Το ραφείο του Κώστα και της Λούλας
Οκτώβριος.
Ένας μήνας απολύτως ιδιαίτερος. Αρχές του μήνα , το 1958, οι γονείς μου παντρεύονται και ανοίγουν το ραφείο.
Και οι δυο μαθαίνουν την τέχνη της ραπτικής, το ψαλίδι όπως έλεγαν τότε, στην Αθήνα σε ηλικία 20 χρονών.
Το ραφείο λειτουργεί μισό αιώνα, 46 ολόκληρα χρόνια.
Μαθητές και μαθήτριες στο ράφτη, μαθήτριες στη μοδίστρα.
Αντώνης Σκούρτης ( ο Μάσας ), Γιάννης Ψαθάς, Αργύρης Καίσαρης, Αντώνης Φοίβας, Αργυράκης Σαρρής,
Θωμαΐς Βασιλείου, Δήμητρα Γούτου, Αργυρούλα Βρεττού ( οι παντελονούδες ), Βενετία Παλούκα, Ματίνα Κομμά του Μιχάλη, Ελένη Βογανάτση-Σκούρτη, Ματίνα Οικονόμου- Μερτύρη και άλλοι.
Ψυχής της παρέας ο Αντώνης ο Σκούρτης.
Οι πελάτες τους από την Ερμιόνη, το Ηλιόκαστρο, το Θερμήσι και το Λουκαίτι.
Άνθρωποι τίμιοι, νοικοκύρηδες, καλόγουστοι και φινετσάτοι. Φροντίζουν τα ρούχα τους τα μεταποιούν επίσης και πάντα ακολουθούν τις συμβουλές του Κώστα και της Λούλας: «Το ρούχο το φοράς δεν σε φοράει, δεν πετάμε τίποτα, γιατί η μόδα έρχεται και παρέρχεται, φορούμε ό,τι μας πηγαίνει, το ακριβό είναι φθηνό.» Τους ευχαριστώ όλους θερμά που εμπιστεύτηκαν τα χέρια των γονιών μου. Τα καλά υφάσματα και η πολύ καλή δουλειά τους, διασφαλίζουν στα ρούχα τη μακροβιότητά τους. Ο παππούς, στο χριστουγεννιάτικο σπιτάκι στην πλατεία του πεύκου, φορά το γαμπριάτικο κουστούμι του Σέρφα με τη ετικέτα από μέσα , «εμποροραφείο Κωνσταντίνου Κομμά».
Οι τιμές που ζητούν είναι πάντα προσαρμοσμένες στην οικονομική δυνατότητα του πελάτη. Ράβουν ακόμα και όσους είναι αδύναμοι, χωρίς να ζητήσουν απολύτως τίποτα. Τα κομμάτια του υφάσματος που περισσεύουν, όταν ο πελάτης δεν τα θέλει, τα χαρίζουν στους μαθητές και σε άλλα πρόσωπα που το έχουν ανάγκη. Τα μικρότερα , δίνονται σε γυναίκες για να υφάνουν τις κουρελούδες τους και σε άλλες για να φτιάξουν τις μαρουλίτσες.
Τέλη Οκτώβρη του 2004, η πόρτα κλείνει και σφραγίζει για πάντα. Τέσσερις μήνες μετά , ο ράφτης φεύγει και η μοδίστρα αρνείται να ράψει ρούχα. Μόνο τα δικά της και τα δικά μου. Αρχίζει να γεμίζει το ραφείο θέλοντας να το μετατρέψει σε αποθήκη. Ο πόνος. Σιγά-σιγά το ανασταίνω μόνη μου.
Μπαίνουμε χέρι – χέρι, μάνα και κόρη, συγκινείται και με φωνή τρεμάμενη μου λέει: « τη ζωή μου όλη πέρασα εδώ μέσα με τον πατέρα σου». « Κι εγώ το ίδιο» της απαντώ.
Σεπτέμβρης του 2021. Η μοδίστρα φεύγει.
Η ύλη παρούσα. Η ραπτομηχανή με το καρούλι, η μπελότα του και το σακουλάκι της με τις βελόνες και τις δακτυλήθρες τους, ο πάγκος με το ξύλο σιδερώματος και το σφουγγάρι το θαλασσινό για το βρέξιμο του ρούχου, ο πήχης και τα σημάδια, όλα τα εργαλεία και υλικά είναι εκεί.
Οι καρέκλες τους αδειανές. Αδειανή και η θέση της Μεταξίας, σταθερά δίπλα στο παράθυρο.
Παρόντες όμως άπαντες, ακόμα και στην απουσία τους.
Πρόσωπα , εικόνες, λέξεις και μυρωδιές, ολοζώντανα μπροστά μου και μέσα μου. Η δύναμη της αγάπης.
Οι συγγενείς , οι φίλοι και οι γείτονες που έρχονται για παρέα. Οι θαλασσινές ιστορίες του θείου Ραφαήλ, η αριστερά του θείου Κοσμά και του Θανάση, τα σπαστά ελληνικά και οι ζωγραφικές του Ράινερ, οι συμβουλές της θείας Καλλίτσας, τα αστεία του Μάσα και της Κούλας, τα γέλια , τα ωραία της Σβόλαινας, οι ψάθινες κατασκευές του Κυριάκου, οι ιστορίες της Άννας από το πατρικό σπίτι της μητέρας μου.
Ο σχεδιασμός του ρούχου με το σημάδι και τρίγωνα πάνω στον πάγκο, το κόψιμό του με το ψαλίδι το μεγάλο, το τρύπωμα, το ράψιμο, το καρίκωμα, οι κλάπες και το πισωγάζι, το πέρασμα της κλωστής στη βελόνα.
Τα μέτρα , τα πατρόν και οι πρόβες, η καθαριότητα και οι κολόνιες των πελατών, η μοσχοβολιά του υφάσματος όταν σιδερωνόταν. Το λεξιλόγιο του ραφείου, που από μικρή μ΄ εντυπωσίαζε: Κορσάζ, ντε πιες, κλος, φλου, ρεντικότα, μπάσκα, παλτεσού, ρεγκλάν, σμόκιν, τεριλέν, κασμιροφανέλα, δρίλι, ζέρσεΐ, τρουακάρ, τάλια, καριέτα, κάστισμα, ωμμίτης.
Το τραγούδι που μου΄ λεγε πάντα η Μεταξία, τα της αριστεράς, τα κανταδόρικα του πατέρα μου, τα φιλόστοργα λόγια και το χάδι της μητέρας μου.
Το παιχνίδι με τον Παναγιώτη την Ματίνα και την Αργυρούλα, το ξέφτισμα του υφάσματος η πρώτη μου ασχολία όταν βαριόμουν τις κούκλες, η πρώτη και η τελευταία μου πρόβα στα χέρια της μητέρας μου.
Η μητέρα μου στη μηχανή και ο πατέρας μου στη θέση του, δίπλα στον καθρέφτη.
Τα χρόνια της ζωής μου στο ραφείο του Κώστα και της Λούλας μου, ζωή σαν παραμύθι.
Μαντώ Κομμά.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Μαντώς Κωνστ. Κομμά