Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ



ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ 

Δημήτρης Τουτουντζής 

Ο περιηγητής Coiseul Gouffier, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη γράφει:
    «Ανάμεσα στο ελληνικό έθνος υπάρχει μια φυλή, χωρίς κτηματική περιουσία, κάπου δύο χιλιάδες ψυχές, που ζει από τη ληστεία. Λεηλατούν τους θαλασσινούς με τις πειρατικές επιδρομές τους. Άλλοτε χρησιμοποιούν καράβια και άλλοτε ενεδρεύουν πίσω από τους βράχους των ακτών της Μάνης πότε η τρικυμία θα παρασύρει ως τους κρυψώνες τους κανένα καράβι προσφέροντας εύκολη και σίγουρη λεία».
    Αλλά δεν περιορίζονταν στη ληστεία των καραβιών οι Μανιάτες πειρατές. Αιχμαλώτιζαν και τους επιβάτες και τους πουλούσαν στους Οθωμανούς.
    Ο Άγγλος κληρικός και διπλωμάτης Covel που έμεινε επτά χρόνια (1670 – 1679) στην Πόλη και ταξίδεψε σ’ όλες τις χώρες της Ανατολής περιγράφει στο χρονικό του πώς Άγγλοι ναύτες και αξιωματικοί τριών πολεμικών καραβιών που παρέπλεαν το Ταίναρο έπεσαν σε ενέδρα που είχαν στήσει οι Μανιάτες το 1670 με αποτέλεσμα να αιχμαλωτισθούν πολλοί και να πληρωθούν λύτρα για την απελευθέρωσή τους.
    Τα καράβια πόδισαν στην Ελαφόννησο, στον κόλπο της Κολοκυθιάς και τα πληρώματα βγήκαν στην αντικρινή στεριά για νερό και εφόδια.
    «Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά μας ένας γέροντας Έλληνας βουνίσιος. Φορούσε φτωχό ρούχο, χοντρή πατατούκα και πλεχτή πουκαμίσα. Αντί υποδήματα και κάλτσες είχε τυλίξει τις πατούσες του με κομμάτια βοϊδοτόμαρο, με την τρίχα απ’ έξω, δεμένα με λουριά. Νομίζω πως δεν τα είχε βγάλει ποτέ από τα πόδια του. Μ’ αυτά όμως τα υποδήματα μπορούσε ν’ ανεβοκατεβαίνει τους βράχους με μεγάλη ευχέρεια. Σίγουρα τα ίδια φορούσε και ο αρχαίος Ησίοδος. Στο κεφάλι φορούσε ένα σκούφο από
προβατόγουνα. Τον έβγαλε και μας πλησίασε. Είχαμε έναν Έλληνα στο καράβι και έτσι αρχίσαμε τη συνομιλία. Εγώ μιλάω τα ελληνικά του σχολείου, αλλά ούτε αυτός καταλάβαινε εμένα ούτε εγώ εκείνον. Μας είπε πως όλοι οι κάτοικοι του νησιού πέρασαν αντίπερα την προηγούμενη μέρα μόλις είδαν να κατεβαίνουν τα καράβια γιατί φοβήθηκαν πως είναι κουρσάρικα. Τον ρωτήσαμε αν ήταν δυνατόν να προμηθευτούμε σφαχτά για τα καράβια, και μας απάντησε πως θα πάει να ρωτήσει τους φίλους του και θα επιστρέψει. Μιλούσε με τόση αθωότητα που όλοι τον συμπαθήσαμε. Του χάρισα ένα μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου. Κι’ όλοι έσπευσαν να του προσφέρουν κάτι. Τα δεχόταν με εκδηλώσεις σεβασμού, ευγνωμοσύνης και υποταγής που μας έκανε να πιστεύουμε σε γρήγορη ανταπόδοση της καλοσύνης μας».
    Αλλά ο γέρος ήταν κατάσκοπος των Μανιατών πειρατών της περιοχής που κούρσευαν τα καράβια και αιχμαλώτιζαν τους επιβάτες.
    «Ξαφνικά αντήχησαν τρεις ντουφεκιές στο βουνό. Και κυττάζοντας να δούμε τι συμβαίνει, βλέπουμε τους ναυτικούς μας να κατρακυλούν στην πλαγιά πανικόβλητοι. Είχαν όλοι πετάξει τα όπλα τους. Πολλοί είχαν χάσει τα καπέλα τους. Μερικοί είχαν μείνει με ένα παπούτσι. Κι’ όλοι ήταν καταματωμένοι από τα αγκάθια και τις βραχουριές. Οι Μανιάτες τους κυνηγούσαν με κοντομάχερα (τα βλέπαμε ν’ αστράφτουν στον ήλιο) και με δόρατα. Τέσσερες ναυτικοί έπεσαν στα χέρια τους. Ύστερα από σύσκεψη των πλοιάρχων αποφασίσαμε να κάνουμε έρανο για τα λύτρα. Συγκεντρώσαμε 1.500 δολλάρια. Το άλλο πρωϊ ο ναύαρχος έστειλε τη λέμβο του και εμείς μπήκαμε στη δική
μας με λευκή σημαία ανακωχής, κάναμε το γύρω του νησιού αλλά δεν είδαμε ψυχή. Τελικά καταθέσαμε το ποσό στο προξενείο της Σμύρνης. Ύστερα από δύο χρόνια οι άτυχοι σκλάβοι βρέθηκαν στις γαλέρες και εξαγοράστηκαν.
    Αυτοί που ζουν στα βράχια και στις πλαγιές των βουνών που υψώνονται πάνω από τη θάλασσα αποτελούν ένα είδος ανθρώπων εκτός νόμου. Ακόμη και οι Τούρκοι δεν μπορούν να τους υποτάξουν ή να τους επαναφέρουν σε ειρηνική ζωή. Αγναντεύουν συνεχώς από τους βράχους και τα βουνά τους κατά τη θάλασσα, όχι τόσο για να εξασφαλισθούν από τις επιδρομές των πειρατών όσο για να ληστέψουν οι ίδιοι όποιον πέσει στα χέρια τους. Τους χριστιανούς ταξιδιώτες που αιχμαλωτίζουν στις ακτές τους πουλάνε στους Τούρκους για να δουλέψουν στις γαλέρες ή αλλού σαν σκλάβοι. Κι’ όπως βεβαιώθηκα, όταν πιάνουν Τούρκους, τους μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο, μόνο που τους πουλάνε στον πρώτο χριστιανό δουλέμπορο. Είναι πανούργοι και πολυμήχανοι. Υπόσχονται στους ξένους ότι θα τους εφοδιάσουν με κάθε λογής προμήθειες, όπως εμάς εκείνος ο κακούργος γέροντας, και ύστερα στήνουν παγίδα και τους σκλαβώνουν. Πιστέψτε με, οι Έλληνες είναι πάντοτε Έλληνες, δόλιοι και ύπουλοι».
    Ο Covel  επηρεασμένος από την προσωπική εμπειρία του λησμονεί ότι η πειρατεία αποτελούσε μάστιγα της εποχής και μόνο μέσο επιβιώσεως, επάγγελμα και συνήθεια των πολεμικών λαών (όπως οι Μανιάτες), ότι οι συμπατριώτες του οι Άγγλοι είχαν αναδειχθεί σε επικίνδυνους κουρσάρους της Μεσογείου κι’ ότι τα χριστιανικά έθνη πρωτοστατούσαν στην πειρατεία. Ο ελληνισμός άλλωστε, των νησιών και των παρακτίων ηπειρωτικών περιοχών είχε υποστεί τις μεγαλύτερες δοκιμασίες από την πειρατεία.
    Ο Γάλλος Guillet, (το χρονικό του αναφέρεται στην περίοδο του Κρητικού πολέμου) γράφει για τη δράση των Μανιατών:
    «Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριό τους οι αιχμάλωτοι. Το Οίτυλο ονομαζόταν Μεγάλο Αλγέρι. Αιχμαλωτίζουν και πουλάνε τους χριστιανούς στους Τούρκους και τους Τούρκους στους χριστιανούς. Αφηγούνται με υπερηφάνεια τις ληστρικές τους επιδρομές. Μου έδειξαν έναν από τους περιφημότερους κουρσάρους τους που κατά την ακμή του φημιζόταν για τις ανδραγαθίες του. Όταν μάθαιναν τα γειτονικά χωριά ότι πρόκειται να βγει για πειρατεία, επικρατούσε γενική αναταραχή. Όλοι έκρυβαν τα παιδιά  και τις ωραίες γυναίκες από φόβο μήπως αιχμαλωτιστούν από τον κουρσάρο και πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Από τον ίδιο φόβο κατέχονταν κι’ όταν άραζε στο λιμάνι ξένο καράβι. Γιατί κάθε Μανιάτης πειρατής που μισεί το γείτονά του, τον αιχμαλωτίζει και τον πουλάει.
    Λίγες μέρες πριν από την άφιξή μας στο λιμάνι της Μάνης συνέβη ένα παράξενο επεισόδιο στις καλύβες μεταξύ Μάνης και Οιτύλου. Δύο Μανιάτες, Θεόδωρος και Αναπλιώτης τα ονόματά τους, διαβόητοι κουρσάροι και στενοί φίλοι, φιλονίκησαν για τα λάφυρα κι’ αποφάσισαν, καθένας για λογαριασμό του, να αιχμαλωτίσει τη γυναίκα του εχθρού του. Ο Θεόδωρος πέτυχε την αρπαγή της γυναίκας του Αναπλιώτη και την έφερε σ’ ένα Μαλτέζο πειρατή που βρισκόταν στο λιμάνι. Αλλά επειδή δεν συμφωνούσαν για την τιμή, ο Μαλτέζος, αφού πρόσεξε καλύτερα την αιχμάλωτη είπε στο Θεόδωρο ότι πριν από δύο ώρες είχε αγοράσει μια άλλη γυναίκα ωραιότερη στη μισή τιμή. Πρόσταξε μάλιστα να την παρουσιάσουν για να βεβαιωθεί. Ο Μανιάτης πειρατής έμεινε κεραυνόπληκτος βλέποντάς την. Ήταν η γυναίκα του. Ο Αναπλιώτης τον είχε προλάβει. Αλλά αντί να φροντίσει για την απελευθέρωσή της εξακολούθησε να παζαρεύει την τιμή της δικής του αιχμάλωτης και τελικά την πούλησε., ώστε να υποστούν και οι δύο την ίδια
τύχη και για να  αποφύγει τους σαρκασμούς των συμπατριωτών του.
    Μαθαίνοντας ο Αναπλιώτης την αιχμαλωσία της συζύγου του εξοπλίζει ένα καράβι. Και ο Θεόδωρος λησμονώντας όσα είχαν προηγηθεί ενώθηκε μαζί του. Αξίωσαν από το Μαλτέζο να επιστρέψει τις δύο γυναίκες, Και κείνος είτε γιατί φοβήθηκε επίθεση είτε γιατί δεν ήθελε να παραβλάψει τα συμφέροντα που είχε στον τόπο, τις ελευθέρωσε. Ύστερα από αυτό το περιστατικό οι δύο Μανιάτες ξανάγιναν φίλοι και ξαναβγήκαν για πειρατεία με το ίδιο μάλιστα καράβι».
    Για τους Μανιάτες κουρσάρους γράφει ο Γάλλος περιηγητής DArvieux στο χρονικό του:
    «Τόπος επικίνδυνος (η θαλασσινή περιοχή του Ταινάρου) γιατί μπορεί κανείς να πέσει στα χέρια των Μανιατών. Ζουν στα βουνά των ακτών του Μωριά. Τα πλεούμενά τους είναι κάτι πανάθλια καΪκια που μόνο μικρά καράβια μπορούν να χτυπήσουν. Καραδοκούν όμως, τη στιγμή που οι φουρτούνες θα ρίξουν τα πλοία στις ακτές τους και τότε, πηδώντας από βράχο σε βράχο σαν αγριόγιδα, λαφυραγωγούν τα ναυάγια και αιχμαλωτίζουν τους ζωντανούς. Αν είναι χριστιανοί τους πουλάνε στους Τούρκους κι’ αν είναι Τούρκοι τους πουλάνε στους χριστιανούς. Αυτό είναι το εμπόριό τους».
    Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση των Μανιατών συγκέντρωσαν και οι Ολλανδοί περιηγητές Van Egmont και John Heyman.
    «Οι κάτοικοι της περιοχής, οι Μανιάτες, είναι λαός με απάνθρωπες συνήθειες έτσι που είναι επικίνδυνο να ξεμπαρκάρει κανείς σ’ αυτόν τον τόπο. Αν πέσει ξένος στα χέρια τους πρέπει να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σκλάβος ή να καταβάλει τεράστια λύτρα. Αρνούνται επίσης να πληρώσουν φόρο στο σουλτάνο. Πολλές φορές έστειλαν οι Τούρκοι δυνάμεις επί τόπου αλλά δε μπόρεσαν να τους υποτάξουν. Έτσι είναι οι μόνοι Έλληνες που κατόρθωσαν να διατηρούν την ανεξαρτησία τους. Οι Έλληνες των γειτονικών περιοχών αποκαλούν τη Μάνη «Μεγάλο Αλγέρι». Είναι όλοι πειρατές εξ επαγγέλματος. Ακόμη και οι παπάδες τους ακολουθούν στις επιδρομές και παίρνουν το ένα δέκατο από τις λείες ως δικαίωμα της εκκλησίας. Αυτοί οι κληρικοί ζουν κατά μήκος των ακτών μέσα στις «θυρίδες», σπηλιές στους βράχους, που από μακριά φαίνονται σαν μια σειρά από παράθυρα. Από αυτά τα παρατηρητήρια βλέπουν τα καράβια που αρμενίζουν. Κι’ αν έχει κανένα από αυτά την ατυχία να ποδίσει από τη φουρτούνα ειδοποιούν τους Μανιάτες της περιοχής κι’ όλοι πέφτουν στην αρπαγή».

Πηγή: Πρώτος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».