Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟ ΤΟ
1825
Δημήτρης Τουτουντζής
Όταν οι Τούρκοι κυρίευσαν
τη Σφακτηρία, από τα έξι μπρίκια μας τα αραγμένα στο λιμάνι του Ναυαρίνου,
πρώτα σαλπάρισαν ο «Λυκούργος» του καπετάν Σάντο και ο «Αλέξανδρος» του καπετάν
Μπουντούρη. Βγήκαν πριν πιάσει η αρμάδα την είσοδο του κόλπου και έτσι δεν
έπαθαν τίποτα.
Από τα άλλα τέσσερα μπρίκια βρίσκονταν στην
ξηρά τόσο οι καπεταναίοι τους όσο και ένα μέρος από τα πληρώματά τους, όπου
χειρίζονταν τα κανόνια της Σφακτηρίας. Αναγκαστικά λοιπόν περίμεναν με την
ελπίδα να τους σώσουν. Κάποιος από τους ναυτικούς της «Αθηνάς» έφερε την
ψεύτικη είδηση πως σκοτώθηκε ο καπετάνιος της, ο Νικόλας ο Βότσης. Κόψανε
αμέσως την άγκυρα και άπλωσαν πανιά. Βγήκαν απείραχτοι από το λιμάνι, αλλά
μόλις βγήκαν στο πέλαγος πέσανε ανάμεσα σε δύο κορβέτες του εχθρού, που έβαλαν
πλώρη καταπάνω τους για
ρεσάλτο. Απελπίστηκαν και κατέβηκαν στην μπαρουταποθήκη
να τιναχτούν στον αέρα. Στο κατάστρωμα απόμεινε ένας μούτσος του καραβιού, ο
Γιάννης Βρέτας, ξάδερφος του Βότση, παιδί δεκαπέντε χρόνων. Σαν είδε τις
κορβέτες να πλευρίζουν την «Αθηνά» αρπάζει τον αναμμένο δαυλό και τρέχοντας
βάζει φωτιά σε όλα τα κανόνια που ήταν γεμάτα. Καθώς τα χτύπησε από τόσο κοντά
τους έκανε βαριές ζημιές και τα ανάγκασε να πισωδρομήσουν.
Έπειτα, μόλις ανέβηκαν οι καπετάνιοι,
σήκωσαν πανιά ο «Αχιλλέας» και ο «Ποσειδώνας». Έφτασαν και αυτά απείραχτα μέχρι
την έξοδο, αλλά μόλις βγήκαν έπεσαν πάνω στην αρμάδα που συγκεντρωνόταν από
όλες τις μεριές για να εμποδίσει τα καράβια μας να φύγουν. Άρχισε τότε άγρια
και άνιση μάχη. Στον «Αχιλλέα» είχαν διορίσει το λοστρόμο Γιάννη Κοτρώνη και
στον «Ποσειδώνα» τον Ανάργυρο Κουζούμη
να στέκονται κοντά στην
μπαρουταποθήκη να τιναχτούν στον αέρα αν τυχόν κατάφερνε
ο εχθρός να κάνει
ρεσάλτο.
Ο Μουλάς, ο καπετάνιος του «Ποσειδώνα»,
τρόμαξε την αρμάδα με δύο νεροβάρελα, που τα έδεσε αριστερά και δεξιά στον
πρόβολο της πλώρης και βλέποντάς τα οι εχθροί δεν κοντοζύγωναν από φόβο μην τυχόν και είναι μπουρλότο. Αλλά εκείνο
που έσωσε τα δύο καράβια μας στάθηκε κάτι άλλο. Μια μεγάλη και γρήγορη γολέτα
όρμισε κατά πάνω τους. Μα ξαφνικά τυλίχτηκε σε φλόγες και καπνούς και σκόρπισε
σε συντρίμμια. Απόρησαν Τούρκοι και Έλληνες με τη συμφορά που τη βρήκε καθώς
δεν μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν την αιτία. Ίσως να στέκεται σωστή η γνώμη του
ναυάρχου Θεοφανίδη, που γράφει πως θα χτυπήθηκε ψηλά από το Νιόκαστρο με μπάλα
που τρύπησε το κατατάστρωμά της και έφτασε ως την μπαρουταποθήκη της. Όποια και
αν στάθηκε η αφορμή, το αναπάντεχο κάψιμο της γολέτας γέμισε με τέτοιο φόβο
τους εχθρούς, που μουδιασμένοι αποτραβήχτηκαν αφήνοντας το πέρασμα στα δυο δικά
μας πλοία.
Όταν και το τελευταίο από τα καράβια μας
είχε βγει πια από το λιμάνι, ο «Άρης» βρισκόταν πάντα αραγμένος κοντά στη
Σφακτηρία. Η πάσαρά του (η βάρκα του) άδικα περίμενε στην ξηρά μήπως φανεί ο
Τσαμαδός. Ήρθαν όμως ο καπετάνιος της «Αθηνάς» Νικόλας Βότσης και ο Δημήτρης
Σαχτούρης που ήταν φρούραρχος στο Νιόκαστρο και είχε περάσει εκείνη την ημέρα
στο νησί να το υπερασπίσει και ο Μαυροκορδάτος. Να περιμένουν περισσότερο δεν
μπορούσαν, καθώς οι στρατιώτες του Ιμπραήμ πρόβαλαν στα υψώματα, στο ανατολικό
μέρος της Σφακτηρίας, και άρχισαν να τους χτυπάνε. Όταν ανέβηκαν οι δικοί μας
στον «Άρη», ο Βότσης ανάλαβε την πλοιαρχία και ο Σαχτούρης μπήκε λοστρόμος.
Πρόσταξαν να κόψουν τα σχοινιά της άγκυρας και να υψώσουν τα πανιά. Σκαρφάλωσαν
οι ναύτες στις σκαλιέρες και στις αντένες των πανιών να τα απλώσουν, αλλά οι
εχθροί άρχισαν να πυροβολούν όσους ξεχώριζαν να παλεύουν με τα σκοινιά ψηλά στα
ξάρτια. Ο Δημήτρης Νάντες και ο Λάζαρος Πορδαλάς χτυπήθηκαν σοβαρά και
πέφτοντας με το κεφάλι κάτω τσακίστηκαν πάνω στο κατάστρωμα
Οι περιπτώσεις διαφυγής ήταν δύο. Άλλοι
έλεγαν πως θα έπρεπε να κοιτάξουν να βγουν αρμενίζοντας στα ρηχά, όπου δεν
μπορούσαν να φτάσουν οι φρεγάτες, και άλλοι είχαν την ιδέα πως θα έπρεπε να
περάσουν από το μεγάλο άνοιγμα της εισόδου, γιατί διαφορετικά κινδύνευαν να
πέσουν σε άπνοια του αέρα και τότε θα πήγαιναν χαμένοι. Συμφώνησαν στη δεύτερη
γνώμη, που με αυτήν τάχθηκαν και ο Βότσης και ο Σαχτούρης.
Ένας παπάς που σώθηκε από τη Σφακτηρία πήρε
από την κάμαρα την εικόνα της Παναγιάς, την έστησε στον εργάτη της άγκυρας και
άρχισε να ψέλνει παρακαλώντας την να τους σώσει. Το πλήρωμα την ασπάζονταν και
έδιναν στον ιερωμένο ότι μπορούσε ο καθένας, όπως τάξανε να τη χρυσώσουν αν
σωθούν. Κάποιος από όλους αφού σταυροκοπήθηκε και τη φίλησε και αυτός, την
κοίταξε καλά και της λέει: Παναγιά μου, κοίτα να μας σώσεις γιατί αλλιώς πας
και εσύ χαμένη.
Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο και
τράβηξαν στις θέσεις τους. Σε κάθε κανόνι στάθηκαν τρεις ως τέσσερις
κανονιέρηδες με έναν αρχικανονιέρη. Ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι και είχαν
έτοιμες τις μακριές μίτζες (ξύλινα ραβδιά με καύτρα στην άκρη που άναβαν τα
φιτίλια των κανονιών) για να πάρουν φωτιά από αυτό. Γύρω από τα δύο άλμπουρα
στάθηκαν δέκα ναύτες να χειρίζονται τα σχοινιά σύμφωνα με τα προστάγματα του
λοστρόμου. Ο Βότσης, ανεβασμένος στο κάσαρο (το επίστεγο της πρύμνης, όπου
βρισκόταν το τιμόνι και η θέση του καπετάνιου) έδινε την πορεία στους
τιμονιέρηδες και κράταγε την τρομπαμαρίνα στο χέρι να προστάζει τις μανούβρες. Εκείνη
την ώρα κάποιος από τους μούτσους του καραβιού αρπάζει από το εικονοστάσι της
κάμαρας το αναμμένο καντήλι και τρέχει να βάλει φωτιά στην μπαρουταποθήκη
φωνάζοντας: Τι τη θέλουμε
πια τη ζωή αφού χάθηκε ο καπετάνιος μας. Τον πρόλαβαν, τον έπιασαν και τον
έδεσαν, νομίζοντας πως έχασε τα λογικά του.
Το Μαυροκορδάτο τον κατεβάζουν στον
κουραδόρο (χώρος κάτω από το κατάστρωμα).
«Είχε μαζί του έναν
υπηρέτη μαύρο», γράφει ο ναύαρχος Θεοφανίδης, «τον οποίον έστελνε συνεχώς προς
τον Βότση για να πληροφορείται τις λεπτομέρειες των συμβάντων κατά τις διάφορες
φάσεις της μάχης».
Με φόρτσα όλα τα πανιά και πλήρη ιστιοφορία
έβαλαν πλώρη στην είσοδο του λιμανιού. Σαν έφτασαν σ’ αυτή βρήκαν μπροστά τους
όλα τα καράβια του εχθρού. Πρώτες ρίχτηκαν στον «Άρη» δύο μεγάλες φρεγάτες και
δύο κορβέτες που εκείνη την ώρα έμπαιναν στον κόλπο. Δέχτηκε τη φωτιά τους,
αλλά κατάφερε να τους ξεγλιστρήσει. Μόλις έκανε να βγει από το στενό της
εισόδου άρχισε να λιγοστεύει ο αέρας. Λάσκα τα πανιά και μόλις προχώραγε. Και
την κρίσιμη εκείνη στιγμή τον περιτριγυρίζουν πέντε μπρίκια του εχθρού.
Χτυπιέται τώρα από παντού. Μπρος, πίσω, από τα πλάγια, τον πλησίαζαν με
αλλεπάλληλες βολές. Οι μπάλες και τα μισδράλια (κοντόκανα κανόνια γεμάτα
ποσότητα μετάλλων για να κουρελιάζουν τα πανιά και να σκοτώνουν τους ανθρώπους)
σφύριζαν ανάμεσα στα ξάρτια, κουρέλιαζαν τα πανιά, τσάκιζαν τις αντένες, τρύπαγαν
το σκάφος, αλλά ο «Άρης κρατούσε καλά. Τράβαγε αργά το δρόμο του σκορπώντας το
θάνατο με τα δεκάξι του κανόνια που ασταμάτητα δούλευαν. Μέσα στη πυρωμένη
αντάρα, ναύτες και μαραγκοί αδιάκοπα ανεβοκατέβαιναν τις σκαλιέρες και τρέχανε
αλλού να πιάσουν κάπως τα πανιά που ξεσκίστηκαν και αλλού κάποια αντένα που
τσακίστηκε. Οι κανονιέρηδες, μαύροι από τον καπνό, τράβαγαν ακούραστα τα
κανόνια πάνω στις βάσεις τους, καθάριζαν μα το πάνιστρο τις κάνες τους, βάζανε
τα φυσέκια και τις μπάλες και χώνανε τις σφήνες για να κανονίσουν το βεληνεκές.
Και ήταν τόσο μαστόροι σε όλα αυτά που η φωτιά ήταν πολύ αποτελεσματική. Γράφει
ο Θεοφανίδης: «Το ένα από τα μπρίκια του εχθρού διαλύθηκε από τα χτυπήματα των
βλημάτων του «Άρη» σαν να το διέλυσαν ξυλουργοί». Αποτραβήχτηκε και σε λίγο
βούλιαξε. Κάποιο άλλο έχασε το άλμπουρό του και έπαθε και άλλες βαριές ζημιάς
και αναγκάστηκε και αυτό να πισωδρομήσει. Φοβισμένα τα άλλα μπρίκια άρχισαν να
υποχωρούν.
Δύο ώρες κιόλας χτύπαγε και χτυπιόταν. Τώρα
αρμένιζε πια στο πέλαγος με πορεία κατά το νοτιά. Για λίγο όλα γαλήνεψαν. Του
όρμισαν όμως δύο φρεγάτες. Μισή ώρα, από τις δύο πλευρές, του άδειαζαν τις
κανονιές τους. Το κατάστρωμα είχε γεμίσει από τις μέταλλα των μισδραλίων, που καυτά καθώς ήταν τα
πάταγαν με τα γυμνά τους πόδια οι ναύτες μας και καίγονταν. Όταν οι φρεγάτες
θάρρεψαν πως το έχουν στο χέρι τους, πλησίασαν να κάνουν ρεσάλτο. Ο Βότσης,
ορθός πάντα πάνω στο κάσαρο της πρύμνης, βλέπει την κίνησή τους. Προστάζει δύο
ναύτες να σταθούν με τις μπιστόλες τους στην μπαρουταποθήκη, που βρισκόταν κάτω
από την κάμαρα, και να τραβήξουν μες τα όλα μόλις οι εχθροί ανέβουν στο καράβι.
Πρώτη πλησίασε η μεγαλύτερη από τις φρεγάτες. Στην κουβέρτα της στριμώχνονταν
οι γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) με γυμνωμένα τα γιαταγάνια τους και δίπλα τους
ξεχώριζαν οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί. Το ακρόπρωρό της στριφογύρισε πάνω από την
πρύμνη του «Άρη».
- Αδέρφια! Φωνάζει με την τρομπαμαρίνα ο
Βότσης, έτοιμοι να τιναχτούμε στον αέρα!
Κάτι Κασιώτες ναύτες, που δούλευαν
αναγκαστικά στη φρεγάτα, μόλις άκουσαν την προσταγή του Βότση το είπαν στους
αξιωματικούς και αυτοί στον καπετάνιο. Αποτραβήχτηκαν αμέσως και μανουβράρισε
για να το βουλιάξει με τα κανόνια. Αλλά μια πετυχημένη βολή μας της γκρεμίζει
το χαμηλό πανί του πλωριού άλμπουρου και την
κάνει να παρατήσει τη
μάχη. Τούτο το συντρίμμι που ήταν πια ο «Άρης» μανουβράριζε με τσακισμένο το
τιμόνι. Μια μπάλα μονάχα να έπεφτε στα αμπάρια του όπου βρίσκονταν στοιβαγμένα
τα βαρέλια με το μπαρούτι, οι κάσες με τα φυσέκια και οι μπόμπες που κουβάλαγε,
θα έφτανε να μη μείνει το πιο μικρό του κομματάκι. Και όταν αποτραβήχτηκαν οι
φρεγάτες, άνοιξε πόλεμο με κορβέτες, με γολέτες, με μπρίκια. Χτυπήθηκε με
τριάντα πέντε καράβια του εχθρού στη σειρά. Τούρκοι, Έλληνες και Ευρωπαίοι
κοίταζαν και απορούσαν. Έλεγαν πως τέτοιο κατόρθωμα δεν ξαναέγινε. Ένα
παλιοκάραβο να πολεμάει τόσες ώρες με μια ολόκληρη αρμάδα! Ο Μακρυγιάννης, που
από το Νιόκαστρο όπου βρισκόταν θαύμαζε και αυτός βλέποντάς το γράφει: «Σώθηκαν
με μεγάλο κίντυνο και μ’ απερίγραφτη γενναιότητα οπούδειξαν οι άνθρωποι του
καραβιού. Άλλο ήταν να το βλέπει ο άνθρωπος κι άλλο να το λέγει».
Άρχισε να βραδιάζει και όλο κοβόταν ο
αέρας. Ο καπνός πια κατακάθισε και ο «Άρης’ γλίστρησε σιγά μέσα σε αυτόν και
χάθηκε. Σαν βγήκε κουβάλαγε δύο
σκοτωμένους, έξι λαβωμένους και μια αμάραντη δόξα. Την ίδια εκείνη νύχτα
ανταμώθηκε με τον υπόλοιπο στόλο μας.
Ο «Άρης» ήταν το μόνο καράβι του μεγάλου
για τη λευτεριά μας αγώνα που έζησε αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση. Το
κράτος δίκαια τιμώντας το, το αγόρασε. Για έναν ολόκληρο σχεδόν αιώνα με αυτόν
έκαναν το εκπαιδευτικό τους ταξίδι οι Δόκιμοι του ναυτικού μας. Το 1921, στα
εκατό χρόνια του Εικοσιένα, το βούλιαξαν στο Σαρωνικό να ξεκουραστεί στο βυθό
της θάλασσας για πάντα.
Πηγές: Δημήτρης Φωτιάδης:
Ιστορία 4, Κανάρης. Ορλάνδος. Ναύαρχος Θεοφανίδης:
Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού.