Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟ 1591



ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟ 1591

Δημήτρης Τουτουντζής

    Ένας Τσέχος διπλωμάτης που ταξίδεψε το 1591 στην Κωνσταντινούπολη, ονόματι
Wratislaw von Mitriwitz, μεταξύ των άλλων αφηγείται και δύο δραματικά περιστατικά
Όπου πρωταγωνιστούν Έλληνες: την εκτέλεση ενός ζεύγους Ελλήνων που είχαν
καταδικασθεί σε θάνατο και την απόδραση μιας ομάδας Ευρωπαίων κρατουμένων στο
Μαύρο Πύργο του Ναυστάθμου που οργάνωσαν τολμηροί Έλληνες φυλακισμένοι. Και
τα δύο περιστατικά αποκαλύπτουν  το υψηλό φρόνημα, τη ζωτικότητα της φυλής, τη
βαθιά θρησκευτική συνείδηση του ελληνισμού, την αντοχή και την καρτερία του, την
επινοητικότητά του και το θάρρος κατά τους σκοτεινούς αιώνες της δουλείας.
    Ένα ς Έλληνας του Γαλατά, γιός εμπόρου, νέος και όμορφος, αγάπησε την κόρη ενός
άλλου Έλληνα. Έγιναν οι αρραβώνες, ορίστηκε ο γάμος κι’ ο νέος ταξίδεψε στην Κρήτη
για εμπόριο κρασιών. Μια ημέρα, κατά την απουσία του, η μνηστή του (ήταν 16 χρόνων)
βγήκε από το πατρικό σπίτι με συντροφιά άλλες γυναίκες για να πάει στο λουτρό.
    Πρέπει να σημειωθεί, γράφει ο Τσέχος, ότι ενώ οι Τουρκάλες, όταν βγαίνουν στο
δρόμο φορούν φερετζέ αφήνοντας μόνο τα μάτια ακάλυπτα για να μην τις αναγνωρίζουν
οι Ελληνίδες, μόλο που ντύνονται με τον ίδιο τρόπο, αφήνουν το πρόσωπό τους ελεύθερο.
    Στο δρόμο τη βλέπει ένας Τούρκος Τσαούσης του σεραγιού που περνούσε έφιππος με
μεγάλη κουστωδία. Γοητευμένος από την ομορφιά της κόρης πηγαίνει στον πατέρα της
και με εκβιασμούς και απειλές εξασφαλίζει τη συγκατάθεσή του να διαλυθούν οι
αρραβώνες. Και σε λίγες ημέρες γίνονται οι γάμοι του Τσαούση με την κόρη του
εμπόρου.
    Όταν γύρισε ο νέος από την Κρήτη βρήκε ένα σπαρακτικό γράμμα της μνηστής
σχετικά με τον αναγκαστικό χωρισμό. Τον διαβεβαιώνει για την αγάπη της και του
προτείνει να βλέπονται μυστικά. Κι’ έτσι γινόταν επί ένα χρόνο.

    Κάποτε ο Τούρκος σύζυγος ανακαλύπτει τις νυχτερινές συναντήσεις. Αποτέλεσμα:
Το ζεύγος συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο επειδή ο νεαρός Έλληνας
αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει.
    Κάποιος άλλος περιηγητής στο βιβλίο του για τους νόμους και τα έθιμα στην
τουρκοκρατούμενη Ελλάδα , που κυκλοφόρησε το 1560, γράφει τα εξής για τον κολασμό
της μοιχείας: Αν συλληφθεί χριστιανός με χριστιανή οδηγούνται και οι δύο στον Καδή.
Κι’ αν είναι νύχτα τους κρατούν στη φυλακή ως το πρωί. Ο δικαστής καταδικάζει τον
άντρα σε βαρύ πρόστιμο. Και αν δεν έχει να πληρώσει τον καθίζουν ανάποδα σε ένα
γάϊδαρο, αναγκάζοντάς τον να κρατάει την ουρά αντί για χαλινάρι. Στερεώνουν μια
πατσά πάνω στο κεφάλι του και του μουτζουρώνουν το πρόσωπο. Μαζί με τη γυναίκα
(και αυτή «στο γάϊδαρο καβάλα» με τον ίδιο τρόπο) περιφέρονται στα σοκάκια της
Πολιτείας. Και ο δήμιος, επικεφαλής της πομπής παρακινεί τα παιδιά να τους πετάνε
λάσπη και ακαθαρσίες. Απαγορεύεται να ξαναβρεθούν μαζί, γιατί αλλιώς θα
τιμωρηθούν με διακόσιους ραβδισμούς ή ισόβια δεσμά ή πρόστιμο. Μοιχεία Χριστιανού
με Τουρκάλα ή Τούρκου με Χριστιανή υποχρεώνονται να γίνουν μουσουλμάνοι, αλλιώς
θάνατος. Η διαπόμπευση των μοιχών ή των μοιχαλίδων αποτελεί όχι τούρκικο αλλά
βυζαντινό έθιμο. Η διαδικασία της ατιμωτικής ποινής: Πρώτα- πρώτα οι μοιχοί (αλλά και
οι κλέφτες, οι μέθυσοι, οι αντάρτες, ακόμα και εξέχοντα πρόσωπα, πατριάρχες και
 βασιλιάδες) μαστιγώνονταν και ύστερα κουρεύονταν. Κρανίο κουρεμένο
αποτελούσε την έσχατη καταισχύνη. Έπειτα πασάλειβαν τα πρόσωπά τους με ασβόλη
(από όπου και το αποσβολώθηκα). Ανέβαζαν ύστερα τον ένοχο στο γάϊδαρο ανάποδα
(από όπου και τα νεοελληνικά «τον βάλανε στο γάϊδαρο καβάλα»). Η διαπόμπευση
λεγόταν και πομπή. Προπορευόταν ο τελάλης που διαλαλούσε το έγκλημα. Από το λαιμό
των διαπομπευμένων κρεμούσαν κουδούνια για να γίνεται περισσότερος θόρυβος (της
κρέμασαν κουδούνια).
    Ο Τσέχος διπλωμάτης αφηγείται τη σκηνή των εκτελέσεων που παρακολούθησε ο
ίδιος στους δρόμους της Πόλης.
    «Μπροστά πήγαινε έφιππος ο δικαστής και ακολουθούσαν πολλοί σύμβουλοι,
δικαστές και επίσημοι με φρουρά γενιτσάρων, ντελάληδες και άλλοι αξιωματούχοι
της δικαιοσύνης. Έβγαλαν το νέο από τη φυλακή, με τα χέρια δεμένα πίσω και σιδερένιο
χαλκά στο λαιμό από όπου είχε περαστεί αλυσίδα. Δύο μεγαλόσωμου δήμιοι,
λαμπροφορεμένοι κρατούσαν τις δύο άκρες της καδένας. Μπροστά από τον κατάδικο και
πίσω, φρουρά γενιτσάρων. Τη σκηνή παρακολουθούσε μέγα πλήθος, άλλοι έφιπποι και
άλλοι πάνω σε άμαξες. Όταν είδε ο κόσμος το μελλοθάνατο έβγαλε μεγάλη φωνή,
άνδρες και γυναίκες, πως είναι κρίμα να χαθεί τέτοιο παλληκάρι. Και όλοι τον
συμβούλευαν να γίνει Τούρκος και ότι θα έπαιρνε χάρη από το σουλτάνο. Αλλά ο
Έλληνας έλεγε: Όχι δεν αλλάζω την πίστη μου!
    Ακόμα και ο Τσαούσης, ο προδομένος σύζυγος, του μήνυσε πως αν τουρκέψει θα του
Χαρίσει τη ζωή και θα μπορούσε να πάρει γυναίκα του την Ελληνίδα. Ο νέος όμως
απάντησε ότι είχε γεννηθεί από γονείς χριστιανούς, ότι είχε βαπτιστεί και μεγαλώσει
Χριστιανός και ότι χριστιανός θα πεθάνει.
    Την ίδια στιγμή έβγαλαν από άλλη φυλακή την Ελληνίδα και την κάθισαν πάνω σε
ένα μουλάρι. Γύρω βάδιζε μέγα πλήθος γυναικών με φερετζέ. Η γυναίκα είχε ακάλυπτο
το πρόσωπό της. Είχε χτενίσει τα μαλλιά της με τούρκικο τρόπο, δύο κοτσίδες στους
ώμους και μια Τρίτη κρεμασμένη πίσω στη ράχη. Φορούσε φουστάνι κόκκινο και στο
λαιμό είχε περιδέραιο μαργαριταρένιο. Φορούσε επίσης σκουλαρίκια από μαργαριτάρια
και φαινόταν γυναίκα εράσμια.
    Έκλαιγε σπαρακτικά και πολλοί τη συμπάθησαν. Όταν έμαθε την πρόταση του
 Τσαούση προς τον άλλοτε μνηστήρα της ζήτησε να την πάνε κοντά του. Ώρα πολλή δεν
μπορούσε να μιλήσει από τους λυγμούς. Άρχισε να μιλάει Ελληνικά και να τον
εξορκίζει να δεχτεί να αλλαξοπιστήσει. Του έλεγε πως η ζωή τους, η ευτυχία τους
βρισκόταν στα χέρια του. Μίλησε πολλή ώρα εκλιπαρώντας τον σε κατάσταση
απελπισίας. Αλλά ο νέος απάντησε λακωνικά. Όχι! Δε γίνεται! Τα λόγια είναι μάταια!
    Ακούγοντάς τον οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν.
- Καταραμένε, προδότη! Φώναξαν με οργή. Σκύλε! Γιατί απαρνιέσαι αυτή την όμορφη
γυναίκα; Και με κραυγές και θόρυβο τον οδήγησαν στην εκτέλεση. Εκείνη πάνω στο
μουλάρι ακολουθούσε θρηνώντας. Και πλάϊ της οι Τουρκάλες την παρηγορούσαν και
της έδιναν κουράγιο.
    Όταν έφτασαν στο Κουμ – Καπού (Πύλη της Άμμου), όπου είχαν στηθεί οι κρεμάλες,
δύο δήμιοι με ανασηκωμένα τα μανίκια στερέωσαν τους μακαράδες για να  σηκώσουν το
νέο ψηλά. Ύστερα του έβγαλαν το πανωφόρι και τα ρούχα του και τον άφησαν μόνο με
την περισκελίδα. Και αφού του έδεσαν χέρια και πόδια τον ανύψωσαν δύο μέτρα από τη
βάση της κρεμάλας.
    Εκείνη τη στιγμή έφθασε και η γυναίκα έφιππη. Μπροστά στο θέαμα της κρεμάλας με
τους γάντζους λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ζήτησε να της επιτρέψουν να του ξαναμιλήσει.
Την έφεραν κάτω από τα τσιγγέλια και εκεί, υψώνοντας τα χέρια ενωμένα, του μίλησε
ώρα πολλή. Αλλά ο μελλοθάνατος Έλληνας, μετέωρος ψηλά στο ικρίωμα δεν είπε λέξη.
Και τότε η νεαρή γυναίκα έξαλλη άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριέται.
- Σκύλε! Προδότη! Εβραίε! Πέθανε αφού θέλεις να πεθάνεις! Μακάρι να μπορούσα να
να γλυτώσω από το θάνατο που με περιμένει εξ’ αιτίας σου!
    Οι Μουσουλμάνοι βλέποντας ότι ο νεαρός Έλληνας δεν ήθελε να τουρκέψει φώναζαν
να τον καρφώσουν στους γάντζους. Τότε δύο δήμιοι που στέκονταν όρθιοι στα
ικριώματα τον ύψωσαν μια πήχη παραπάνω από την κρεμάλα και ύστερα άφησαν να
πέσει το σώμα του στα τσιγγέλια. Ύστερα ήρθε η ώρα της γυναίκας.
    Ο μπόγιας την κατέβασε από το μουλάρι και της έδεσε τα χέρια με σκοινί. Με άλλο
σκοινί τύλιξε τη μέση της και με ένα τρίτο της έδεσε τα πόδια. Την έσυρε έπειτα σε μια
βάρκα μπρούμυτα και έπιασε τα κουπιά. Ανοίχτηκε δύο περίπου οργιές από την παραλία
(οι κρεμάλες βρίσκονταν πλάϊ στη θάλασσα). Στήριξε ένα ραβδί στο σκοινί που είχε
τυλιχτεί στη μέση της, την έσπρωξε στη θάλασσα και την κράτησε κάτω από το νερό
ώσπου να πνιγεί. Έπειτα έφεραν μια νεκρόκασσα, τύλιξαν το πτώμα με ένα σεντόνι και
συνόδεψαν το φέρετρο στο νεκροταφείο σύμφωνα με τα τουρκικά έθιμα. Ο νέος έζησε
καρφωμένος στα τσιγγέλια τρεις ημέρες. Έλεγε πως διψάει και παρακαλούσε να του
δώσουν λίγο νερό. Κανείς όμως δεν τόλμησε. Την Τρίτη νύκτα συγκινήθηκε κάποιος και
τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Κανείς δεν έμαθε ποιος ήταν».
    Το δεύτερο περιστατικό που ιστορεί ο Τσέχος περιηγητής αναφέρεται στην απόδραση
δέκα έξη κρατουμένων από μια πολυφρούρητη και απροσπέλαστη τουρκική φυλακή της
Πόλης, χάρη στην ευφυία, στην υπομονή και στο θάρρος δύο Ελλήνων.
    «Εκείνη την εποχή είχαν φυλακιστεί στο Μαύρο Πύργο (κτίριο των φυλακών του
Ναυστάθμου), δέκα έξη σημαντικοί αιχμάλωτοι, τέσσερες Ούγγροι, δύο Έλληνες, ένας
Γερμανός και οι υπόλοιποι Ιταλοί. Οι Έλληνες ήταν περιβόητοι κουρσάροι και είχαν
προξενήσει μεγάλες ζημιές στους Τούρκους εμπόρους. Μερικοί από αυτούς
βρίσκονταν εκεί 14, 15 και 16 χρόνια χωρίς ελπίδα να βγούνε ποτέ. Οι Έλληνες που
ήταν φημισμένοι ήρωες και επιβλητικοί άνθρωποι είχαν για τρίτη φορά
αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Και επειδή είχαν δύο φορές δραπετεύσει από τις
φυλακές τους έκλεισαν στο Μαύρο Πύργο, στη φυλακή των ισοβίων δεσμών. Εκεί μέσα
βρίσκονταν τρία χρόνια. Αλλά πανέξυπνοι άνθρωποι, νύχτα και ημέρα μελετούσαν
σχέδια για να δραπετεύσουν και πάλι. Και επειδή δεν επιτρεπόταν σε κανένα να τους
επισκεφθεί και οι σκοποί τους πρόσεχαν ιδιαίτερα, να τι μηχανεύτηκαν. Έπεσε ο ένας
άρρωστος τάχα και τα λίγα χρήματα που είχε τα έστειλε δώρο στο διοικητή του Μαύρου
Πύργου με την παράκληση, «για όνομα του Θεού»,να επιτρέψει να του φέρει κάποιος
χριστιανός ένα ποτήρι κρασί ή ρακή. Δόθηκε η άδεια, αν και με μεγάλη δυσκολία και
του έφεραν ένα μπουκάλι πιοτό. Εκείνος ο παμπόνηρος στέλνει τότε με το χριστιανό σε
κάποιο φίλο του ένα σημείωμα που έγραψε κρυφά.
    Ύστερα από λίγες βδομάδες μερικοί άγνωστοι Έλληνες χωρικοί έφεραν στο διοικητή
του Μαύρου Πύργου ένα παχύ αρνί, ρύζι, λάδι, ελιές, πεπόνια και άλλα είδη οπωρικών
με την παράκληση να κρατήσει από αυτά ό,τι ήθελε και να μοιράσει τα υπόλοιπα στους
φυλακισμένους. Οι χωρικοί έφεραν και ένα βαρελάκι κρασί και παρακάλεσαν να δοθεί
στον άρρωστο για να δυναμώσει. Το στέλνουμε, είπαν, ελεημοσύνη για τις αμαρτίες μας.
Κατευχαριστημένος ο διοικητής από τα δώρα, κράτησε το αρνί και ό,τι άλλο του άρεσε,
και έστειλε τα υπόλοιπα στους φυλακισμένους, καθώς και το βαρελάκι, γιατί οι Τούρκοι
δεν πίνουν κρασί. Σ’ αυτό το βαρελάκι υπήρχε διπλή βάση με κρυψώνα και εκεί βρέθηκε
σημείωμα που έγραψαν οι φίλοι των δύο Ελλήνων ζητώντας οδηγίες. Οι δύο Έλληνες,
χωρίς να πουν τίποτε στους άλλους φυλακισμένους, έγραψαν στους ανθρώπους τους τι
τι πρέπει να κάνουν.
    Πέρασαν μερικές ακόμη βδομάδες και παρουσιάζονται άλλοι Έλληνες με
πλουσιότερα δώρα για το διοικητή και δύο βαρελάκια κρασί για τους κρατούμενους. Οι
Τούρκοι ήταν κατενθουσιασμένοι και παρακινούσαν τους Έλληνες να φέρνουν
συχνότερα ελεημοσύνες για τους φτωχούς φυλακισμένους. Σε κείνα τα βαρελάκια
υπήρχαν διπλά τοιχώματα όπου ήταν κρυμμένα πριόνια, λίμες, σκοινιά και κάθε λογίς
εργαλεία. Στο τέλος οι φιλάνθρωποι Έλληνες έδωσαν χρήματα στο διοικητή για να
αγορασθεί ύφασμα λινό για πουκάμισα των φυλακισμένων.
     Οι κρατούμενοι Έλληνες είχαν οργανώσει τόσο προσεκτικά την επικοινωνία με τους
έξω φίλους τους που όχι μόνο οι Τούρκοι φρουροί αλλά ούτε και οι σύντροφοί τους της
φυλακής δεν κατάλαβαν τίποτα. Ήταν τετραπέρατοι.
    Όταν λοιπόν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλα τα απαιτούμενα, και τελευταία –
τελευταία δύο ακόμα βαρελάκια ρακή, τότε μόνο αποκάλυψαν τα σχέδια τους σε όλους
τους κρατούμενους. Τους είπαν ότι με τη βοήθεια του Θεού θα έβγαιναν όλοι από την
φυλακή. Αλλά πριν τεθεί το σχέδιο σε εφαρμογή υποχρεώθηκαν όλοι να γονατίσουν, να
βάλουν δύο δάχτυλα στο Ευαγγέλιο και να ορκιστούν ότι θα το κρατήσουν μυστικό και
ότι δεν θα προδώσει κανείς τους αν αποτύχει το σχέδιο.
    Τότε για πρώτη φορά έγινε γλέντι και μέθυσαν τους φρουρούς με ρακή (άρεσε πολύ
στους Τούρκους η ρακή που παρασκευάζεται από σύκα εκλεκτής ποιότητα και από
σταφύλια).
    Μια ημέρα που ήταν μεθυσμένοι οι φύλακες, οι δύο Έλληνες πριόνισαν τις
σιδεροκαδένες των δεσμών τους και των άλλων φυλακισμένων και τους ένωσαν πάλι με
μολύβι ώστε αν γινόταν επιθεώρηση να φαίνονται ακέραια τα σίδερα. Έπειτα σαν θα
ερχόταν η στιγμή, θα μπορούσαν να πριονίσουν ευκολότερα τα μολύβια. Οι
φυλακισμένοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν στους δύο Έλληνες τα πουκάμισά τους
και κείνοι έφτιαξαν σκοινί. Και αυτό το σκοινί το τύλιξαν εξωτερικά με το άλλο, το
μεταξένιο που είχαν στείλει οι φίλοι τους.   
    Μια μέρα κανόνισαν να κεράσουν ρακή τους Τούρκους, και όλοι μαζί οι
φυλακισμένοι να τραγουδούν και να φωνάζουν. Κατά τη διάρκεια της φασαρίας οι
Έλληνες έκοψαν με πριόνια τα σανιδώματα της πρώτης, δεύτερης και τρίτης οροφής της
φυλακής, και από το τρίτο άνοιγμα σκαρφάλωσαν στο παράθυρο του πύργου, μέτρησαν
το ύψος και κανόνισαν το μάκρος του σκοινιού να φθάνει στο έδαφος. Έπειτα
συνεννοήθηκαν με τους φίλους τους να περιμένει ορισμένη νύχτα στην παραλία ένα
γρήγορο πλεούμενο με αναμμένο φανάρι για να το βλέπουν οι Έλληνες που θα
έβγαιναν από τη φυλακή.
    Τη νύχτα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού ( σίγουρα και ο άγιος ευδόκησε γι’αυτό
που συνέβη) οι Έλληνες μέθυσαν πάλι τους φύλακες και μοίρασαν τις λίμες στους
φυλακισμένους συντρόφους τους. Όλοι εκτός από ένα Γερμανό, ονόματι Ερνστάϊν
που έκοψε  τις σιδεριές μόνο του ενός ποδιού, γλύστρησαν  ο ένας κοντά στον άλλον
από τα ανοίγματα της οροφής.
    Οι Έλληνες τα είχαν μελετήσει όλα. Είχαν πείρα από τέτοια πράγματα και ήξεραν
καλά τι στοιχίζει η ελευθερία. Επειδή λοιπόν, φοβήθηκαν ότι από τη βιασύνη να
κατέβουν με το σχοινί, θα μπορούσε να πέσει κανείς και να προδοθούν, είχαν κανονίσει
από πριν τη σειρά. Και είχαν μάλιστα κατασκευάσει ένα είδος σκάλας με λουρίδες από
τα σκεπάσματα και πλεχτό σκοινί και όρισαν να κατεβούν κατά ηλικίες, πρώτα οι
ηλικιωμένοι και ύστερα οι νεότεροι. Οι δύο Έλληνες γλύστρησαν τελευταίοι σαν
πίθηκοι. Και όταν βρέθηκαν όλοι μαζί, γονάτισαν πρώτα και ευχαρίστησαν το Θεό, και
αφού σκαρφάλωσαν στην τάφρο και βγήκαν έξω, οι Έλληνες πήραν μαζί τους έναν
ιππότη της Μάλτας, αποχαιρέτησαν τους άλλους, και αφού τους είπαν να προσέξουν
για να σωθούν, έτρεξαν στο πλεούμενο που τους περίμενε και ανοίχτηκαν αμέσως στο
πέλαγος».

Πηγή : Από τον Α΄ τόμο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».