Του Πέτρου Λακούτση
«Ό,τι έχω
αναφέρει στις σελίδες αυτές δεν είναι φαντασίες, ούτε μυθιστόρημα, πρόσωπα,
πράγματα, τοποθεσίες, γεγονότα, ημερομηνίες, είναι πραγματικά κι όσοι ζουν στην
ηλικία μου πρέπει να τα θυμούνται. Ό,τι έχω παραλείψει, ας τα συμπληρώσουν πολύ νεώτεροι από εμένα γιατί δεν είναι δυνατόν να τα ξέρουν, όμως
διαβάζοντας θα πάρουν μια ιδέα της εποχής αυτής
(1940-1946)…»
ΜΑΚΗΣ ΝΑΚΟΣ
Με
τα λόγια αυτά ο ΜΑΚΗΣ ΝΑΚΟΣ παρουσιάζει τις μνήμες του και τα γεγονότα της
περιόδου κατοχής στην Ερμιόνη
(1940-1946) στον αναγνώστη του βιβλίου του .Ο Μάκης όταν
κατάλαβε ότι τα χρόνια μικρύνανε και οι διηγήσεις του έπρεπε να αποτυπωθούν
κάπου , να γίνουν μνήμη και άλλων , να
μείνουν παρακαταθήκη για τους επερχόμενους, να τα συμπληρώσουν, να
πάρουν μια ιδέα της εποχής αυτής ,τα διηγήθηκε
στον φίλο του Γιώργο Νοταρά, ο οποίος τα ανέβασε στο blog του «ο Αλιβάνιστος» κατά αρχάς σε συνέχειες αλλά κι αυτός μετά το
θάνατό του Μάκη θέλησε πριν το μνημόσυνό του να τυπωθούν σε βιβλίο. Με αυτό το βιβλίο και με τα λόγια του στον
πρόλογο αποχαιρέτισε τον αδελφικό του φίλο Μάκη Νάκο, ο Γιώργος Νοταράς , αφήνοντας μια ιδιαίτερη και
μοναδική μαρτυρία για την Ερμιόνη μιας εποχής (1940-1946) ,για τους ανθρώπους
που πρωταγωνίστησαν και ζουν η που έχουν φύγει από τη ζωή αλλά συγκλονίζει
ακόμη η παρουσία τους μέσα από την ζωντανή περιγραφή των γεγονότων που δίνει ο
Μάκης Νάκος.
Ο ΜΑΚΗΣ
ΝΑΚΟΣ (1933-2016) γεννήθηκε στην Ερμιόνη
και υπήρξε παιδί της κατοχής, έζησε δε από κοντά τα γεγονότα της κατοχής , υπήρξε αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυς όλων των
συμβάντων σε μια Ερμιόνη όπου δεν ξεπερνούσε τους 800-1000 ;
κατοίκους. Και ως
μικρός στην ηλικία διαπερνούσε ανενόχλητος τα κατοχικά εμπόδια και ήταν πάντα
ένας εξαιρετικός μάρτυρας και αφηγητής στα
γεγονότα. Το σπίτι του δεν απείχε δυο στενά από το λιμάνι της Ερμιόνης και
μεσολαβούσε ένα δρόμος από το σπίτι του αδελφικού του φίλου Γιώργου Νοταρά ,
εκεί στην ανηφοριά με τις πικροδάφνες όπως πας για το σχολείο (Κοινότητα σήμερα).
Σπίτι Λαζαρίδη με το πεύκο στην αυλή, εκεί έζησε πριν να φύγει το 1946 για την Αθήνα
ορφανός από γονείς και αποκομμένος από
αδέλφια , η αδελφή του Μαρίκα πήγε στην Αμερική και ο αδελφός του Βασίλης στα
καϊκια.
Περιγράφοντας τους δρόμους και τα σπίτια της Ερμιόνης
και περιδιαβαίνοντας ως άλλος Παυσανίας (την περιδιάβασή του την ονομάζει μικρή
παυσανιάδα στο βιβλίο του σελ. 41) πότε το λιμάνι της Ερμιόνης , πότε τα
μαντράκια, την άλλη πλευρά της ερμιονίτικης ζωής , τον κήπο με τις βάρκες, ξεκινά
τη διήγησή του και δεν σταματά όπως ένας άνθρωπος που πρέπει να προλάβει να τα δει και να τα πει όλα, σαν να μην υπάρχει αύριο .
Οι άνθρωποί του είναι οι ερμιονίτες του καιρού του, η
ζωή τους, τα παρατσούκλια τους, τα έργα τους, οι ασχολίες τους, τα συμβάντα
τους , όσα έπεφταν στην αντίληψή του ενός παιδιού της κατοχής στην πατρίδα του
την Ερμιόνη. Ορφανός από πατέρα , πεντά-ρφανος και από μάνα το 1946 κράτησε στην ψυχή του εκείνα που αποτυπώθηκαν
στο βλέμμα του, που τον συγκλόνισαν σαν παιδί αλλά και ένα –έναν τους κατοίκους
της Ερμιόνης.
Ο Μάκης ήξερε τα πάντα για
την Ερμιόνη και χρόνια μετά στις συζητήσεις του αναφερόταν σε ανθρώπους, σε
ονόματα ανθρώπων ανακάτευε και αρβανίτικα
για να σε κάνει να ευθυμίσεις και λίγο, ήταν
μια κινητή έμψυχη ερμιονίτικη βιβλιοθήκη της εποχής εκείνης.
Στα 1980 όταν τον γνώρισα στον Πειραιά εκτός του ότι
γνώρισα ένα καλοσυνάτο άνθρωπο και έτοιμο
να με χαιρετίσει να μου πετάξει κανένα αρβανίτικο « Κα Καστρί» κανένα «Τσουθούα»
«Τσε μπεν μιρ» -αφού ήξερε ότι ήμουν από την Ερμιόνη και είχα φύγει μικρός από αυτήν-, στις συζητήσεις μας πάντα περιστρεφόταν ο λόγος περί Ερμιόνης, για τους ανθρώπους της,
για καινούργια σύγχρονα γεγονότα, που τελικά κατέληγε «θα τα πούμε το καλοκαίρι».
Το καλοκαίρι τούτο του 2016 δεν θάρθει στην Ερμιόνη όπως ερχόταν με την
αγαπημένη του Έμυ, αλλά έχοντας το βιβλίο του ανά χείρας και τις
περιγραφές του είναι σαν να ζει μέσα από τις σελίδες του και να σε οδηγεί από το χέρι σε
σπίτια που υπάρχουν η διασώζονται η έχουν μεταμορφωθεί και νομίζεις ότι
άνθρωποι με τα ονόματά τους η με τα παρατσούκλια τους θα ξεπεταχτούν από μέσα
τους για να τρέξουν να πάρουν μέρος στα γεγονότα.
Ο Μάκης άφησε μια παρακαταθήκη ,μετουσίωσε τις
μαρτυρίες του και τα συμβάντα μιας εποχής 1940-1946 (που δεν υπάρχουν άλλες γραπτές
μαρτυρίες ) και την διήγησή του και τον λόγο του σε γραπτά κείμενα, ( σε τούτο το βιβλίο που αναφέρομαι )
για να μείνει στη μνήμη των ερμιονιτών και συγχρόνως στην ιστορία της πόλης μας
που σιγά σιγά με τα χρόνια θέριεψε… και έγινε τσιμέντο με πλαστικοποιημένες τέντες στο νοτιά !