας, μετά  από    127  χρόνια.  Ο  ηθοποιός  Πάνος  Βλάχος  με  ένα  ντοκιμαντέρ  με  τίτλο  «Εφτά  λεπτά  ψυχής»,  αλλά  και  ο  συγγραφέας  Ντοναλντ- Γεώργιος  Μακφαίλ,  αβασάνιστα, προσπαθούν  να  αποδείξουν  ότι  η  νίκη  του  Σπύρου  Λούη  ήταν  κάλπικη. Το  βασικό  επιχείρημα  είναι  ότι  ο  Λούης  ενώ  στον  προκριματικό  της  Δευτέρας  25  Μαρτίου  έκανε  χρόνο  3.18.45’’.  στον  τελικό  της  29  Μαρτίου  έκανε  2.58.50’’.  Θεωρούν  αυτοί  και  ορισμένοι  άλλοι  ότι  κάτι  τέτοιο  δεν  είναι  εφικτό,  το  να  καλύψει,  δηλαδή,  τον  χρόνο  των 20  λεπτών  μέσα  σε  4  ημέρες.  Δέχονται  όμως  καλυτέρευση  χρόνου  κατά  12  λεπτά  στο  Βασιλάκο  και  τον  Μπελόκα. Αν  ξεφύλλιζαν  τις  εφημερίδες  της  εποχής  θα  έβρισκαν  σίγουρα  απαντήσεις  στα  ερωτήματά  τους.  Ο καιρός  της  ημέρας  των  προκριματικών  ήταν  βροχερός,  ο  χωματόδρομος  που  ήταν  τότε  η  οδός  Μαραθώνος  είχε  γίνει  λασπόδρομος  με  επικίνδυνες  λακκούβες  και  ο  παγωμένος  αέρας,  ( τα  χιόνια  που  είχαν  πέσει  τις  προηγούμενες  μέρες  στην Πεντέλη,  είχαν  φτάσει  μέχρι  τους  πρόποδες),  ήταν  αντίθετος  στο  μεγαλύτερο  μέρος  της  διαδρομής.  Την  ημέρα  του  τελικού  αγώνα  ο  καιρός  ήταν  πολύ  καλλίτερος  και  ο  δρόμος  είχε  επιδιορθωθεί,«εξετείνατο  ομαλώτερος  διότι  κατά  μήκος  40  χιλιομέτρων  αυτών  διήλθεν  βαρύς  οδοστρωτήρ  την  επομένην  μετά  την  βροχήν  ημέραν».

Ένα  άλλο επιχείρημα  όπως,  δήθεν, εκμυστηρεύτηκε  ο  Χ. Βασιλάκος  στο  γιό  του,  και  αυτός  το  μετέφερε  στον  Μακφαίηλ,    είναι  ότι  ο  Λούης  ποτέ  δεν  τον  προσπέρασε  αλλά  ήρθε  ουρανοκατέβατος. Η απάντηση και  σε  αυτή  την  απορία  δίνεται  μέσα  από  τη  συνέντευξη  που  έδωσε  ο  ίδιος  ο  Χαρ.  Βασιλάκος στην  εφημ.  ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ  ΜΕΛΛΟΝ 

« Την  βραδυά  αυτή  ( της  νίκης), θα  γράψει  αργότερα  ο  συντάκτης  της  εφημερίδας, μου  την  αφηγήθη  ο  δεύτερος  Ολυμπιονίκης  του  Μαραθωνίου,  κ.  Χαρίλαος  Βασιλάκος,  αδελφικός  φίλος  του  Λούη: « Όταν  άρχισε  ο  δρόμος  εγώ  έτρεχα  με  την  γνωστήν  τακτικήν  μου.  Αργά  δια  να  έχω  δυνάμεις  εις  το  τέλος.  Όταν  με  ξεπέρασε  ο  Λούης αισθάνθηκα  μεγάλη  χαρά  γιατί  είχα  κι  έναν  άλλο  Έλληνα  δυναμικό  στο  αγώνισμα.  Από  τους Αμπελοκηπους,  είχαμε  αφήσει  πίσω  το  μοναδικό  ξένο  Μαραθωνοδρόμο  τον  Κέλνερ.  Προσπάθησα  να  πλησιάσω  τον  Λούη  που  επροπορεύετο  καμιά  διακοσαριά  μέτρα.  Δεν  κατόρθωσα  να  τον  φτάσω  γιατί  αυτός  έτρεχε  σαν  δαιμονισμένος…

Και  σε  άλλο  έντυπο  ο  ίδιος   Βασιλάκος  εξηγεί  γιατί  δεν  μπόρεσε  να  νικήσει  τον  Λούη:  « διότι  ήτο  καθ’  αυτό  απόγονος  του  Αριστέως». Ο  Χαρίλαος  Βασιλάκος  όχι  μόνο  δεν  αμφισβήτησε  την  πρωτιά  του  Λούη,  αλλά  γιόρτασε  μαζί  του  τη  νίκη  του,  στο  Μαρούσι.  Παράλληλα  υπάρχουν  πολλές  αναφορές  περί  φιλίας  των  δύο  ανδρών:  «Αφού  ξεκουραστήκαμε  μετά  τον   Μαραθώνειο,  πρώτη   σκέψις μας  ήτο  να  γιορτάσουμε  το  γεγονός.  Τότε  ο  Λούης  στα  αποδυτήρια,  μας  πρότεινε  να  πάμε  στο  Μαρούσι.  Από  την  στιγμή  εκείνη  γίναμε  οι  καλύτεροι  φίλοι  μέχρι  την  τελευταία  στιγμή».    Και  ερχόμαστε  στο  κρίσιμο  ερώτημα, Πώς  ένας  απροπόνητος  νερουλάς  έκλεψε  τη  δόξα  από έναν  αθλητή  εγγεγραμμένο  σε  γυμναστικό  σύλλογο  συχνά  προπονούμενο,  τον  Χαρίλαο  Βασιλάκο;  Ο  Τζορτζ  Χόρτον περιγράφοντας  τη  ζωή  της  Αθήνας,  δίνει  απάντηση  σ’ αυτό  το  ερώτημα:  «Περπατώντας  λίγο  πριν  την  ανατολή  του  ήλιου  ένα  πρωινό  καλοκαιριού,  σίγουρα  θα  συναντούσες  τον  Λούη  και  δύο  τρείς  από  τους  υπαλλήλους  του  να  τρέχουν  μέσα  στο  γκρίζο  μαβί  της  αυγής,  δίπλα  σε  κάρα  που  έσερναν  μουλάρια  με  τεράστια  πήλινα  κιούπια,  τα  οποία  προορίζονταν  για  τις  κουζίνες  των  Αθηναίων»

Αλλά  και  ο Αυστραλός  Εντγουιν Φλάκ, ο  Μαραθωνοδρόμος  που  εγκατέλειψε  τον  αγώνα  λίγο  πριν  από  το  Στάδιο, σε μια επιστολή που στέλνει στον πατέρα του εκφράζει  τον  θαυμασμό  του  για  το πόσο  καλά  προπονημένοι  ήταν  οι  Έλληνες  δρομείς« Αρκετοί από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και του νικητή,  είναι  συνηθισμένοι  να  περπατάνε 20 η 30 χιλιόμετρα  ημερησίως κατά μήκος αυτών των δρόμων». 

Ένας  σφοδρός  έρωτας  κρύβεται  πίσω  από  την  ιστορία  του  Ολυμπιονίκη  Σπύρου  Λούη.  Ο  λόγος  που έλαβε  μέρος  στο  Μαραθώνιο,  ο  νερουλάς  από  το  Μαρούσι,  ήταν  η  αγάπη  για  μια  γυναίκα. «Φαίνεται  την  νίκην  του  Λούη  θα  στέψη  και  εν  ειδύλιον. Μια  πλουσία  Μαρουσιώτισσα  του είχεν υποσχεθή  ότι  αν  ενίκα  θα  τον  έπαιρνεν  άνδρα. Ώστε… χρόνια πολλά»). Ήταν  ερωτευμένος  με  την   Ελένη  Κόντου,  ψυχοκόρη  της  μαμής  του  Αμαρουσίου,  Ασπασίας  Τερζοπούλου,  μιας  πλούσιας  και  δύστροπης  γυναίκας.  Το  όνειρό  της  ήταν  να  παντρέψει  την  κόρη  της  με  έναν  πλούσιο  και  σπουδαίο  γαμπρό. Ο  φτωχός  και  αγράμματος  Σπύρος  δεν  είχε  καμία  τύχη. Έτσι,  αποφάσισε  να  συμμετάσχει  στους  Ολυμπιακούς  Αγώνες  να  νικήσει,  ώστε  να  καμφθούν  οι  αντιστάσεις  της πεθεράς. Κέρδισε  τον  αγώνα,  κέρδισε  και  την  αγαπημένη  του  Ελένη,  που  μετά  από  ένα  χρόνο  παντρεύτηκαν. (Αυτή  είναι  και  η  απάντηση  στους  αρνητές  της  πρωτιάς  του  Λούη,  που  αναρωτιούνται  γιατί  αν  και  προκλήθηκε  να  ξανατρέξει  δεν  το  έκανε.  Για  τον  απλό  λόγο  ότι  είχε  πια  πετύχει  να  κάνει  πραγματικότητα  το  όνειρό  του,  να  παντρευτεί,  δηλαδή,  τη  γυναίκα  που  τόσο  πολύ  αγάπησε.Απέκτησε  τρείς  γιούς  και  τέσσερα  εγγόνια.  Δεν  ασχολήθηκε  ποτέ  ξανά  με  τον  αθλητισμό.  Έζησε  φτωχά  ως  αγρότης,  νερουλάς  και  αργότερα  ως  αγροφύλακας.  

Η  ασθένεια  της  συζύγου  του  τον  υποχρέωσε  να  πουλήσει  μεγάλο  μέρος  της  περιουσίας  του.  

Το  πρωί  της  26ης  Μαρτίου  του  1940,  ο  Λούης  αισθανόταν  πονοκέφαλο και  είχε  τρομερή  υπνηλία,  ωστόσο  οι  γιοί  του  δεν  ανησύχησαν  ιδιαίτερα.  Τελικά  στις  17.00  υπέστη   

« συγκοπή  καρδίας»  και  μετά  από  λίγο  ξεψύχησε.

« Από  χθες  το  απόγευμα  ο  πρώτος  μέγας  Έλλην συνεχιστής  των  Ολυμπιακών  μας παραδόσεων,  Μαραθωνοδρόμος   Λούης  ανήκει  εις  το  βασίλειον  των  Σκιών.  Το  φτερό  του  αρχαγγέλου  ήγγισε  τον  γηραιόν  ώμον  του  Ολυμπιονίκου που  έγινε  τραγούδι  και  θρύλος  και  τον  εκάλεσε  εκεί  εις  τα  μεγάλα  και  αιώνια  Στάδια  των  άυλων  σωμάτων  και  των  άυλων  ψυχών.  Ήρεμα,  χωρίς  πόνους  και  χωρίς  αλγηδόνας  εξέπνευσεν  ό  άσημος  και  αγνοημένος  προ  του  ιστορικού  θριάμβου,  χωρικός  με  νωπάς  ακόμα  τας  δάφνας  εις  τους  ρυτιδομένους  κροτάφους  του… Σήμερον  γίνεται  η  κηδεία  του  μεγάλου  αθλητού  Μαραθωνοδρόμου.  Η  Ελλάς  που  ετίμησε  και  τιμά  τα τέκνα  που  υψώνουν  την  ουρανίαν αίγλην  της,  θρηνεί  λυσίκομος  επί  της  σορού  του  αφανούς  ήρωος  και  ενδόξου  πρωταθλητού  της».  Ο  Μαραθώνιος  του  Λούη  παρουσιάζεται  και  στο  κινηματογραφικό  έργο  

« Συνέβη  στην Αθήνα».  Η ταινία  που  έγινε  γνωστή  στην  Ελλάδα  από  το  σάουντρακ  του  Μάνου  Χατζιδάκι, αναπαριστά  το  κλίμα  των  πρώτων  Ολυμπιακών  αγώνων  στη  νεότερη  ιστορία.  Η  πρωταγωνίστρια  υπόσχεται  να  παντρευτεί  το  νικητή  του  Μαραθωνίου  δρόμου,  πιστεύοντας  ότι  θα  είναι  ο  φίλος  της,  αλλά  ο  νερουλάς  από  το  Μαρούσι  κάνει  την  έκπληξη. Πρωταγωνιστούν  η  Τζέην  Μάνσφηλντ,  ο  Τραξ  Κόλτον  ως  Σπ.  Λούης,  Τίτος  Βανδής  ως  πατέρας  του  Λούη,  Λίλι  Βαλέντι  ως  μητέρα  του  Λούη  και  η  Ξένια  Καλογεροπούλου.


Πηγες: Εφημερίδες  Μαρτίου,  Απριλίου  1896, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ,  ΤΟ  ΑΣΤΥ,  ΕΣΤΙΑ,  ΕΦΗΜΕΡΙΣ,  ΚΑΙΡΟΙ,  ΝΕΑ  ΕΦΗΜΕΡΙΣ,  ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ,  ΠΡΟΝΟΙΑ,  ΠΡΩΙΑ,  ΣΚΡΙΠ,  ΤΑ  ΟΛΥΜΠΙΑ,  ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΙΣ,   Εφημερίς  των  Κυριών,   ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ  27  Μαρτίου  1940,  ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ  ΜΕΛΛΟΝ  30 Μαρτίου  1940.  Βιβλιογραφία: Χαρίλαος  Βασιλάκος  και  η  αμφιλεγόμενη  πρωτιά  του  Σπύρου  Λούη, Ντόναλντ- Γεώργιος  Μακφαίηλ.  Modern  Athens,  Τζορτζ  Χόρτον.  Οι  Ολυμπιακοί  του  1896  στην  Αθήνα,  Μαικλ  Λιουέλιν  Σμιθ.  Η  θρυλική  Ολυμπιάδα  του  Σπύρου  Λούη,  Τάσος  Κοντογιαννίδης.  Ολυμπιακοί  Αγώνες,  Ρήγας  Βελεστινλής.  Νεώτερη  Ολυμπιακή  ιστορία,  Ελευθ.  Σκιαδάς.   Ολυμπιονίκαις,  Πίνδαρος. Το  ντοκιμαντέρ  «Επτά  λεπτά  ψυχής»  είναι  διαθέσιμο  από  το  συνδρομητικό  κανάλι  CINOBO.



 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΛΟΥΗ

Τον πρώτο  νικητή  της  πρώτης  νέας  Ολυμπιάδας

Η νίκη  του  Σπύρου  Λούη  είναι  ίσως  η  πιο  πολυσυζητημένη  και  πολυγραμμένη  νίκη  στην  Ιστορία  των  Ολυμπιακών  Αγώνων.  Πολλά  βιβλία  και  αμέτρητα  ποιήματα  έχουν  γραφτεί  γι’  αυτόν.  Μερικά  από αυτά  τα  ποιήματα  είναι και  τα  παρακάτω:

Ήταν  ολόφεγγ’  η  Ελλάδα

με  λάμψη  θείας  αρετής,

τότες  που  κάθε  Ολυμπιάδα

έβγαινε  μέγας  νικητής

 

Μα  όταν  όλοι  μ’ ένα  στόμα

τον  μέγαν  άγγειλαν  αγώνα,

που  ξεκινάει  απ’  τ’  άγιο  χώμα

του  ξακουσμένου  Μαραθώνα.

----------------------------------------

Η  Ελλάδα  ανέστη!  Όλοι  κράζουν,

και  νίκησε  στον  πρώτο  αγώνα!

Η  Ελλάδα  ανέστη!  αντιφωνάζουν

τα  όρη  ως  τον  Μαραθώνα!

 

Πως  είναι  αθάνατη  η  Ελλάδα,

κι  η  δύναμή  της  περισσή,

στη  Νέα της  Ολυμπιάδα

Λούη,  το  έδειξες  Εσύ.

 

Εσύ  που  σε  χωριό  κρυμμένος

καθώς  διαμάντι  μες  τη  γη,

μια  ώραν  πρόβαλες  φερμένος

απ’  την  αθώρητη  πηγή

 

Και  τόδειξες  του  κόσμου  πάλι,

πως  κάθε  πράξ’  ηρωική,

κάθε  απόφαση  μεγάλη,

κάθε  ιδέα  ευγενική

 

Απ’  του  χωριού  τα  σπλάχνα  βγαίνει,

και μες  τη  χώρα πλημμυρίζει,

σαν  το  νερό  που  κατεβαίνει

απ’  το  βουνό  και  την  ποτίζει.

(Αργύρης  Εφταλιώτης)

 

 

ΤΟ  ΣΤΑΔΙΟΝ 

Κατά την  29  Μαρτίου

 

Στάδιο!  Λέξη  μαγική!  Για  δέστε  πως  απλώνει

τριγύρω  τα  μαρμάρινα,  τα  ζηλευτά  του  κάλλη,

τ’  αρχαία  του  αγάλματα,  τον  στίβο,  τη  σφεντόνη

και  προσκαλεί  τη  λεβεντιά  ν ‘  αγωνιστεί  και  πάλι!

 

Σε  τόσον  κόσμον  π’ έρχεται  σε  Έλληνες,  σε  ξένους 

για  δέστε  πως  περήφανο  ανοίγει την  αγκάλη,

και  με  χαρά  στους  κόλπους  του  τους  δέχετ’  ενωμένους!

Σου  φαίνεται  πως  μια  καρδιά  σε  τόσα  στήθια  πάλλει!

 

Αρχίζει  άλλ’  αγώνισμα  μα  τώρα  ποιος  προσέχει;

σα  βουρκωμένη  θάλασσα  ταράζεται  το  πλήθος

ένας  τον  άλλον  ερωτά « Ποιος  έρχεται;»  «Τι  τρέχει;»

και  μ’  αγωνία  δυνατά χτυπά  το  κάθε  στήθος

 

Έλληνας  είναι!  Μια  φωνή  ακούεται  μεγάλη,

κ’  Έλληνας!  Αποκρίνονται  χιλιάδες  μ’  ένα  στόμα,

όταν  με  κάτασπρη  στολή  σαν  άγγελος  προβάλλει

ο νικητής  που  έρχεται  από  το  Μαραθώνα!

 

Αυτή  την  άγια  τη  στιγμή  που  νίκησ’  η  πατρίδα

από  γλυκιά  συγκίνηση  που  μάτι  δεν  δακρύζει!

Εύγε  σου! Λούη  εύγε  σου!  Μας  έφερες  ελπίδα

και  την  καρδιά  μας  μια  χαρά  μεγάλη  πλημμυρίζει!

 

Τρέχει  ο  Λούης  και  μπροστά  στο  θρόνο  σταματάει,

τα  δυο  μας  βασιλόπουλα  τον  παίρνουνε  στα  χέρια!

Ο  βασιλιάς  το  χωρικό  μ’  αγάπη  χαιρετάει!

Κι  ολόγυρά  του  κάτασπρα  πετούνε  περιστέρια.

(Εφημερίς  των  Κυριών  7 Απιλ.  1896)

 

 

Ο  ΛΟΥΗΣ

Ο  Λούης  τέλος  πάντων  χαλάει  το  ντουνιά,

ξεχάσθηκαν  με  τούτον  και  όλα  τα  ζητήματα,

αυτόν  έχουν  κουβέντα  στην  κάθε  γειτονιά

κι  από  παντού  του  στέλνουν  θερμά  τηλεγραφήματα.

 

Ο  Λούης  και  ο  Λούης  και  τρέχει  στο  Μαρούσι,

για  να  τον  καμαρώσει  αμέτρητο  λεφούσι,

και  ξένοι  στο  Μαρούσι  γι’  αυτόν  τον  Λούη  τρέχουν

και  τελειωμό  δεν  έχουν.

 

Αλλά  και  ξενοδόχοι  τρέχουν  πολλοί  με  φούρια,

και  δος  του  πια  καβγάδες,  φωνές  και  νταβαντούρια,

ποιος  να  τον  πάρει  πρώτος  τον  Λούη  για  να  φάει

κι  ο  Λούης  πια  δεν  ξέρει  σε  ποιόν  να  πρωτοπάει.

 

Μα  και  φραγκοραφτάδες  εις  το  Μαρούσι  φθάνουν,

και  να   τον  πάρουν  μέτρα  ζητούν  φιρί  φιρί,

μα  αντί  καινούργια  ρούχα,  ως  λένε  να  του  κάνουν

θαρρώ  πως  θα  του  σχίσουν  κι  αυτά  όπου  φορεί.

 

Εν  τούτοις  και  οι  Λούστροι  τον  κυνηγούν  με  γρίνια,

κι  όταν  τον  δουν  στο  δρόμο  τρέχουν  και  μουρμουρίζουν,

να  βγάλει  τα  τσαρούχια  και  να  φορεί  σκαρπίνια

για  να  τον  γυαλίζουν.

 

Μα  κι  όσοι  άλλοι  δώρα  σ’  αυτόν  υποσχεθήκαν,

μπακάληδες,  ψωμάδες,  κουρείς  και  γαλατάδες,

όλοι μες  το  Μαρούσι  επήγαν  και  τον  βρήκαν

και  βρίσκεται  ο  Λούης  με  τούτους  σε  μπελάδες.

 

Αλλά  και  στο  Παλάτι  να  φάει  προσεκλήθη,

οπόταν  δε  τον  Λούη  είδαν  με  φουστανέλα,

τότε  σ’ άπειρα  ζήτω  το  πλήθος  ανελύθη,

κι  επέταξαν  και  πάλι  καμπόσοι  τα  καπέλα.

 

Μα  και  γυναίκες  τόσες  προς  τούτοις θα  κρεπάρουν,

αν  δεν  στεφανωθούνε  τον  Λούη  τον  βερέμη,

αν  δεν  τα  καταφέρουν  όλες  για  να  τον  πάρουν,

θα  κάμει  μέσα  στ’  άλλα  ο  Λούης  και  χαρέμι.

 

Γίνεται  για  τον  Λούη  μεγάλη  φασαρία,

και  μες  στη  φούρια  λέγουν, πως  είπε  κι  η  Μαρία,

εάν  τον  Μέγα  Δούκα  να  χωρισθεί  μπορούσε

του  Μαρουσιώτη  Λούη  την  χείρα

θα  ζητούσε.

( ΣΚΡΙΠ 2 Απριλ. 1896)

 

 

Εις  τον  νικητήν  του  Μαραθώνος

 

Περιττεύη  και  ο  ύμνος

Και  ο  στέφανος  της  νίκης

Εις  τον  ένδοξον  δρομέα

Νικητήν  του  Μαραθώνος

Στέφανός  του  ότι  ήλθε  

Πρώτος  Ολυμπιονίκης

Κι  ενεγράφη  τ  όνομά  του

Εις  τας  δέλτους  του  αιώνος

Η  δε  μήτηρ  σου  Ελλάς

Το  εξήγγειλεν  υψίφρων

Εις  του  κόσμου  τας  φυλάς.

 

Εις  επίζηλον  αγώνα

Η  υφήλιος  ριφθείσα

Χαιρετίζει  ηττημένη

Τον  μεγάλον  νικητήν

Κι  η  Πατρίς  Ελλάς  των  πάλαι

Ευκλειά  της  ενδυθείσα

Επιδείκνυσι  τω  κόσμω

Του  υιού  την  αρετήν

Ενώ  σύμπασα  η  γη

Χαιρετίζει  τον  δρομέα

Εν  μια  ζητωκραυγή.

 

Ποίος  πόθος  ανεπτέρου

Του  δρομέως  την  ελπίδα

Και  ημίθεον  καθίστα

Εις τας  φρένας  τον  θνητόν;

Ποίαν  άρα  εις  τα  στήθη

Περιέκλειε  πατρίδα

Και  ριφθείς  αυτός  πτερόπους

Εις  αγώνα  ζηλευτόν

Πρώτος  έφθανε  ταχύς

Ο  σελίδα  αντιγράψας

Παρελθούσης εποχής!

 

Εις  της δόξης  το  πεδίον

Χαιρετώσιν  ηττημένοι

Ευλαβώς  τον  νικητήν

Η  δε  εύκλεια  η  πρώτη 

Και  το  πρώτον  μεγαλείον

Ανακύπτουσι  και  αύθις

Εις  μεγάλην  εορτήν

Καθ’  ην  σύμπασα  η  γη

Την  Ελλάδα  χαιρετίζει

Εν  μια ζητωκραυγή!

(«Πρωία» 31 Μαρτ.1896)

 

Ψάλλω κι  εγώ  ευγνώμων  

τον  Μαραθωνοδρόμον

 

Ω  νικητών  απόγονε  κι  Αμαρουσίου  θρέμμα,

έστεψε  τους  θριάμβους  σου  το  θριαμβεύον  Στέμμα,

Διάδοχοι  και  Πρίγκηπες  σε  πήραν  αγκαλιά,

Ξέναις  περιηγήτριαις  σ’  εχόρτασαν  φιλιά,

Κι  ίσως  λεβέντη  χωρικέ  και  πρώτο  παλληκάρι,

Καμία  Μις  παράξενη  θελήση  να  σε  πάρη.

 

Για  σένα  τα καλλίτερα  στεφάνια  και  λουλούδια,

για  σε  ζουρνάδες,  πίπιζες,  κι  αμέτρητα  τραγούδια,

και  το  καλύβι  γέροντος  και  πολιού  πατρός

βλέπει  μεγάλων  και  μικρών  να  μπαινοβγαίνουν  μούρες,

και  με  την  φουστανέλα  σου  μες  στο  Παλάτι  τρώς

καλλίτερ’  από  μερικές  ψηλοκαπελαδούρες.

 

Γκαπ  γκούπ  βαρεί  μες  στο  χωριό  αδιάκοπο  νταούλι,

διαδηλώσεις  σούκαμαν  ελεύθεροι  και  δούλοι,

εσύ  τα  πάντα  δύνασαι  να  δέσεις  και  να  λύσεις,

σε  μαλακά  προσκέφαλα  στεφανωμένος  γέρνεις,

δέχεσ’  επισκεπτήρια  και  των  τρανών  προσκλήσεις

και  στις  Πρεσβείες  έμαθα  το  τσάι  σου  πως  παίρνεις.

 

Δέχεσαι  θυμιάματα  και  δωρεές  του  πλήθους,

αγγεία  τε  και  κύπελλα  και  δακτυλιολίθους

με  παραστάσεις  κι  εγγλυφάς

και  παλαιών  επιγραφάς.

 

Να  σε  μυήσουν  προσπαθούν  στην  κλασσικήν  παιδείαν,

κι  οι  της  σοφίας  γόνοι,

ζητούν  καλά  και  σώνει

αρχαιολόγος  να  γενής,  καθώς  τον  Καββαδίαν.

Τον  θρίαμβόν  σου  σήμερα  περίτρομος  ακούει

Ανατολή  και  Δύσις,

και  πέφτουν  όλοι  καταγής  και  σου  φωνάζουν  « Λούη,

τρέξε  να  μας  πατήσεις»!

μα  συ  τους  λέγεις  Γαλλιστί:

« ω  σακρενόν  και  σαπριστί

Κι  ο  νέος  κόσμος  βρέμεται

καθώς  ο  γηραλέος,

και  των  Ρωμιών  το  κλέος

στα δυό  σου  πόδια  κρέμεται.

 

Τρις  χαίρε,  Λούη,  νικητά… για  σε  το  παν  θυσία

και  χάρισμα  λοκάντα,

κι  έσφιξε  το  Ρωμαίικο  μεγάλη  βουρλισία

καθώς  το  σφίγγει  πάντα,

μα  συ  γι’  αυτά  κι  αυτά  

μη  δίνεις  δυό  λεφτά. 

 

Άκου  με  φλέγμα  στωικόν  το  τι  καθείς  σου  ψάλλει

και  μην  αφίνεις  το  τσαπί

για  ν’  αποδείξεις,  τσελεπή,

πως  έχεις  σαν  τα  πόδια  σου  γερό  και το  κεφάλι.

(«ΡΩΜΗΟΣ» 6 Απριλίου  1896)